Τζον Άσμπερι, Το σύστημα

Το δεύτερο από τα τρία πεζά ποιήματα στο βιβλίο του John Ashbery Three Poems (1970). Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ποιητική 32, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2023. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου (εδώ με ελάχιστες βελτιώσεις).

Το σύστημα 

Το σύστημα κατέρρεε. Αυτός που είχε περιπλανηθεί μονάχος αφήνοντας πίσω του τόσα περιστατικά και γεγονότα άρχισε να αισθάνεται, οπισθοδρομώντας κατά μήκος της αρχέγονης φλέβας που οδηγούσε στο κέντρο του, την αρχή ενός λόξιγκα που, αν του επιτρεπόταν να πυκνώσει, θα έσκαγε στέλνοντας το κέντρο στα άκρα της ζωής, τα προάστια που διασχίζει κανείς για να πάει εκεί που βρίσκεται η χώρα.

Αυτή τη στιγμή της ζωής οτιδήποτε υπάρχει αφουγκράζεται με προσοχή, σαν ν’ αφουγκράζεται την αίσθηση του αέρα πριν αρχίσει, και γλιστρά μέσα στην προσμονή του εαυτού του, ολοκληρωμένο ήδη, μια αστραπιαία ύπαρξη που έχει μπει στη δική μας. Τα δέντρα και οι δρόμοι είναι εκεί απλά για να το διαχωρίζουν, να το εμποδίζουν να κατακλύζει τον εαυτό του, να αποσύρεται στον εαυτό του, αντί ν’ ανασυγκροτείται με τρόπο λογικό και να γίνεται αυτό το πρωί που έπρεπε να είναι, της μέρας του πειρασμού. Είναι με κάποια φιλοπαιγμοσύνη αλήθεια που καθόμαστε και καταπιανόμαστε με τις πολλές παύσεις και τις απότομες, αιχμηρές προσφύσεις κανονικής ύπαρξης στην πηγμένη σφαίρα των σημερινών δραστηριοτήτων. Λες κι αυτή δεν ήταν παρά μια οποιαδήποτε παλιά μέρα. Δεν χρειάζεται να παρουσιάσουμε, να διαφημίσουμε τον προορισμό μας. Όλα τα δεδομένα είναι εδώ και μένει μόνο να τα χρησιμοποιήσουμε στους σωστούς συνδυασμούς, αλλά το οικοδόμημα αυτό θα έχει το μέγεθος του σήμερα, με δωμάτια κατοικήσιμα που θα οδηγούν το ένα στο άλλο σε μια σταθερή διαδοχή, αιώνια και με τη μεγαλύτερη εγκαιρότητα.

Είναι όλ’ αυτά. Αλλά υπήρχε χρόνος και για άλλα, που έπρεπε να έχουν πια ξεκινήσει, διαδοχές που τώρα μπορούν να υπάρχουν μόνο στη μνήμη, γιατί υπήρξαν άλλοι καιροί γι’ αυτές. Και υπήρξαν πράγματι. Για παράδειγμα ένα πριονωτό είδος διάθεσης που έρχεται στο τέλος της μέρας, μεταφέροντας τη ζωή στην αλήθεια του πραγματικού πόνου για λίγες στιγμές πριν υποχωρήσει με τον συνηθισμένο ακανόνιστο τρόπο, όπως κάνουν όλα τα πράγματα. Αυτά υπήρχαν εκεί όσο οτιδήποτε, πράγματα για να παιδευτούμε μαζί τους, να υποκλιθούμε μπροστά τους: τερετίσματα δίχως ηχόχρωμα, υστερικά στακάτο σημεία που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει ή να εγκαταλείψει. Τα πράγματα αυτά οδήγησαν στη ζωή. Τώρα έχουν φύγει, αλλά αυτή παραμένει, ήρεμη, διαυγής, αλλά άβαρη, αιωρούμενη πάνω απ’ όλα και όλους σαν φως στον ουρανό, όχι κάτι να εικάσουμε πια, μόνο να θυμόμαστε, όπως θυμόμαστε τόσο πολλά πράγματα που παραμένουν σε ίσες αποστάσεις από μας. Το φως πίνει το σκοτάδι και πέφτει, όχι πάνω μας όπως περιμέναμε, αλλά μακριά πολύ από μας σε κάποια άλλη, διαφορετική σφαίρα. Αυτή δεν ήταν καν η ζωή που επρόκειτο να μας συμβεί. 

