Το χέρι της ωμότητας – The hand of cruelty: a short play

The play Το χέρι της ωμότητας (The hand of cruelty) was written in Swedish in 1999. Its swedish title is Grymhetens hand. It was produced by the International Theatre Group Kalejdoskop together with Samuel Beckett’s A Piece of Monologue and What Where, and Harold Pinter’s One for the Road and Mountain Language. The production, under the title Avtryck av människa (Human impressions), had its opening night on the 24th of March 2000 at Malmö Konsthall (Art Gallery). Grymhetens hand was published in Pequod 29, 2001. The greek and english versions are published here for the first time.

Βασίλης Παπαγεωργίου

Το χέρι της ωμότητας

© Vasilis Papageorgiou

Δυο γυναίκες γύρω στα τριάντα. Ένας άντρας γύρω στα εικοσιπέντε. Δυο σκηνές. Η πρώτη σε μέρος ορεινό πάνω από τη θάλασσα, η δεύτερη σε κεντρικό δρόμο πόλης.

Πρώτη σκηνή.
Κάθονται όλοι στον κήπο, κάτω από ψηλά δέντρα.

ΑΝΤΡΑΣ
Όλη αυτή η ανεξάντλητη δύναμη.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Δεν πρέπει να λες ότι αγαπάς κάποιον χωρίς να το εννοείς.

ΑΝΤΡΑΣ
Δεν βλέπω καθόλου αίμα πια, καθόλου φωτιά, καθόλου σαπίλα.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Είναι χειρότερο από το να λες ότι μισείς κάποιον δίχως να το εννοείς.

ΑΝΤΡΑΣ
Βλέπω μόνο τη θάλασσα. Όχι, βλέπω το κενό πάνω από τη θάλασσα.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Χρειάζεσαι περισσότερο χρόνο.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Μπορείς να φωνάξεις, αν θέλεις. Μόνο εμείς είμαστε εδώ. Εμείς και οι αρχαίοι θεοί. Τρελοί πια όλοι τους τώρα.

ΑΝΤΡΑΣ
Θέλω να δω αίμα. Θέλω να είμαι κοντά του. Κοντά στον θάνατο. Θέλω να μπορώ να τον βλέπω.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Το αίμα κυλά αργά σαν να στοχάζεται, λες και ο θάνατος συλλογίζεται την ίδια του τη θανατικότητα.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Όταν σε είδα για πρώτη φορά σκέφτηκα ότι ποτέ δεν είχα δει ένα τόσο συμπαγές πράγμα, τόσο αμετάκλητο.

ΑΝΤΡΑΣ
Η καλοσύνη με τρομάζει.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Δεν αγαπάς κανέναν;

ΑΝΤΡΑΣ
Ήταν λάθος μου να το πω.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Πες ολόκληρη τη φράση.

ΑΝΤΡΑΣ
Ήταν λάθος μου να πω ότι την αγαπώ.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Πές το στην ίδια.

ΑΝΤΡΑΣ
(Στην πρώτη γυναίκα.) Ήταν λάθος να πω ότι σ’ αγαπώ.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Χωρίς να το εννοείς.

ΑΝΤΡΑΣ
Θέλω να το εννοώ.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Όλα εδώ είναι δικά σου. Είσαι ελεύθερος. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Να πάρεις ό,τι θέλεις. Οτιδήποτε. Ακόμη και τα πουλιά και το χορτάρι.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Το χορτάρι πρέπει να το ποτίζουμε συχνά. Το καλοκαίρι πρέπει να το ποτίζουμε όλη την ώρα. Δεν έχει περισσότερο δροσιά εδώ επειδή είναι βουνό.

ΑΝΤΡΑΣ
Είναι αλήθεια ότι αρχαίοι Έλληνες κατασκέυαζαν τους ναούς τους και τα θέατρά τους εκεί που δεν πετούσαν πουλιά, ώστε να διατηρούνται καθαρά;

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Η κατασκευή θα πρέπει να ήταν για τους Έλληνες σημαντικότερη απ’ οτιδήποτε άλλο.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Ίσως είναι δύσκολο για σένα τώρα να καταλάβεις τι σημαίνει κατασκευάζω.

