Cecilia Davidsson

Thessaloniki Oct. 2015

Κάτι περίεργο

Το μεσημέρι όταν τελείωσε το καθάρισμα και έκατσε στην κουζίνα και άνοιξε την εφημερίδα για δεύτερη φορά πρόσεξε ένα άρθρο που του είχε διαφύγει το πρωί, κάτι σημαντικό, η γυναίκα του δεν θα το είχε δει επίσης, γιατί τότε θα είχε πει κάτι. Διάβασε ότι το παλιό βενζινάδικο της Gulf στην άλλη μεριά της περιφερειακής οδού θα κατεδαφιζόταν για να δημιουργηθεί χώρος για ένα πολυτελές ξενοδοχείο ώστε να «ικανοποιηθεί η αυξανόμενη ζήτηση για τουριστικές διανυκτερεύσεις». Μια φωτογραφία έδειχνε ένα μεγάλο άσπρο κτίριο με χάλκινη στέγη, μεγάλους γυάλινους τοίχους και κολώνες στην είσοδο. Πήρε την εφημερίδα και πήγε στο υπνοδωμάτιο, στάθηκε μπροστά στο παράθυρο, σκέφτηκε: Μα πώς στο διάολο.

Όταν η γυναίκα του επέστρεψε σπίτι από τη δουλειά στις πέντε και τέταρτο εκείνος στεκόταν στο χολ με την εφημερίδα στο χέρι.
«Πρέπει να το δεις αυτό», είπε.
«Αργότερα», είπε εκείνη, κρέμασε το παλτό της και μπήκε ρουφώντας τη μύτη της στο μπάνιο.
«Έχω κάτι περίεργο να σου δείξω, ξέρεις», της είπε πίσω από την κλειστή πόρτα τη στιγμή που η γυναίκα του τράβηξε το καζανάκι. Εκείνη άρχισε ξαφνικά να βήχει ασταμάτητα κι εκείνος πήγε στην κουζίνα και άφησε την εφημερίδα ανοιχτή στο τραπέζι, κάτω ακριβώς από τη λάμπα. Είχε περιμένει ώρες και θα μπορούσε να περιμένει λίγα λεπτά ακόμη. Άρχισε να στρώνει το τραπέζι με πιάτα και ποτήρια. Διάλεξε μαχαιροπίρουνα με ξύλινες λαβές που πρέπει να πλυθούν στο χέρι. Χαμογέλασε καθώς σήκωσε το καπάκι της κατσαρόλας και άρχισε να ανακατεύει το φαγητό με μια μεγάλη κουτάλα. Έβαλε την κουτάλα στο στόμα του. Αρκετά καλό, σκέφτηκε, παραπάνω από αρκετά καλό.

Η γυναίκα του ήρθε τελικά στην κουζίνα, μεταμορφωμένη από διευθύντρια με ταγέρ σε απλό άνθρωπο με μαλακό παντελόνι, φλις πουλόβερ και μάλλινες κάλτσες. Είχε βγάλει το μακιγιάζ και είχε μαζέψει τα μαλλιά της πίσω σ’ έναν μικρό ακανόνιστο κότσο.
«Δες αυτό το τρελό εδώ», είπε και έδειξε την εφημερίδα με την κουτάλα. Η γυναίκα του έκατσε και τράβηξε κοντά της την εφημερίδα. «Είναι σαν να πήραν τη φωτογραφία μέσ’ από την κρεβατοκάμαρά μας. Είναι η ίδια ακριβώς γωνία, η ίδια ακριβώς απόσταση, αν σταθείς μπροστά στο παράθυρο και δεις έξω. Τι λες και συ;»
«Δεν βλέπω τίποτε δίχως γυαλιά», είπε η γυναίκα του και έσπρωξε την καρέκλα της προς τα πίσω.
«Κάτσε, κάτσε», είπε εκείνος και πήγε στο χολ, όπου είχε την ιδέα να περάσει την τσάντα της στην κουτάλα. Επέστρεψε με την τσάντα να αιωρείται μπροστά του. Η γυναίκα του την άρπαξε.
«Δεν το βρίσκω και τόσο διασκεδαστικό αυτό», μουρμούρισε εκείνη, πήρε τα γυαλιά της και τα τοποθέτησε στην άκρη της μύτης της.
«Ήθελα να σου φτιάξω λίγο τη διάθεση», είπε εκείνος.
«Δεν χρειάζεται, είναι αυτή που είναι», είπε η γυναίκα του και έριξε μια ματιά στην εφημερίδα. Αμέσως έκανε τη διαπίστωση:
«Δεν είναι πραγματική φωτογραφία.»