Ήταν διαφορετικά εκείνον τον καιρό όμως. Οι άνθρωποι ένιωθαν τα πράγματα διαφορετικά και οι αντιδράσεις τους ήταν διαφορετικές. Ήταν όλο ζωή, η αλήθεια τούτη, την ξεχνούσες και ήταν εκεί. Δεν χρειαζόταν περισυλλογή κάθε στιγμή που θ’ άπλωνες έναν διστακτικό αισθητήρα στο πλήθος των αισθήσεων τους: η αλήθεια ήταν πεισματικά ο εαυτός της, τόσο πολύ που πάντα έδειχνε έτοιμη να σκληρύνει και να συρρικνωθεί, να γίνει αμείλικτη και σκοτεινή και να χαθεί στον εαυτό της εναγώνια αλλά ανένδοτα, αυτό όμως δεν ήταν παρά η άλλη πλευρά του νομίσματος της έντονης πεποίθησής της. Ήξερε πραγματικά τι ήταν. Στο μεταξύ η ζωή ξετυλίχτηκε γύρω της σε ήρεμα κύματα, αδιαφορώντας για τη σοβαρότητα, χωρίς όμως να δίνει ιδιαίτερη σημασία, επιπλέον ήταν πάρα πολύ ο εαυτός της. Ήταν λες και αμέτρητοι διάφανοι ιστοί αιωρούνταν γύρω από αυτές τις δύο οντότητες και τις ένωναν με κάποιο τρόπο, αν και όταν κοίταζε κανείς δεν υπήρχε τίποτε ιδιαίτερο να δει, μόνο μίλια και μίλια ευφορίας, ο τρόπος που ο απαλός γαλανός ουρανός ενός καλοκαιριάτικου απογεύματος δείχνει να κρατά στα ύψη ένα μακρινό πουλί. Αυτή ήταν η πραγματικότητα εκεί έξω. Μέσα υπήρχε κάτι σαν γυμνό δωμάτιο, ή ένα αλφάβητο, ένα αλφάβητο επιείκειας. Τώρα τελικά ήξερες τι έπρεπε να ξέρεις. Οι λέξεις που σχηματίστηκαν απ’ αυτό και οι προτάσεις που σχηματίστηκαν απ’ αυτές ήταν στεγνές και ξεκάθαρες, σαν να ήταν φτιαγμένες από ξύλο. Δεν υπήρχε υπερβολική παρουσία από κανένα πράγμα. Η περιπλάνηση των συναισθημάτων ποτέ δεν κατέληγε σε προσωπικό τραγούδι ή προσπαθούσε να παρουσιάσει την πορεία ειλικρινών γεγονότων σαν κάτι που μοιάζει με παρέλαση: το υπέροχο ήταν ακόμη άγνωστο. Υπήρχε όμως ένα υπόλειμμα, ένα είδος μυθοπλασίας που αναπτύχθηκε παράλληλα με τις κλασικές αλήθειες της καθημερινής ζωής (όπως ήταν σε κείνη την ηρωική αλλά συνηθισμένη εποχή), καθώς αυτές ξετυλίγονταν με την προβλέψιμη μεγαλοπρέπεια ενός ολοκαυτώματος, μη τρομακτικού όμως, και παρέμεναν άγνωστες, αντλώντας δύναμη και μεγαλείο απ’ αυτό, σαν νόθος απόγονος κάποιου βασιλιά. Είναι αυτή η «άλλη παράδοση» που προτείνουμε να εξερευνήσουμε. Τα γεγονότα τής ιστορίας έχουν επαναληφθεί παραπάνω από πολύ επιτυχώς (δεν χρειάζεται να πω ότι δεν μιλώ για τη γραπτή ιστορία, αλλά για το προφορικό είδος που συμβαίνει μέσα σου χωρίς εσύ να χρειάζεται να κάνεις κάτι γι’ αυτό) για ν’ απαιτείται περαιτέρω διευκρίνιση εδώ. Αλλά τα άλλα, τα άσχετα περιστατικά που σχηματίζουν ένα είδος ακολουθίας φανταστικών στοχασμών καθώς διαδέχονται το ένα το άλλο με ρυθμό και σύμφωνα με μια δική τους