ΑΝΤΡΑΣ
Πώς βρέθηκα εδώ;

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Θα πρέπει να έχει κανείς καλή αίσθηση του χώρου και του χρόνου.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Και των ανθρώπων.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Του πώς γίνεται κάτι, πώς μεγαλώνει και ωριμάζει.

ΑΝΤΡΑΣ
Πώς έφτασα εδώ;

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Όλα είναι καθαρά αποτυπωμένα στα μάτια σου, ακόμη και όσα δεν βλέπεις. Διαπερνούν το σώμα σου χωρίς να το νιώθεις.

ΑΝΤΡΑΣ
Μπορούσα να δω τα πόδια μου. Μπορούσα να δω πόδια κάτω από τα μάτια μου, πόδια που με ακολουθούσαν παντού και που πάντα ήταν εκεί όταν κοίταζα προς τα κατω. Φορούσαν πάντα τα ίδια παπούτσια. Μερικές φορές έπλεαν στο αίμα, μερικές φορές ήταν πασαλειμμένα με μάτια, καθώς έστεκα ανάμεσα σε διαρρυγμένα κεφάλια. Θυμάμαι τις κινήσεις των δικών μου των ματιών. Ανάμεσα στα μάτια μου και στα πόδια μου δεν θυμάμαι τίποτε. Ούτε και πάνω από τα μάτια μου.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Ο θάνατος που σε αγκαλιάζει από τη μέση, που κάνει ένα βήμα πίσω και πίνει το νερό σου.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Ν’ αφήνεις τον ιδρώτα σου ν’ ανακατώνεται με τον ιδρώτα του θανάτου. Ν’ αφήνεις το δέρμα του θανάτου να κάνει το δικό σου απαλότερο, να καθαρίζει τους πόρους σου.

ΑΝΤΡΑΣ
Γιατί βρίσκομαι εδώ;

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Σε φέραμε εμείς.

ΑΝΤΡΑΣ
Είμαι ο κηπουρός σας; Αυτός που θα ποτίζει το χορτάρι;

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Δεν μας πειράζει καθόλου αν το χορτάρι δεν επιζήσει. Αφήνουμε τα καλοκαίρια να κάνουν ό,τι θέλουν.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Θέλουμε να κάνεις και συ ό,τι θέλεις. Οτιδήποτε. Δεν θέλουμε να κάνεις τίποτε για μας. Δεν θέλουμε να λες ότι αγαπάς κάποιον που δεν αγαπάς, ούτε να νιάζεσαι για το χορτάρι.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Κάνε ό,τι θέλεις. Όλα εδώ είναι δικά σου. Μπορείς να ποτίζεις το χορτάρι, αν θέλεις. Μου αρέσει το χορτάρι. Μερικές φορές τρελαίνομαι να το πατώ υγρό και μερικές φορές τρελαίνομαι να το βλέπω να το καίει ο ήλιος, καθώς ψήνει το δέρμα μου και το κάνει μετάξι.

ΑΝΤΡΑΣ
Θα πρέπει να είναι χιλιάδες τα λιόδεντρα κάτω στην πεδιάδα.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Αρχίζεις ν’ αναγνωρίζεις μερικά πράγματα. Ξέρεις τι πρέπει να κάνουμε με το χορτάρι και ότι πρέπει κανείς ν΄αγαπά πριν το πει.