Εκείνος κοίταξε λοξά την εφημερίδα, δεν ήξερε τι να πιστέψει. Αν δεν ήταν φωτογραφία, τότε τι ήταν; Και τι ήταν τότε όλα τ’ άλλα στην υπόλοιπη εφημερίδα; Ήταν και αυτά επινοημένα;
«Όχι, βέβαια», είπε εκείνος. «Ας είναι όμως.»

Θα ήθελε να μην ήταν η γυναίκα του τόσο λιγόλογη αλλά να έλεγε κάτι περισσότερο για τη φωτογραφία, ή ό,τι ήταν, να ανέπτυσσε το θέμα λίγο. Είχε ελπίσει ότι θα ήταν τόσο έκπληκτη όσο κι αυτός, και ότι θα προσπαθούσαν μαζί να βρουν πώς μπόρεσαν να φωτογραφίσουν μέσ’ από την κρεβατοκάμαρά τους και επιπλέον να φωτογραφίσουν κάτι που δεν υπήρχε ακόμη.

Η γυναίκα του τον κοίταξε ερωτηματικά κι εκείνος έκανε στροφή και άρχισε ν’ ανακατεύει την κατσαρόλα. Το όλο πράγμα ήταν σίγουρα τόσο απλό που δεν άξιζε κουβέντα, σκέφτηκε.
«Έχεις κάτι άλλο να μου πεις;», είπε η γυναίκα του.
«Νομίζω ότι είναι ώρα να φάμε», είπε εκείνος.

Όταν το θέμα του ξενοδοχείου παρουσιάστηκε στις τοπικές τηλεοπτικές ειδήσεις πετάχτηκε σχεδόν από την πολυθρόνα του. Η γυναίκα του χασμουρήθηκε τόσο δυνατά που εκείνος δεν άκουσε την αρχή. Την αγριοκοίταξε. Είχε ήδη χασμουρηθεί πολλές φορές, τραβώντας σε μάκρος και μουγκρίζοντας σαν να είχε ένα θυμωμένο ζώο παγιδευμένο στο σώμα της. Εκείνος κατάφερε τώρα να πιάσει μόνο κάτι για «τρεις χιλιάδες». Δωμάτια, σκέφτηκε, παρόλο που ακουγόταν υπερβολικό. Έδειξαν μια ταινία γυρισμένη μέσα στο σχεδιαζόμενο ξενοδοχείο, και τη φορά αυτή δεν ξεγελάστηκε, ήξερε ότι ήταν φανταστική. Μόνο που φαινόταν τόσο τρομερά πραγματική, και ωραία, έπρεπε να το παραδεχτεί. Η κάμερα, ή ό,τι άλλο ήταν, περνούσε πάνω από φωτεινά, γυαλιστερά πατώματα και άσπρους τοίχους, πράσινα φυτά μεγάλα σαν δέντρα, κόκκινες δερμάτινες πολυθρόνες και ανοιχτόχρωμο ξύλο και γυαλί, πάρα πολύ γυαλί. Και μετά: ένα δωμάτιο με ψηλό κρεβάτι με ανοιχτό μπλε κάλυμμα και διάφορα αμπαζούρ από ίδιο ύφασμα. Στη μέση του κρεβατιού ένα καλάθι με φρούτα και ένα μπουκάλι κρασί.

Ήθελε να ρωτήσει τη γυναίκα του για τα πράσινα φυτά, πώς βρέθηκαν εκεί, αλλά δεν το έκανε. Αντί γι’ αυτό, είπε:
«Θα πρέπει να γίνει ωραίο. Και μεγάλο. Τρεις χιλιάδες δωμάτια. Αλλά με τόσο άσπρο είναι ολοφάνερο ότι θα βρομίσει αμέσως.»

Στην οθόνη εμφανίστηκε ένας ηλιοκαμένος άντρας με φαβορίτες λεπτές σαν γραμμές στα μάγουλά του:
«Αυτό θα έχει θετική σημασία σε πολλούς τομείς, ναι σε πολλούς τομείς.»
«Σίγουρα!» μουρμούρισε εκείνος.

