Swedish-Greek Poetry Meeting

The meeting would have taken place the 15 of December 2009 at the Acropolis Museum in Athens. The event was inexplicably and authoritatively cancelled by the Greek Ministry of Culture and Tourism, despite the fact that everything was organized in time by the Swedish-Greek Cultural Committee and preparations were in the final stage.

Swedish Poets

Eva Ström
Jenny Tunedal
Magnus William-Olsson

and Peter Curman

Greek Poets

Pavlina Pampoudi
Titos Patrikios

Translation into Greek by Vasilis Papageorgiou
Translation into Swedish by Vasilis Papageorgiou and Lo Snöfall
Photographs by Lo Snöfall

Eva Ström / Εύα Στρεμ

Τ ο  σ κ ο τ ε ι ν ό  α λ φ ά β η τ ο

Ω, διάβασέ το, διάβασέ το
το σκοτεινό μου αλφάβητο
πριν εξαφανιστεί
είμαι γραφή που χάνεται

διάβασέ με όσο ακόμη είμαι λέξεις
διάβασέ με όσο ακόμη είμαι κώδικας

Οι λοβοί μου δημιουργήθηκαν κάποτε
για κεραυνοβόλο ακαριαίο έρωτα
Εμπρός, αγάπησέ με
νουκλεοτίδιο προς νουκλεοτίδιο

Έτσι με διαβάζει ο θάνατος
έτσι με διαβάζει ο έρωτας
νουκλεoτίδιο προς νουκλεοτίδιο

Πίστεψέ με μπορώ να το κάνω
Μπορώ να πλάσω τον κόσμο
Μπορώ ν’ αναστηθώ από τη λάσπη
διαβασμένη μέχρι διάλυσης,
διαμελισμένη,
νεκρή
μπορώ να ζήσω έτσι.

*

Η  γ λ ώ σ σ α

Υπήρχα ήδη όταν γεννήθηκες, και ήμουν πιο μεγάλη από εσένα
μπορούσες να με πλησιάσεις βαθμηδόν μόνο
μπορούσα να σ’ εγκαταλείψω ακριβώς τότε που με χρειαζόσουν
πράγμα που σ’ έκανε έξαλλο και ανελέητο
πάντα όμως επέστρεφα, απρόσμενη,
δεν με έλεγχες

Κι ωστόσο υπήρχα μέσα σου εξαρχής
σαν δυνατότητα σαν λειτουργία
ήσουν πάντα αναγκασμένος να με εφευρίσκεις
όποτε δεν πίστευες στις αισθήσεις σου
και πάντα ήθελες να μ’ έχεις μαζί σου σε όλες σου τις εμπειρίες
λες και ποτέ δεν τολμάς να πας κάπου μόνος
λες και δεν πιστεύεις τίποτε και κανέναν
αν δεν είμαι μαζί σου

Προσπαθώ να είμαι υπομονετική, φεύγω στις πιο
άθλιες αποστολές
υπομένω κακουχίες, πενιχρή τροφή
μερικές φορές με κλειδώνουν σε απόλυτο σκοτάδι
κι ωστόσο όλοι περιμένουν νέα μου.

Κι εγώ επίσης δεν αντέχω την κακοποίηση, ακόμη κι εγώ χρειάζομαι έρωτα.
Όταν μ’ εγκαταλείπουν εγώ δεν πάω ποτέ πουθενά.
Ίσως δεν είμαι εκεί που με άφησαν την τελευταία φορά
ακόμη κι εγώ μπορώ να μεγαλώσω μέσα σ’ ένα καλοκαίρι, σ’ έναν χρόνο.