ΑΝΤΡΑΣ
Τα θυμάμαι όλα. Υπάρχει μόνο μεγάλη απόσταση ανάμεσά μας. Βρίσκονται στην άλλη μεριά του ορίζοντα. Όταν τρέχω προς τα κει απομακρύνονται ακόμη περισσότερο. Αν κοιτάξω για ώρα τον ελαιώνα θα εξαφανιστεί.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Το ξέρεις ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Μπορείς να πάρεις το αυτοκίνητο και να πας ώς εκεί, να κάνεις βόλτα ανάμεσα στα δέντρα ή να κατεβείς ώς τη θάλασσα.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Θα επιστρέψεις σύντομα στο σώμα σου. Και κάτω και πάνω απ’ τα μάτια σου.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Δεν έχουμε σώμα πιο κάτω από τα πόδια μας. Προς το παρόν. Στο σώμα που έχουμε όμως αρέσει να ιδρώνει στη ζέστη.

ΑΝΤΡΑΣ
Βρέθηκα πολύ κοντά στο σώμα σου. Ήσουν ξαπλωμένη κάτω από το πεύκο και κοιμόσουν. Έδιωχνα τις μύγες από το πρόσωπό σου. Δεν μύριζες τίποτε, δεν ένιωθα να βγαίνει ζέστη από το σώμα σου. Ανάπνεα γρήγορα και ήθελα να σε πλησιάσω περισσότερο. Ήθελα να πάρω κάτι από σένα. Κοίταξα βαθιά στην πυκνή ζέστη, στο πυκνό βουιτό των τζιτζικιών. Ξαφνικά σταμάτησαν. Ανησύχησα. Ήθελα να μπορώ να θέλω.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Και το δικό σου σώμα ιδρώνει. Το ένιωσα στον ύπνο μου. Μου έδωσε χαρά να έχω τη θέλησή σου τόσο κοντά μου. Όταν τα τζιτζίκια άρχισαν να τραγουδούν και πάλι η μυρωδιά σου ανακατώθηκε με τη μυρωδιά των πεύκων.

ΑΝΤΡΑΣ
Έκανα ένα βήμα προς τα πίσω.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Είσαι συμπαγής. Η παρουσία σου είναι συμπαγής. Αρχίζει να σε τρομάζει αυτό.

ΑΝΤΡΑΣ
Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό. Θέλω όμως να ξέρω πώς βρέθηκα εδώ. Θέλω το υπόλοιπο σώμα μου πίσω.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Έχω δει πώς περπατάς με τα μάτια κλειστά, πώς αποφεύγεις να διαλέξεις κατεύθυνση όταν τριγυρνάς ανάμεσα στα δέντρα, πώς παραμένεις ακίνητος όταν κάθεσαι στη βεράντα. Αλλά και ήσυχος δεν μπορείς να καθήσεις, δεν θέλεις να εξαφανιστείς.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Είσαι συμπαγής. Είσαι παρών, όπως η θάλασσα εκεί κάτω και τα βουνά εδώ πάνω.