εσωτερική ανάγκη, αυτά, κατά τη γνώμη μου, δεν έχουν εξεταστεί σχεδόν ποτέ από άλλη οπτική γωνία παρά μόνο του ιστορικού και μάλιστα ενός απόκρυφου ιστορικού. Η ζωντανή πτυχή αυτών των σκοτεινών φαινομένων δεν έχει ποτέ απ’ ό,τι ξέρω εξεταστεί από μια σκοπιά όπως του ζωγράφου: από κάθε πλευρά, λουσμένη σε επαρκή ροή φωτός από ψηλά, με «όλες τις ατέλειες στο κεφάλι της» και ωστόσο δίχως προκατάληψη για τις υπερβολές είτε του αναθεματιστή είτε του εγκωμιαστή: με δυο λόγια, αθόρυβα και ελπίζω περιεκτικά. Κρίνοντας απ’ αυτή τη γωνία, η όλη υπόθεση, νομίζω, θα μοιράζεται και θα επωφελείται από τον ενθουσιασμό όχι του θρησκευτικά φανατικού, αλλά του μέσου, ανοιχτόμυαλου, έξυπνου ανθρώπου που δεν έχει ενδιαφερθεί ποτέ πριν γι’ αυτά τα θέματα είτε επειδή δεν είχε την άνεση να το κάνει είτε από άγνοια της ύπαρξής τους.

Από την αρχή ήταν φανερό ότι κάποιος είχε εξαπατήσει κάτι σε τεράστιο βάθος. Οι ασφάλειες είχαν πέσει, μπορούμε να πούμε, ο κόσμος όλος ή η περιορισμένη αλλά επακριβής ιδέα γι’ αυτόν λουζόταν σε λαμπερή αγάπη, του είδους που δεν χρειαζόταν ποτέ να έχει γεννηθεί, αλλά που πια ήταν απαραίτητο όπως ο αέρας για τα ζωντανά πλάσματα. Γέμιζε όλο το σύμπαν, ανεβάζοντας τη θερμοκρασία όλων των πραγμάτων. Δεν ήταν ένα ατομικό σωματίδιο, αλλά δεν ένιωθε δυσνόητα αναγκασμένο ν’ αρχίσει ν’ αναζητά σύντροφο· ούτε ένα ζωντανό πλάσμα, ούτε ένα έντομο ή τρωκτικό που δεν ένιωθε τις δυσνόητες συσπάσεις της λανθάνουσας αγάπης, που δεν λαχταρούσε να λάβει μέρος στην παγκόσμια αναταραχή και τον σαματά που κατέπεσαν πάνω στη γη, ταράζοντας τα καθαρά νερά της στοχαστικής νόησης, δημιουργώντας της κάθε είδους σύγχυση που θα μπορούσε σίγουρα να είχε αποφευχθεί αν, όπως λέει ο Πασκάλ, είχαμε μυαλό να μείνουμε στο δωμάτιό μας, αλλά η προσωπική θέληση καταδικάζει αυτή την ιδέα και ξεπροβάλλει γεμάτη ζήλο και ύβρη, αποφασισμένη ν’ ανακαλύψει τον εαυτό της με τη μορφή ελκυστικού συντρόφου που είναι πραγματικάθεόσταλτος, ένας κυρτός με τον οποίο επιθυμούσε έντονα να ζευγαρώσει όλες αυτές τις εποχές χωρίς να το αντιλαμβάνεται. Άρχισε έτσι να επικρατεί μια κατάσταση εξαιρετικά αμαρτωλής ανησυχίας, όπου τα ανθρώπινα μάτια μπορούσαν ν’ αποστραφούν από την αλήθεια με το πέρασμα ενός ρομαντικού ξένου, το άρωμα του οποίου έθετε σε κίνηση κάθε είδους ασήμαντο και επιπόλαιο συνειρμό που οδηγούσε ποιος ξέρει πού – στην κόλαση πιθανότατα ή στην καλύτερη περίπτωση σε μια θέση κενότητας και αλόγιστης ανάπαυσης στο χείλος του κατακλυσμού, ώστε κανείς κοιτάζοντας από πάνω δεν έβλεπε πια το κατευναστικό είδωλο