*

Ή θ ε λ α  μ ό ν ο  ν α  β ρ ί σ κ ο μ α ι  μ έ σ α  σ τ ο  κ ό κ κ ι ν ο

Ήθελα μόνο να είμαι μέσα στο κόκκινο
Ήθελα να κολυμπώ – να είμαι μέσα στο κόκκινο
Ήθελα να ονειρεύομαι – να κολυμπώ μέσα στο κόκκινο
Ήθελα να είμαι μέσα σε κόκκινα όνειρα

Ήθελα μόνο να εκδιώξω το κόκκινο
Ήθελα μόνο να αποβάλω σαν αίμα το κόκκινο
Ήθελα μόνο να συγκεντρώσω το κόκκινο
Ήθελα μόνο να αιμοσφαιρίσω στο κόκκινο

Ήθελα μόνο να συγκεντρώσω το κόκκινο
Ήθελα μόνο να επιλέξω το κόκκινο
Ήθελα μόνο να ξεπλυθώ από το κόκκινο
Ήθελα μόνο να μοιράσω το κόκκινο.

Jenny Tunedal / Γέννυ Τούνενταλ

Η  σ υ γ ν ώ μ η  δ ε ν  ε ί ν α ι  τ ο  τ έ λ ο ς  τ η ς  α μ ν η σ ί α ς

Τα λόγια της δηλώνουν την ιδιαίτερη απόσταση μεταξύ τους.
Κατόπιν μπορεί κανείς να προσανατολιστεί στον χώρο.
Δεν υπάρχει καμιά κοινή νύχτα.
Αυτό που ρέει είναι το νερό και το φως (από άστρα).
Το δωμάτιο συνεχίζει να βυθίζεται στο σκοτάδι και να διαλύεται ασαφώς.
Ο ήλιος συνεχίζει ν’ ανοίγει χώρους ανάμεσα στα σπίτια των άλλων.
Μοιάζεις ανίσχυρο νερό με τον ουρανό να πιέζει την επιφάνειά του.
Μόνο μια λάμπα μπορεί να είναι τόσο ήρεμη και κιτρινωπή.
Και η σκιά είναι φως δίχως προθέσεις, χαμογελώντας, απεγνωσμένα.
Δες αν υπάρχουν πια ορίζοντες και πιο μαύρα πουλιά, που τους διασχίζουν.
Το πρόσωπό σου, όχι όμως το σώμα, επέστρεψε στ’ αδέλφια μου και στις χειρονομίες.

*

Έ ν α  ά λ λ ο  σ ύ ν ν ε φ ο.

Έ ν α  ά λ λ ο  σ ύ ν ν ε φ ο,  π α ν ό μ ο ι ο

Σαν επανάληψη.
Σαν κάτι ξένο και σαν διαφορά.
Μια νέα κόμμωση, αλλά χωρίς πόνο.
Το μαύρο στα μάτια, μαύρο από μολύβι, παλιά σημάδια, μαρκαδόροι.
Μόνο κατά τη χρήση του χαλαρώνει κάτι πραγματικά.
Δεν συζητάμε κάποιες αποφάσεις, δεν επικρίνω τον ύπνο σου.
Επιφέρει αδυναμία η αστραφτερή άμμος.
Δεν υπάρχει άμμος στον ύπνο, τα ίχνη πάνω στα άσπρα ίχνη χαράζουν χάρτες σε ερήμους.
Ένας διαρκής αμετακίνητος στρατός και η γης αποκαλείται εδάφη.
Θυμάμαι όλα όσα δεν είπες.
Μου το λες για να με παρηγορήσεις.