ΑΝΤΡΑΣ
Πού είναι το σώμα μου; Η καρδιά μου; Έχω σταθεί ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν χέρια και μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν. Ήμουν σε μια μεγάλη πόλη κάποτε, με μεγάλους δρόμους και κτίρια και πολλά αυτοκίνητα, και σκεφτόμουν ότι αν έκλεινα τα μάτια μου θα έπαυα να υπάρχω. Δεν είχα σώμα. Τα πόδια μου ήταν πολύ μακριά από τα μάτια μου. Μπορούσα όμως να βλέπω. Όχι μόνο το αίμα, όχι μόνο σαπισμένα σώματα, αλλά και τη μαύρη πηγή που ξερνούσε το τίποτε. Μπορούσα να βλέπω τη βία να απολαμβάνει την εμφάνισή της. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε. Ήμουν ασήμαντος. Δεν μπορούσα να σκεφτώ. Μπορούσα μόνο να βλέπω. Πίστευα ότι το ίδιο συνέβαινε με όλους, ότι επρόκειτο μόνο για μάτια, ότι όλοι μπορούσαν μόνο να βλέπουν, ότι το αίμα δεν είχε σημασία, ότι η βία ήταν μόνο μια ματιά. Τα τζιτζίκια βγάζουν μόνον έναν ήχο. Κάνει όλο και περισσότερη ζέστη. Είμαι συμπαγής, όπως λέτε. Ένα πυκνό, τυφλό βλέμμα. Δεν υπήρχαν εχθροί, καμιά αντίσταση πουθενά. Κανένας φόβος. Μόνο ό,τι ενοχλούσε τα μάτια, το οποίο το έδιωχνα μ’ ένα βλεφάρισμα. Πήγαινα με το ποδήλατο σ’ ένα δρόμο και σταμάτησα μπροστά σ’ ένα μεγάλο μαγαζί. Ήθελα να γεμίσω τον χώρο ανάμεσα στα μάτια μου και τα πόδια μου. Ήθελα να έχω θέληση. Κοίταξα στη βιτρίνα. Μια θέληση μ’ έψαχνε. Στο μαγαζί πουλούσαν αποξηραμένα λουλούδια και βιβλία. Έχασε η ωμότητα την αίσθηση του εαυτού της ή μόλις τη βρήκε; Ήθελα μόνον εγώ να εκραγώ; Ήμουν μόνο εγώ που ήθελα κάτι; Μπήκα στο μαγαζί. Αγόρασα ένα γαλλικό λεξικό και το έβαλα σε μια πλαστική σακούλα. Στον δρόμο για το σπίτι οδηγούσα από τη μεριά του πάρκου. Η σακούλα κρεμόταν στο τιμόνι. Ξαφνικά την έπιασε η μπροστινή ρόδα και βρέθηκε ανάμεσα στις ακτίνες. Το ποδήλατο σταμάτησε απότομα. Η σακούλα καταστράφηκε και το λεξικό έπαθε μεγάλη ζημιά. Στάθηκα εκεί για λίγο και κοίταξα το χορτάρι. Και ξαφνικά αισθάνθηκα ένα χέρι να βγαίνει από το ανύπαρκτο σώμα μου. Άφησα το ποδήλατο εκεί και συνέχισα με τα πόδια.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Σε βρήκαμε κάτω στο χωριό. Ήθελες ν’ αγοράσεις κάρτες και γραμματόσημα, αλλά δεν είχες καθόλου χρήματα. Θέλαμε να σ’ έχουμε εδώ. Είναι το θερινό μας σπίτι. Μπορείς να μείνεις όσο θέλεις. Το σπίτι είναι δικό σου. Τα δέντρα είναι δικά σου. Σύντομα θα έχεις και πάλι το σώμα σου.

Δεύτερη σκηνή.
Μεγάλος δρόμος με πολλή κίνηση ανθρώπων και αυτοκινήτων. Η πρώτη γυναίκα και ο άντρας στέκονται μπροστά σε μια βιτρίνα.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι.

ΑΝΤΡΑΣ
Όλα αυτά τα χέρια.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Βλέπω τα δικά σου στον καθρέφτη. Κρέμονται ωραία στους γοφούς σου. Ξέρουν ότι ανήκουν σε σένα.

ΑΝΤΡΑΣ
Δεν ανήκουν καθόλου σε μένα.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Ήθελες πολύ ένα σώμα.

ΑΝΤΡΑΣ
Ήθελα ένα σώμα, αλλά δεν ήθελα να είναι δικό μου. Όποτε μπορούσα να δω την ωμότητα κατάματα και να την κάνω να κατεβάσει το βλέμμα πρώτη, καταλάβαινα ότι θα εξαφανιζόταν τη στιγμή που θα είχε κουραστεί με τον εαυτό της, τη στιγμή που θα είχε εξαντλήσει όλη τη δύναμη της ή θα είχε εξολοθρεύσει όλα τα θύματά της. Μπορούσα να τη βλέπω να στρέφεται κατά του εαυτού της, αφοσιωμένη στην ίδια της την τελειότητα.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Τα μάτια της ωμότητας δεν κοίταξαν ποτέ σε βιτρίνα.

Χτυπά το κινητό της. Κάνει μερικά βήματα παραπέρα και απαντά με γυρισμένη την πλάτη.