του προσώπου του και αισθανόταν ασφαλής επειδή γνώριζε ότι, όποιο και αν ήταν το αποτέλεσμα, ο αγώνας γινόταν στην αρένα του ίδιου του τού στήθους. Οι βάσεις για την αληθινή στοχαστική σκέψη είχαν εκμηδενιστεί από τη μάστιγα, και την ίδια στιγμή υπήρχε το αναμφισβήτητο γεγονός της ανάτασης σε πολλά μέτωπα, της αίσθησης αγιοσύνης που δημιουργούσαν τα πολλά είδη πάθους σαν ένα δέντρο με κλαδιά που ανεβάζουν κηροπήγια όλο και πιο ψηλά μέχρι που σχεδόν χάνονται από τη θέα και συγχέονται με τ’ άστρα, των οποίων είναι οι γήινες ενσαρκώσεις: η ουράνια υπόσχεση για απολαύσεις που θα έρθουν σ’ έναν άλλον κόσμο, αν και υπέροχες να τις βλέπεις και σ’ αυτόν εδώ. Έτσι κατά κάποιο είδος αβασάνιστου τρόπου αυτός ο κοσμικός κυκεώνας έλξεων άρχισε ν’ αντιπροσωπεύει κάτι πραγματικό, το οποίο πρέπει να είναι άχρωμο και αδιάφορο, αν θα πρέπει να είναι η αληθινή αντανάκλαση της αρχέγονης ενέργειας από την οποία προήλθε, μια εξέχουσα δύναμη κάποτε, ικανή να πάρει τη μορφή οποιασδήποτε από τις μεγάλες παρορμήσεις που αγωνίζονται να εκτελέσουν την παγκόσμια αποστολή, αλλά κολλημένες τώρα σε μια μόνο πτυχή τους, ζημιώνοντας τις άλλες που αρχίζουν να ζαρώνουν, ανιαρές, αναιμικές, σαν να μην είναι πραγματικά ουσιαστικές, σαν να τις είχε επινοήσει κάποιος για την απλή ευχαρίστηση να περιπλέκει την ήδη περίπλοκη υφή των παρόδων και των ταλαιπωριών μέσ’ από τις οποίες πρέπει να ξεστρατίζουμε, μαστιζόμενοι από αγκάθια, κυνηγημένοι από άγρια ​​θηρία, λες και δεν ήταν κοινώς γνωστό από την αρχή ότι ούτε μια απ’ αυτές τις κληματσίδες του δέντρου της ανθρωπότητας δεν θα μπορούσε να μελανιάσει δίχως να κινδυνεύσει όλη η τεράστια κυματώδης μάζα· ότι αυτός ο θαυμάσιος, ποικίλος οργανισμός θα κατέρρεε ή θα έσβηνε, εκτός αν κάθε μόριο της ευημερίας του διατηρούνταν με τον ίδιο πολύτιμο τρόπο όσο η ιδέα του συνόλου. Επειδή το θέμα της οικουμενικής αγάπης είναι τόσο ιδιαίτερο όσο της σαρκικής αγάπης ή οποιουδήποτε άλλου είδους: όλες οι μορφές νοητικής και πνευματικής δραστηριότητας πρέπει ν’ ασκούνται και να ενθαρρύνονται εξίσου για να μπορέσει να ευημερήσει όλη η υπόθεση. Δεν κάνουμε οικονομία όταν πρόκειται για τη ζωή της ψυχής, ακόμη και αν το αποτέλεσμα είναι μια πολύ περιορισμένη προσέγγιση της επιθυμίας που την έκανε ν’ αρχίσει να θέλει ν’ ανθίσει – ένα αποτέλεσμα που θα μπορούσε να μοιάζει με υπερβολικό κλάδεμα στο ανεκπαίδευτο μάτι. Έτσι τότε ένα είδος καταστροφής βρήκε αυτές τις πρώιμες μορφές εκκίνησης και συνεύρεσης, μια αναρχία των στοργικοτήτων που αναδύθηκε από υπερβολική οικουμενική συνοχή.