*

Ε π ε ι δ ή  η  θ λ ί ψ η  δ ε ν  ε ί ν α ι  α ν η σ υ χ ί α

Ποια ακριβώς ρούχα κάνουν τα χέρια της πιο όμορφα.
Δεν μπορώ ν’ απαντήσω στην ερώτηση τι απομένει.
Δάκρυα, είπε η χαρούμενη φωνή στον δρόμο.
Εκείνη τότε έγειρε προς τα εμπρός και τον φίλησε.
Ήταν όλα ροζ και πολύ κοντά.
Μεταξωτό ύφασμα αρπαγμένο απ’ τα χέρια κάποιου, τόσο άσπρα γύρω από σφιχτά μπράτσα, δίχως αγκαλιές, ριχτό, διαπεραστικό άσπρο, διαπεραστικά χέρια ανοιχτά, τα χέρια αποδίδουν το κεφάλι, ένα σύννεφο που τρώει ένα άλλο σύννεφο, αδελφικά.
Ένα ύφασμα που μοιάζει τους όρους της.
Πτυχές που αποδίδουν τη θέση του κεφαλιού.
Το φως πέφτει και κομματιάζεται σχεδόν δίχως βάρος.
Δεν έχει σημασία πως πέφτει το φως.
Το φως πέφτει πάνω στο αδύναμο στόμα της και τ’ απλωμένα χέρια του, στο μέρος αυτό και σε άλλα, στα κρύα φωτεινά πρόσωπά μας, που μοιάζουν το ένα το άλλο όπως κάθε πόλεμος μοιάζει με πόλεμο.

Magnus William-Olsson / Μάγκνους Βίλλιαμ-Ούλσσον

Ε γ ώ  ο  ί δ ι ο ς

06 11 60

Γεννήθηκα
γεννήθηκα στον αστερισμό του ορόσημου
Το σημείο της δημιουργίας μου
κλείνει συσπειρώνεται

Στο κέντρο του υπάρχει ένας καθρέφτης

Αναπαύομαι συμμετρικά ανάμεσα στα σημεία
Ισορροπώντας στο κενό
του ορόσημου·

άσπρο και ξε-
κάθαρο

σαν ομίχλη

*

( Μ ν η μ ο σ ύ ν η )

Η φροντίδα της επιδερμίδας, Μνημοσύνη
όταν ξεραίνεται στον ήλιο
Οι μικρές ρωγμές γύρω από τον πρωκτό – με λάδι
Βλέφαρα και βουβώνας, όλα φιλημένα σκασμένα πριν από λίγο

Η φροντίδα της επιδερμίδας και η προστασία της από τις πληγές
Επουλωμένα με λάδι, με αλοιφή και αμυγδαλέλαιο τα εξανθήματα και οι ρωγμές και οι πληγές που ανοίγουν στο δέρμα σαν νερομάνες, άστρα, έντομα

Ήρθαν για να πιουν, και τώρα κρέμονται σαν τσαμπιά γύρω από τις άκρες των ματιών. Πηγές υγρών στη μύτη και στις άκρες του στόματος. Ακόμη και οι πιο μικροί μπορούν να ξεδιψάσουν

Το παιχνίδι του βλεννογόνου υμένα. Μικρά αιχμηρά πόδια του κερατοειδή χιτώνα

Το σεληνιακό σου δέρμα, Μνημοσύνη
η πληγωμένη επιθυμία σου

*

( Κ α λ λ ί μ α χ ο ς )

Με φαντάζομαι να χαϊδεύω με τρία δάχτυλα, μετά να πιάνω τα μαλακά, συνεσταλμένα αρχίδια του και να τον φιλώ από τέτοια αδιάντροπα πλεονεκτική θέση. Η άκρη της γλώσσας πάνω στα χείλια
και μετά αφήνω την άκαμπτη γλώσσα να διαπεράσει τη στοματική κοιλότητα, να εισχωρήσει βαθιά στο λαρύγγι

Αν όμως αυτός είμαι εγώ κι εγώ είμαι εσύ;
Αν αυτός είναι κύριος κι εγώ δούλος του;
Αν εγώ είμαι η σκιά του, το όνειρό σου ή η δική μου αχαλίνωτη επιθυμία μπροστά στον καθρέφτη;