ΑΝΤΡΑΣ
Μπαίνω μέσα.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Περίμενέ με.

ΑΝΤΡΑΣ
Μπαίνω στο δέρμα και παραμένω μέσα στο σώμα. Μου προσφέρουν κάτι και λέω ναι. Ανοίγω το δέρμα μου κι αφήνω σ’ όλους να μπούν μέσα. Τώρα θέλω να σταθώ ακόμη λίγο εδώ στο πεζοδρόμιο, να χαζέψω τη βιτρίνα και να προσκαλέσω όλους να μπουν στο σώμα μου. Με τα ρούχα τους, τις τσάντες τους και τ’ αυτοκίνητά τους. Μπαίνω μέσα και παραμένω εκεί, αλλά μόνο για μια στιγμή. Για μια αιώνια στιγμή. Όμως ποτέ δεν βρέθηκα εκεί, μέσα σε κάποιον, ποτέ, απ’ ό,τι θυμάμαι. Ούτε και θυμάμαι κάποιον μέσα μου.

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
(Χωρίς να γυρίσει.) Είμαστε ελεύθεροι το βράδυ;

ΑΝΤΡΑΣ
Θυμάμαι την ωμότητα όποτε έχω τα χέρια μου στην πλάτη και σκύβω και βλέπω τα πόδια μου. Το κάνω μερικές φορές. Βλέπω και άλλους να κάνουν το ίδιο. Είμαστε ελεύθεροι το βράδυ. Ναι, το βράδυ. Τώρα όμως είμαστε εδώ, στη μέση της πόλης, όπου βαδίζουν άνθρωποι με σώμα και χέρια. Άνθρωποι που μερικές φορές σκύβουν, μερικές φορές μας κοιτούν, μερικές φορές σταματούν δίπλα μας πριν περάσουν τον δρόμο. Και μερικές φορές βλέπω την ωμότητα να αιωρείται μπροστά από ένα σπίτι ή κάτω από ένα χαμηλό δέντρο. Τη βλέπω και τώρα, εκεί στην άλλη μεριά του δρόμου, μπροστά στην πράσινη είσοδο της πολυκατοικίας. Κάποιος βγαίνει και με χαιρετά, έχει ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη του. Και γω τι κάνω; Τον κοιτώ ενοχλημένος. Γιατί είμαι ενοχλημένος; Γιατί δεν αντιχαιρετώ; Ω, τι είδους άνθρωπος είμαι! Βλέπει τώρα το σύννεφο πάνω από τα μάτια μου, βλέπει την απροθυμία μου να τον συναντήσω. Συγγνώμη! Σου ζητώ συγγνώμη!

ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
(Πηγαίνει προς το μέρος του.) Γιατί χαμογελάς; Γιατί είσαι τόσο χαρούμενος ξαφνικά; Πες μου.

Τέλος.

Here follows a provisory translation into English.

Vasilis Papageorgiou

The hand of cruelty

© Vasilis Papageorgiou

Two women in their thirties. A man around twenty five.
Two scenes: the first high up in the mountains, the second on a street in the city.

First scene.
They are sitting in the garden, under high trees.

MAN
All this inexhaustible power.

FIRST WOMAN
You mustn’t say that you love somebody without meaning it.

MAN
I don’t see blood any more. No fire, no putrefaction.

FIRST WOMAN
It is worse than saying that you hate somebody without meaning it.

MAN
I see only the sea. No, I see the emptiness above of the sea.

FIRST WOMAN
You need more time.

SECOND WOMAN
You can scream, if you like. We are the only ones here. We and the old gods, mad all of them by now.

MAN
I want to see blood. I want to be near it. Near to death. I want to be able to see it.

SECOND WOMAN
Blood runs slowly as if it meditates, as if death ponders over mortality.

FIRST WOMAN
When I saw you the first time I thought I had never before seen something as massive as you, as irrevocable.

MAN
Your kindness is frightening.

SECOND WOMAN
You love somebody?