Η γυναίκα του άπλωσε το χέρι της και πήρε το τηλεχειριστήριο. Προς μεγάλη του έκπληξη έκλεισε τον ήχο. Δεν του άρεσε αυτό.
«Έχεις σκεφτεί κάτι άλλο; Ή δεν σε νοιάζει;» είπε η γυναίκα του.

Σκέφτηκε ότι η τηλεόραση δεν έβγαζε ήχο. Ήταν μια ανόητη σκέψη. Μετά σκέφτηκε ότι ήταν κουφός αυτός. Εξίσου ανόητη σκέψη. Τεντώθηκε στην πολυθρόνα του, καθάρισε τον λαιμό του. Τώρα έδειχναν τον καιρό, φοβερά χάλια, καθάρισε τον λαιμό του και πάλι, ενώ με το μυαλό του πήγε πίσω πυρετωδώς, δέκα ώρες περίπου όταν έτρωγαν πρωινό και κάθονταν αντικριστά με τα πιγούνια τους πίσω από τα μεγάλα φλιτζάνια με το αχνιστό τσάι – αν και πραγματικά αν η γυναίκα του είχε πιει τσάι και είχε φάει τις φέτες της, δεν θα είχε χρησιμοποιήσει το στόμα της μόνο για λέξεις λέξεις λέξεις, που τώρα ήταν μαζεμένες και έτρεμαν κάπου στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, σαν πηχτός χυλός – παλιόκαιρος, σκέφτηκε, αυτό το χάλι σημαίνει παλιόκαιρος. Ακόμη κι αυτός μπορούσε να το καταλάβει.

«Θεέ και κύριε», είπε η γυναίκα του και έκλεισε την τηλεόραση εντελώς.
«Μα τι σου συμβαίνει;»

Είδε τον εαυτό του στη μαύρη οθόνη. Και τη γυναίκα του δίπλα του. Καθόταν στο πλάι, γυρισμένη προς αυτόν. Αυτός είχε ένα μεγάλο μπολ πάνω στο γόνατο. Δεν ήξερε τι να το κάνει. Θα ήθελε να το δώσει στη γυναίκα του. Αυτή ήξερε πάντα τι να τα κάνει τ’ αντικείμενα. Αλλά το μπολ ήταν δικό του.
«Ποτέ δεν μου είπες πώς σου φάνηκε το φρικασέ», ψέλλισε. Του βγήκε αυθόρμητα και ίσως δεν ήταν πολύ έξυπνο, ήταν όμως κάτι, μια αρχή.
«Αφού δεν έχεις κάτι να πεις, τότε… », είπε η γυναίκα του και έκανε προσπάθεια να σηκωθεί από την πολυθρόνα.
«Όχι!» γόγγυξε εκείνος. Το είπε ξαφνικά, έμεινε έκπληκτος όσο κι εκείνη, η οποία βυθίστηκε και πάλι στην πολυθρόνα.
«Όχι;» είπε η γυναίκα του.
«Όχι», είπε εκείνος.
«Λες όχι πραγματικά – ή τι εννοείς;»

Δεν ήταν σίγουρος, αλλά βρισκόταν στον σωστό δρόμο, μπορούσε να το δει πάνω στη γυναίκα του, πώς αυτή χαλάρωσε.
«Ναι, λέω όχι», είπε. Το διακινδύνεψε. Δεν μπόρεσε ν’ αποφύγει ένα τρεμούλιασμα στη φωνή του. Τα μάτια του έλαμπαν επίσης. Αυτό έκανε εντύπωση στη γυναίκα του που έβαλε το χέρι της στο μπράτσο του.
«Ευχαριστώ», του είπε.
«Τίποτε», είπε εκείνος.

Μια μεγάλη ανακούφιση γέμισε το δωμάτιο. Ήταν τόσο έκδηλη που διαπέρασε το δέρμα του και έκανε την καρδιά του να χτυπά κανονικά. Η γυναίκα του άπλωσε το χέρι και πήρε το τηλεχειριστήριο, άνοιξε πάλι την τηλεόραση και δυνάμωσε τον ήχο.
«Ήταν υπέροχο», είπε.
«Υπέροχο;» είπε εκείνος.
«Το φρικασέ. Τα κατάφερες και μ’ αυτό», του είπε.
«Σ’ ευχαριστώ.»
«Τίποτε.»

Höga berg, djupa dalar, 2015. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.