Ω, ερωτική έκσταση!
ουκέτι μακρά λέγω

Peter Curman / Πέτερ Κούρμαν

T i m e o u t

Όταν η ζωή αρχίζει να παραλύει απ’ τη ρουτίνα
είναι καιρός για ένα timeout –
καιρός να γίνει κανείς απρόσιτος σε τηλέφωνα και φαξ,
να κλείσει το ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο.
Ή να πει ό,τι και ο Γκούνναρ Έκελεβ: ”Non serviam”,
δεν σε υπηρετώ!
Βρες μου ένα καλύτερο μέρος για timeout
από το σπίτι της Αριάνε Βάλγκρεν στην πλαγιά της Ακρόπολης, στην Αθήνα
δυο βήματα από τον ίδιο τον Παρθενώνα!
Εδώ περνώ τώρα τις μετρημένες μέρες μου.
Μη νομίζεις ότι είμαι εδώ για να γράψω λογοτεχνικά αριστουργήματα
– τέτοια όνειρα δεν συνάδουν με το timeout.
Πάνω στο γραφείο μου βρίσκονται σωροί με άγραφα ποιήματα.
Τα πονήματα δεν είναι παρά πόνοι για μένα.
Πρωινή ιεροτελεστία: να τρώω πρόγευμα στη βεράντα,
να ψήνω καφέ, να κόβω ψωμί, να βάζω στο τραπέζι φέτα και ντομάτες, ελιές.
Ν’ ακούω μετά τις πρωινές ειδήσεις που κρατούν καλά ως τις εννιά.
Κατόπιν κάποιο μουσείο ή βόλτα για ψώνια.
Σκάλες, πάνω, κάτω, και πάλι σκάλες:
Νιώθω την Αθήνα στα πόδια μου,
η Αθήνα με πονά στα γόνατά μου
κάθε της πέτρα στα κόκαλά μου.
Αγαπημένη, όμορφη, αυστηρή Αθήνα!
Διαβουλεύομαι έντονα με τον εαυτό μου για διάφορα πράγματα
και με τον τουριστικό οδηγό του Φρόμμερ στην τσέπη
περιφέρομαι στην Πλάκα και το Κολωνάκι
και βλέπω κάθε αξιοθέατο.
Μεγάλη η χαρά μου να περιπλανιέμαι στην πόλη αυτή!
Ή με τον υπόγειο να ταξιδεύω πίσω στην αρχαιότητα.
Ακόμη και κει κάτω στα βάθη σκέφτεται κανείς τον Παρθενώνα
που φωταγωγημένος φυλά την πόλη τη νύχτα.
Μεγάλη η αμερικανική ατίμωση στο WTC,
ένα τζάμπο τζετ όμως ίσια πάνω στον Παρθενώνα!
Θα ήταν σίγουρα καρδιακή προσβολή ιστορικών διαστάσεων!
Έτσι δεν είναι, μπιν Λάντεν;
Όμως οι ανθεκτικές Καρυάτιδες σέρνουν ακόμη πίσω τους τη συλλογική μας μνήμη
όπως σέρνω κι εγώ τη ζωή μου
σκοντάφτοντας εδώ και κει ανάμεσα στις κολώνες
και προσπαθώντας να θυμάμαι να μη ξεχάσω αυτά που βλέπω

Pavlina Pampoudi / Παυλίνα Παμπούδη

K o n s t h a n t v e r k a r e n

Konsthantverkaren, utvisad i den sandiga tiden mellan det förflutna och framtiden, plågas av sin dubbla natur. Han är en varelse med människans heder och Guds plikt. Med kulans begär och villebrådets minne. På en ängels gata och i en spindels bo. I klippans skuld och havets ånger.
För envåldshärskarens ära och maskens förmåner. För ett liv som vind och eldens död.

Konsthantverkaren avtjänar sitt liv. Inspärrad i det skälvande vita utanför spektrumet.
Främst väggar runtomkring. Mer än dubbla jämfört med dem som bestämmer platsen. Förutseende okända dimensioner.

En projektion färdas mycket fort på väggarna. Obegripliga bilder i oavbruten
succession. Otaliga händelser och variationer, universella och obetydliga.
Allt händer samtidigt, allt har innebörd, konvergerar.