MAN
It was a mistake to say it.

SECOND WOMAN
Say the whole the sentence.

MAN
It was a mistake to say that I love her.

SECOND WOMAN
Say it to her.

MAN
(To the first woman.) It was a mistake to say I love you.

FIRST WOMAN
Without meaning it.

MAN
I want to mean it.

FIRST WOMAN
Everything here is yours. You are free to do whatever you like. Take whatever you like. Everything. Even the birds and the grass.

SECOND WOMAN
We have to water the grass often. In the summer we have to water it all the time .It´s not cooler here because we are high up in the mountains.

MAN
Is it true that the Greeks in antiquity built their temples and theatres in places where no birds were flying, so that their marbles would always remain clean?

SECOND WOMAN
To be able to build must have been more important than anything else for the Greeks.

FIRST WOMAN
It is probably difficult for you now to understand what to build means.

MAN
How did I come here?

SECOND WOMAN
One has to have a good perception of space and time.

FIRST WOMAN
Of the human.

SECOND WOMAN
Of how things come about, how they grow and mature.

MAN
How did I come here?

FIRST WOMAN
Everything is clearly engraved in your eyes, even what you don’t see it. Your body is permeated by it without you feeling it.

MAN
I could see my feet. I could see feet below my eyes, feet that followed me everywhere and always were there when I looked down. They had always the same shoes on. Sometimes they were bathing in blood, sometimes eyes were stuck on them, as I stood amid blown up heads. I remember how my eyes moved. Between my eyes and my feet I don’t remember anything. Neither do I remember anything above my eyes.

SECOND WOMAN
Death that holds you by the waist, that takes a step away from you and drinks your water.

FIRST WOMAN
To allow your sweat mix with that of death. To allow death’s skin make your own smoother, make your pores cleaner.

MAN
Why am I here?

FIRST WOMAN
We brought you here.

MAN
Am I your gardener? The one who is supposed to water the grass?

FIRST WOMAN
It doesn’t matter if the grass doesn’t survive. We let summer have its course.

SECOND WOMAN
We want you to have your own course too. We don’t want you to do anything for us. I like the grass myself. Sometimes I am so glad when it is wet and I walk on it. Sometimes I am so glad to see how the sun burns it, as it burns my skin and makes it silky.

MAN
There must be thousands of olive trees down in the valley.

SECOND WOMAN
You begin to recognise things again. You know how one must treat the grass and that one must love before saying so.

MAN
I haven’t forgotten anything. There is only a distance around me. All has disappeared behind the horizon. When I run towards it, it goes further away from me. If I look at the olive trees for a long time they will disappear.

SECOND WOMAN
You know that they will not.

FIRST WOMAN
You can take the car and drive there, drive among them. You can drive right down to the seafront.

SECOND WOMAN
You will get your body back, both below and above your eyes.

FIRST WOMAN
We have no body below the feet. Thus far. But the body we have likes to sweat in the heat.

MAN
I have been close to your body. You were lying asleep under the pine tree. I chased the flies from your face. You smelled nothing. I did not felt any heat coming from your body. I breathed fast and wanted to come closer to you. I wanted to have something from you. I looked right into the compact heat, into the compact buzzing from the cicadas. Suddenly it was quiet. I felt uneasy. I wanted to be able to will.

FIRST WOMAN
Your body sweats as well. I felt it through my sleep. I was happy to have your will close to me. When the cicadas started to sing again your smell mixed with that from the pines.

MAN
I took a step backwards.

FIRST WOMAN
You are massive. Your presence is massive. It starts to frighten you.

MAN
I don’t know what that means. But I would like to know how I came here. And I want to have the rest of my body.

SECOND WOMAN
I have seen how you walk around with your eyes shut, how you avoid to choose direction when you go among the trees, how you remain motionless when you sit on the veranda. But you cannot tolerate to be quiet either, you don’t want to vanish.

FIRST WOMAN
You are massive. You are as present as the sea down there and the mountains up here.

