Το σπίτι του Σταγκνέλιους στο Κάλμαρ
Στη σήψη
Σήψη, σπεύσε, αγαπημένη μου νύφη,
να στρώσεις το μοναχικό μας κρεβάτι!
Απαρνημένος από τον κόσμο και τον Θεό
μόνο εσένα έχω ελπίδες να μου δίνει.
Γρήγορα, στόλισε το δωμάτιό μας – σε μαυροντυμένο
νεκροκρέβατο πάνω
αναστενάζοντας ο εραστής σου στην κατοικία σου θα φτάσει.
Γρήγορα, στρώσε το νυφικό μας κρεβάτι που η άνοιξη
με γαρίφαλα θα ράνει.
Τρυφερά το λάγνο μου σώμα στον κόρφο σου κλείσε
και τη θλίψη μου στην αγκαλιά σου πνίξε!
Τη σκέψη μου και τα αισθήματά μου
στα σκουλήκια μοίρασε
και τη φλεγόμενη καρδιά μου στάχτη κάνε.
Ω κόρη, πλούσια είσαι – για προίκα μου δίνεις
τη μεγάλη, την πράσινη γη.
βασανίζομαι εδώ πάνω, αλλά εκεί κάτω μαζί σου
ευτυχισμένος θα είμαι.
Στης ηδονής τη γλυκιά, μαγευτική πνιγηρότητα
ακολουθήστε μας μαυροφόροι παράνυμφοι.
Καμπάνες ηχούν και διαλαλούν τον υμέναιό μας,
και χλωρές κουρτίνες μας καλύπτουν.
Όταν οι θύελλες θα επικρατούν στους ωκεανούς,
όταν η φρίκη στη ματωμένη γη θα κατοικεί,
όταν θα μαίνονται οι έχθρες, εμείς οι δυο θα ληθαργούμε
σε γαλήνη χρυσή.
(Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.)