På vänstra sidan ett bord. På bordet bördiga papper, i vilka det förflutnas idisslare
utan att ana någonting ingenting betar.
Under bordet ett annat spöke. Hunden som ingenting vaktar morrar mot aldrig.
Vaken observerar han med de dödas tusen ögon.

Där framme en trästol. Konsthantverkaren använder den som en extra lem att stödja sig
på. Medan hans medvetande i gudomliga virvlar, mil efter mil, orytmiskt korsar
den svindlande öknen av mänskligt damm.

På högra sidan en orörlig storm som förtätar tomrummet. Osynlig arbetar den tredje
ödesgudinnan. Än så länge är Verket synligt bara i skiljetecknen. Främst pauser och
mörker. Dess verkliga omfattning bortom detta liv.
Inom kort skall det skänkas till konsthantverkaren.

*

D i k t

Att fatta det ofattbara, förgäves

Det är vilt
Den andre jägarens rop inombords,
Lockbete, hunger, villebråd
Fälla, det är jag

Vad ser jag nu, vad tittade på mig,
Vad besitter mig, vad brottas jag med?

Att fatta det ofattbara, förgäves:
Dikt

*

D i k t e r

Fåglarnas sneda fotspår
Hieroglyfer
I sanden
Dikter

Upprepningstecken
Upprepningstecken
Upprepningstecken

Vind

Titos Patrikios / Τίτος Πατρίκιος

L a b y r i n t e n s  h i s t o r i a

Sedan Theseus dödade Minotauros
lämnades labyrinten åt sitt öde, vakterna avskedades
med tiden störtade taket ner
de fruktansvärda korridorerna uppdagades
salarna där tortyr och antropofagi ägde rum
valvgångarna med de dolda uppfinningarna
de nergrävda skatterna
väggarna rasade ner, det blev bara spår kvar
av invecklade mönster på marken.
Men man har aldrig slutat bygga liknande labyrinter,
mörka konstruktioner med nytt material
med nya monster, offer, hjältar, härskare,
överhuvudtaget skapar man labyrinter med ord
varje år går nya kullar in i dem
pojkar och flickor, både rädda och djärva
inför fällorna, falluckorna, blindgatorna
med ambitionen att återskapa och spela
det gamla dramat anpassat till nya situationer
genom att ge huvudrollerna samma namn
Minoas, Pasifae, Minotauros, Ariadne,
Daidalos, Ikaros, Theseus.

*

T å g a v g å n g a r

Å avgång
med det förborgade hoppet om en förlängning
med den uttryckta önskan att resa hem
med mycket bagage, att som ett tecken lämna kvar
en handväska, en säck, en resväska
på varje station man kommer fram till –
det blir lättare så att ta nästa tåg
lättare fortsätter man resan
men småningom upptäcker man
att ens spår blir alltmer svaga bakom en
att man kanske till slut inte kan hitta dem igen
så som man ibland inte kan hitta kvittot
från bagageinlämningen.

Å avgång
med tillönskningar och förhoppningar
trots de oförutsebara ändringarna
i tågtidtabellerna.

*

Å r e t r u n t b l o m m a n d e  r o s o r

Skönheten hos de kvinnor som har ändrat våra liv
djupare än hundra revolutioner
försvinner inte, vissnar inte med åren
hur mycket fysionomierna än slits
hur mycket kropparna än förfaller.
Den finns kvar i längtan som de en gång framkallade
i orden som kom fram om än sent
i utforskandet av köttet utan någon säkerhet
i dramerna som aldrig blev offentliga
i separationernas avspeglingar, i de fullständiga identifikationerna.
Skönheten hos de kvinnor som förändrar livet
finns kvar i dikterna som skrevs för dem
åretruntblommande rosor som avger sin egen doft
åretruntblommande rosor, precis som poeterna säger i evighet.