“Αλίκη! Γλυκιά μου! Καιρό είχα να σε δω! Ω , Βιολέτα μου! Πόσο μεγάλωσες!”
Μέσα στο σπίτι επικρατεί το ίδιο σκοτάδι με αυτό έξω. Τα μουντά χρώματα την βαραίνουν. Την κατατρώνε. Ήδη τώρα, ήδη πριν τη μέρα που κλείνει τα δώδεκα, γνωρίζει το σκοτάδι, και βέβαια το φως επίσης. Γνωρίζει τις αντιθέσεις, και δεν ξέρει τι να τις κάνει.
Η μητέρα της Ντιάνα έχει παλαβώσει. Ανεβοκατεβάζει τα χέρια της σαν πουλί. Τα μάτια της κοιτάζουν καρφωμένα. Η μαμά είναι πολύ διαφορετική. Ξέρει ότι έχει την άλλη γυναίκα στο χέρι και χαμογελά με τον συνηθισμένο της τρόπο. Η Βιολέτα υποκλίνεται συνεσταλμένα και η ειρωνική λάμψη στα μάτια της – τόσο απροσάρμοστη στο παιδικό πρόσωπο – κάνει την ώριμη γυναίκα να αισθάνεται άβολα.
“Χαμογέλα, Βιολέτα, χαμογέλα!” Ο ψίθυρος της μαμάς είναι ελάχιστα μόνο επιτιμητικός, στην πραγματικότητα της αρέσει η ανωτερότητα που δείχνει η κόρη της, η ίδια ήθελε πάντα να ήταν ένα έξυπνο παιδί.
Είναι πεπεισμένος ότι είναι τυφλή. Της είναι αδύνατον να δει τον δρόμο μπροστά της. Αν μπορούσε δεν θα οδηγούσε με τέτοια ταχύτητα. Αδύνατον. Τα χέρια του συσπώνται, τα δάχτυλά του ανοίγουν τρύπες στο δέρμα του καθίσματος. Προσπαθεί να εστιάσει την προσοχή του στην αίσθηση που του προκαλεί το δέρμα στις άκρες των δαχτύλων του. Έχει σκληρύνει λίγο, δεν είναι τόσο μαλακό όπως ίσως ήταν άλλοτε. Σε μερικά σημεία έχει σκάσει και θρυμματίζεται. Επικεντρώνεται σ’ αυτό. Αγγίζει τώρα μια ρωγμή που έχει περίπου το σχήμα αγριογούρουνου. Ναι πράγματι, πρόκειται όντως για αγριογούρουνο. Εξετάζει τις άκρες της ρωγμής με το νύχι του μεσαίου δαχτύλου, προσπαθεί να φανταστεί πώς φαίνεται. Εδώ είναι οι χαυλιόδοντες, εδώ η ράχη, τα πισινά πόδια, τα μπροστινά, το ρύγχος. Μετά σκύβει, ανοίγει τα μάτια του που ως τώρα τα είχε κλειστά και κοιτάζει τη ρωγμή στη μπροστινή άκρη του καθίσματος. Βλέπει το αγριογούρουνο που τώρα έχει μάλλον το σχήμα λιωμένου κεριού ή ενός σβόλου από ιστούς αράχνης, ανάποδα.
“Τι κάνεις;”
“Τίποτε. Μπορείς να τρέχεις λίγο πιο σιγά;”
“Σιγά τρέχω.”
Στο μετρό κάθονται δυο γυναίκες. Η μια είναι έγκυος, αν και δεν φαίνεται πολύ, μάλλον σαν εύθραυστη κούραση ή κάτι τέτοιο. Δεν ξέρει αν θέλει αγόρι ή κορίτσι. Υπάρχουν βέβαια πιο πολλά πράγματα για κορίτσι. Αλλά νομίζει ότι δεν είναι τόσο εύκολο με τα ροζ. Είναι πιο δύσκολο να βρει κανείς πράγματα για αγόρι. Υπάρχουν βέβαια τα γκριζορόζ, λέει η άλλη. Ναι, αλλά. Αν είναι αγόρι μπορεί να έχει το ίδιο τζιν πουκάμισο με τον μπαμπά του, υπάρχουν σε παιδικά νούμερα, όταν όμως έχουν μεγαλώσει λίγο, τεσσάρων μηνών περίπου, όχι με μιας δηλαδή, σκέφτεται όμως τα Χριστούγεννα, ίσως. Έχει επίσης παρακολουθήσει πώς αναπτύσσεται το παιδί βδομάδα με βδομάδα. Έχει ήδη μαλλιά, έχουν πια αρχίσει να βγαίνουν. Λέει: Μου είναι λίγο αηδιαστικό, σαν να έχω τα μαλλιά κάποιου άλλου μέσα στο σώμα μου.
Οι γάτες ξερνούν τριχόμπαλες σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Fragments from texts in progress, translated from Swedish by Vasilis Papageorgiou.
You must be logged in to post a comment.