Είμαστε όμως τόσο τυφλοί μπροστά στην αληθινή φύση της πραγματικότητας σε κάθε δεδομένη στιγμή που αυτό το χάος – λουσμένο, είναι αλήθεια, στις ιριδίζουσες αποχρώσεις του ουράνιου τόξου και ντυμένο μια ατέλειωτη σύγχυση ανοιχτόχρωμων και ποικιλόμορφων μορφών που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να πνίξουν όλες τις αρτιφανείς έννοιες της αμορφίας της ολότητας, το μπέρδεμα άσχημο πραγματικά όσο η αμαρτία, που οποιαδήποτε στιγμή έλαμπε μέσ’ από τις έγχρωμες μάζες, κατεβάζοντας ένα μαρτυριάρικο δάχτυλο ακριβώς πάνω στη γραμμή πρόσθεσης, κάτω από την οποία το άθροισμα αυτών των ματαιόδοξων και αυτοπεριπλεγμένων σχημάτων ήταν ανησυχητικά μηδέν – αυτό το χάος άρχισε να μοιάζει τον κανονικό τρόπο ζωής, έτσι που λίγο αργότερα είχαν συμπεριληφθεί ακόμη και πολύ ευαίσθητες και διορατικές ψυχές: γι’ αυτές επρόκειτο για τον ρέοντα ποταμό της ζωής, με τις ήρεμες δίνες και τα ρηχά του μέρη, καθώς και με τα μέρη που κινούνται πιο γρήγορα και πριν από τα ορμητικά εκείνα νερά, μ’ ένα τρομερό βουητό κάπου μακριά· και όμως, ή μάλλον όπως νόμιζαν εκείνοι οι πιο λογικοί από τον μέσο κόσμο, μια ορισμένη ποσότητα δυσκολιών πρέπει να γίνει αποδεκτή, αν θέλουμε να συνεχιστεί το ποταμίσιο ταξίδι· η ζωή δεν μπορεί να είναι μια σειρά εντελώς ευχάριστων γεγονότων, και πρέπει να αποδεχτούμε τα κακά, αν επιθυμούμε και τα καλά· πράγματι, ένα ορισμένο ποσό κακίας είναι απαραίτητο για να την κάνει να ξεχωρίζει: πώς θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε το καλό χωρίς κάποια εμπειρία του αντιθέτου του; Κι έτσι οι ψυχές αυτές πήραν τον έλεγχο και υπαγόρευαν στις πιο σκοτεινές μάζες που ακολουθούν τα ίχνη των ανακαλυπτών. Ο δρόμος ήταν ειδυλλιακός και μάλιστα έδειχνε κιόλας προσεκτικά μελετημένος· έλεγχοι αναμένονταν, σε περίπτωση που τα πράγματα κατέληγαν εκτός ελέγχου, για να αποκαταστήσουν την αναπόφευκτη ισορροπία ευτυχίας και οδύνης· στο μεταξύ η τελευταία συνέχιζε σιγά σιγά να μειώνεται όποτε ερχόταν η σειρά της και κανείς ένιωθε πραγματικά ότι είχε βάλει το πόδι του στο ανοδικό μονοπάτι, στη σπείρα που οδηγούσε από το παρδαλό σκοτεινιασμένο και φωτισμένο τοπίο εδώ κάτω στα διάφανα πέπλα του ουρανού. Το μόνο απαραίτητο ήταν υπομονή και σεμνότητα κατά την αναγνώριση λαθών, ώστε να είναι σίγουρος κανείς ότι ξεκινά από το σωστό μέρος την επόμενη φορά, κι έτσι ερχόταν μια αίσθηση σταθερής προόδου για ν’ ανταμείψει τις προσπάθειές του κάθε φορά που φαινόταν ότι ταξίδευε πολύ καιρό χωρίς να βλέπει ήλιο. Ακόμη και την πιο σκοτεινή νύχτα αυτή η αίσθηση προόδου ερχόταν να ψιθυρίσει στο πλευρό του σαν συνταξιδιώτης που έδειχνε τον δρόμο.