MAN
Where is my body? My heart? I have stood among people who had hands, who could use them. I was in a big city once with big streets and big houses and many cars, and I thought that if I close my eyes I cease to exist. I had no body. My feet were far away from my eyes. But I could see. Not only blood, not only rotten bodies. I could even see the dark spring that spouted the violent emptiness. I could see how violence enjoyed showing itself. I couldn’t do anything. I wasn’t supposed to. I couldn’t think. I could only see. I thought it was so for everybody, that it was only a matter of eyes. That everyone could only see, that blood was of no importance, that violence was only a glance. The cicadas make only one sound. It gets more and more warm. I am massive, as you say. A compact, blind glance. There were no enemies, no resistance anywhere. No fear. Only what annoyed the eyes and which could be remove by blinking. I was biking on a street and stopped in front of a big store. I wanted to fill the gap between my eyes and my feet. I wanted to have a will. I looked at the shop-window. A will was looking for me. In the shop they were selling dried flowers and books. Has cruelty lost its self-awareness or just found it? Was it only me that wanted to explode? That wanted something? I went into the shop. I bought a big French dictionary and put it in a plastic bag. I was biking along the park on the way home. The bag was hanging by the handlebars. Suddenly it got caught in the front wheel and ended up among the spokes. The bike came to a dead stop, the bag got torn to rags and the dictionary was badly damaged. I stood there for some time and stared in the grass. And all of a sudden I felt how a hand started to grow out of my non-existent body. I left the bike and started to walk.

FIRST WOMAN
We found you down in the village. You wanted to buy a card and stamps but you had no money to pay with. We wanted to have you here. It is our summer residence. You can stay for as long as you like. The house is yours. The trees are yours. Soon you will have your body back.

Second scene.
The first woman and the man are standing in front of a shop-window on a street in the city while people and cars pass by.

FIRST WOMAN
All these people.

MAN
All these hands.

FIRST WOMAN
I see yours in the mirror. They hang beautifully on your thighs. They know they belong to you.

MAN
No, they don’t. They don’t belong to me.

FIRST WOMAN
You wanted so much to have a body.

MAN
I wanted to have a body, but not that it would be mine. When I could see the cruelty right in the eyes and stare it down, I could understand that it would stop when it got tired of itself, when it had used up all its power or extinguished all its offers. I could see it turning against itself, dedicated to its own perfection.

FIRST WOMAN
The eyes of cruelty had never looked in a shop-window.

Her mobile phone rings. She takes a few steps away, turns her back and answers.

MAN
I am going inside.

FIRST WOMAN
Wait for me.

MAN
I go in through the skin and stay in the body. I am given something and I take it. I open my skin and let everybody in. Now I want to stand here for a while, on the sidewalk, and look at the shop-windows and invite everybody into my body. With their clothes, their bags and their cars. I go inside and stay there, for a moment. An eternal moment. And yet, I have never been there, inside someone, never, as far as I remember. Neither do I remember anyone inside me.

FIRST WOMAN
(Without turning.) Are we free tonight?

MAN
I remember the cruelty when I have my hands behind my back and I bend my head to look down at my feet. I do so sometimes. I see others doing the same. We are free tonight. Yes, tonight, but now we are here in the middle of the city, on a street where people with a body and two hands walk. People that sometimes look down, sometimes look at us, sometimes stop next to us before they cross the street. And sometimes I see how the cruelty hovers in front of a house or under a little tree. I see it now, there on the other side of the street, in front of a green door. Somebody is coming out and greets me. He is wearing a large smile on his lips. And what am I doing? I am looking at him troubled. Why am I troubled? Why don’t I greet him back? Why don’t I allow my face to show gladness? He is still smiling. He is coming towards me and is smiling. Oh, what kind of a person am I? He sees now the cloud over my eyes, my discomfort at meeting him. I am sorry! I am so sorry!

FIRST WOMAN
(Goes towards him.) Why are you smiling? Why are you so glad suddenly? Tell me.

End of play.

Leave a comment