Τα πράγματα είχαν αντέξει με τον τρόπο αυτό για κάποιο χρονικό διάστημα, έτσι που άρχισε να φαίνεται ότι κάποιος μόνιμος τρόπος ζωής είχε αυτοενθρονιστεί, μια σταθερότητα απρόσβλητη από τις διακυμάνσεις άλλων εποχών: το εκκρεμές που σε όλη την αιωνιότητα ταλαντευόταν ανάμεσα στη χαρά και τη θλίψη είχε ακινητοποιηθεί από ένα μαγικό χέρι. Έτσι για πρώτη φορά φαινόταν δυνατό να εξεταστούν τρόποι για έναν πιο γόνιμο και αρμονικό τρόπο ζωής, χωρίς τον φόβο ότι θα έρθει μια δυσμενής μοίρα που θα εκμηδενίσει τις προσπάθειές κάποιου μόλις αυτές έχουν καταβληθεί. Και όμως σ’ αυτούς που ζούσαν φαινόταν ότι ακόμη και αυτή η κατάσταση είχε αντέξει για σημαντικό χρονικό διάστημα. Κανείς δεν είχε κάτι εναντίον της και οι περισσότεροι απολάμβαναν τις δημιουργικές δυνατότητες που πρόσφερε η ελευθερία της, ωστόσο σε όλους φαινόταν ότι μια σημαντική εξέλιξη είχε καθυστερήσει για αρκετό καιρό και ότι τα αποτελέσματά της ήταν στα πρόθυρα του αισθητού, υπό την προϋπόθεση να μπορούσε το παρόν να δώσει μια μικρή ώθηση προς το τυχαίο πεδίο των δυνατοτήτων που απλώνονται ολόγυρα σαν λιβάδι γεμάτο αγριολούλουδα, των οποίων η υπέροχη υπόσχεση είναι τόσο προφανής που κάθε ζήτημα εισόδου σ’ αυτό και απόλαυσης αναστέλλεται προς στιγμήν. Για τον λόγο αυτόν ορισμένοι νεότεροι θεατές αισθάνονταν ότι όλα είχαν ήδη τελειώσει, ότι η πρόοδος προς το άπειρο είχε αποκρυσταλλωθεί μέσα τους, ότι στην πραγματικότητα αυτοί ήταν το άλλο που περίμεναν, και ότι κάθε μακρύ βλέμμα πάνω από τα ήπια πλήθη των πιθανοτήτων που ήταν σκορπισμένα ως εκεί που μπορούσε να φτάσει το μάτι ήταν σαν να κοιτάζεις σε καθρέφτη που αντανακλά τα μύχια της ψυχής. 

Ποιος έχει δει τον άνεμο; Αυτό ακριβώς ωστόσο ρωτούσαν αυτοί οι δραστήριοι αλλά παραπλανημένοι νέοι άνθρωποι. Είχαν δίκιο να υποθέτουν ότι το όλο ζήτημα της συμπεριφοράς στη ζωή πρέπει να επανεξετάζεται κάθε δευτερόλεπτο· ότι δεν μπορούμε ούτε μια ανάσα να πάρουμε ούτε ένα βήμα να κάνουμε δίχως να είμαστε αναγκασμένοι με κάποιο τρόπο να επανεκτιμούμε το πανάρχαιο πρόβλημα τού τι να κάνουμε εδώ και πώς φτάσαμε εδώ, λαμβάνοντας υπόψη τις σχέσεις μας με τους γύρω μας και με τον εαυτό μας, και το πάντα τρέχον θέμα της αιώνιας σωτηρίας μας, το οποίο ελλοχεύει μεγαλύτερο κάθε στιγμή – ακόμη και όταν το ξεχνάμε φαίνεται να μεγαλώνει σαν περίγραμμα βουνού όσο το πλησιάζουμε. Το να έχεις πάντα συνείδηση ​​αυτών των πολλαπλών πλευρών σημαίνει να ενσαρκώνεις έναν αδιάστατο οργανισμό σαν του ανέμου, μια ζωντανή έγνοια που δεν μπορεί εξ ορισμού να ξέρει από ησυχία: είναι ανησυχία. Αυτή όμως η κατάσταση αιώνιας επαγρύπνησης είχε γίνει αποδεκτή με την προϋπόθεση ότι με κάποιο τρόπο θα αντικατόπτριζε και την ειρήνη που όλοι περίμεναν τόσο ανυπόμονα: δεν θα μπορούσε να προχωρήσει, εκτός εάν το γενικευμένο σχήμα αυτής της κατάστασης που μοιάζει με νιρβάνα μπορούσε να επιβάλει τη μορφή της στα μονίμως ενεργά ατομικά σωματίδια της κίνησης προς τα εμπρός που ήταν το τίμημα που απαιτούσε: εξού και το δίλημμα για οποιονδήποτε εκτός από τους αμετανόητους ηδονιστές ή αντίθετα εκείνους που επέλεξαν να παραμένουν όλη μέρα στον κοπρώνα, τραβώντας τα μαλλιά τους και διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους και μιλώντας για συμφορές και πένθος: αυτοί, η ασύγκριτα πιο θορυβώδης ομάδα, έκαναν τη μικρότερη εντύπωση ως συνήθως, αλλά το γεγονός και μόνο ότι υπήρχαν μαρτυρούσε κάτι που φαινόταν να είναι ένα τραγικό ελάττωμα στη δομή του συστήματος· γιατί μεταξύ εξιλέωσης και αδιάκοπης ευωχίας ή των δρακόντειων απαιτήσεων μιας συνείδησης που αιωνίως κινητοποιείται ενάντια στον εαυτό της, που τρέφεται από τον εαυτό της για ν’ αυτοαναδημιουργηθεί σ’ ένα σχήμα που την επόμενη στιγμή θα κατέστρεφε, τι θα διάλεγε κανείς; Έτσι εκείνοι που υπέθεσαν ότι είχαν φτάσει στο τέλος μιας περίτεχνης αλλά βασικά απλής εξέλιξης, το λογικό τελευταίο σκαλοπάτι της ιστορίας, άρχισαν ν’ αποτελούν όλο και περισσότερο την κυρίαρχη παρέα: μια ετερόκλητη ομάδα αλλά με πολλούς ψύχραιμους ανάμεσά τους, των οποίων οι φωνές επαναλαμβάνοντας ρυθμικά τα σοφά αποφθέγματα της κανονικής εξουσίας πλησίαζαν σιγά σιγά το σημείο πνιγμού της άλλης κακοφωνίας των κυμβάλων που κουδούνιζαν και των θρήνων και των μεμονωμένων φωνών που υψώνονταν σε σοβαρή αλλά εξωπραγματική διαμάχη. Αυτό ήταν λοιπόν το λογικό σημείο τερματισμού: στη συνέχεια μπορεί να υπάρχουν νέες μορφές ζωής, μερικές απ’ αυτές όμορφες ίσως, αλλά το θέμα ήταν ότι η προσπάθεια καθιέρωσής τους ή οτιδήποτε άλλο επρόκειτο να συμβεί είχε τελειώσει εδώ: μια μόνιμη αποφάσιζε τώρα και ήταν ελεύθερη να μεταπλάσει τις παλιές μορφές, αινίγματα που αναμενόταν να διαρκέσουν μέχρι την Ημέρα της Κρίσεως, όπως αυτή έκρινε σκόπιμο, σε οποιοδήποτε σχήμα φαινόταν κατάλληλο για να ζήσουμε τις επόμενες κρίσιμες στιγμές σ’ ένα μέλλον χωρίς ελέγχους. 

Για μια και μόνο στιγμή φάνηκε ότι ένα νέο σημείο είχε τώρα κατακτηθεί. Δεν ήταν η ώρα για παρεκβάσεις, αλλά τις καθιστούσε αναπόφευκτες, σαν αυλαία στο τέλος μιας πράξης. Σ’ έφερνε σ’ ένα πέρασμα όπου το να γυρίσεις πίσω ήταν αδιανόητο και όπου κάθε επιπλέον πρόοδος ήταν δυνατή μόνο μετά από εκτεταμένη συζήτηση, αλλά επίσης απαγόρευε τη συζήτηση. Η ζωή έγινε μια βαριά σιωπή, αλλά ήταν κατανοητό ότι η σιωπή δεν θα οδηγούσε πουθενά. Ήταν αδύνατο ν’ αναπνέουμε μ’ ευκολία σ’ αυτή την περιορισμένη ατμόσφαιρα. Τρώγαμε λίγο γιατί φαινόταν ότι με τον τρόπο αυτόν θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μέσα μας το κενό από το οποίο μόνο κατανόηση μπορεί ν’ αναδύεται, το δέντρο των αντιφάσεων, χαρούμενοι και ζωντανοί, επενδύοντας αυτό το κούφιο κενό με τον περίπλοκο ένυλο εαυτό του. Τον καιρό αυτόν ήμασταν περιτριγυρισμένοι από παλιά πράγματα, απ’ αυτά που δεν χρειάζεται ν’ αμφισβητούνται, αλλά που αποστάζουν τις ταπεινές πληροφορίες που υπάρχουν μέσα τους σαν άρωμα στον αέρα για να χρησιμοποιηθεί και να πεταχτεί ως άχρηστο· και επίσης από κάποια νέα πράγματα που φορούν τη νεωτερότητά τους σαν ποιότητα, ίσως σαν έγκριση του παρόντος, σε κάθε περίπτωση ως ψήφο εμπιστοσύνης στο νόμισμα των νεοδημιουργημένων ως κοινή γλώσσα που διατίθεται σ’ όλους τους ανθρώπους που έχουν καλή θέληση, όσο ανησυχητικοί κι αν αποδειχθούν οι ίδιοι οι καιροί. Σιγά σιγά είχε κανείς λιγότερη επίγνωση της ιδέας της μη επιστροφής που επιβλήθηκε σαν προϋπόθεση για πρόοδο, καθώς ρουφούσε μέσα του το μαγικό παρόν που έπιανε τα πάντα – παλιά και νέα – στο δίχτυ της μεταδοτικής γοητείας του. Θα ήταν σίγουρα δυνατό να επωφεληθεί κανείς από τις επιλογές αυτού του συνεργατικού νέου κλίματος σαν αυτές να ήταν ένας καταστατικός χάρτης, αντί για μια αόριστη αίσθηση ευεξίας, σαν γλυκιά μέρα στις αρχές της άνοιξης, έτοιμη να γίνει κομμάτια με την πρώτη εποχική πτώση θερμοκρασίας. Και στο μεταξύ επικρατούσε η μεγάλη αίσθηση ότι ο καθένας ασχολούνταν με τα δικά του, ήσυχος στην ευφροσύνη αυτού του επιτεύγματος, σαν να έφτανε να πατήσει κανείς το πόδι του σε συγκεκριμένο μονοπάτι για να του εγγυηθεί ότι θα φτάσει σε κάποιον προορισμό. Ωστόσο οι προορισμοί ήταν λίγοι. Τι ζητήθηκε πραγματικά απ’ αυτό το εποικοδομητικό συναίσθημα; Ένα «σπίτι στην άκρη του δρόμου», στο οποίο θα μπορούσε να μένει κανείς επ’ αόριστον, διευθετώντας νέες ευκαιρίες και ρυθμίζοντας παλιές, ώστε ν’ αναμιγνύονται σε μια αρμονική μάζα που θα μπορούσε να ονομάζεται ζωή με μια αίσθηση στόχου; Όχι, αυτό που ζητούνταν και έλειπε ακριβώς σ’ αυτή την εύθυμη και υγιεινή έρημο ήταν ένα τέλος στη θεωρία περί «τέλους», σύμφωνα με την οποία κάθε άνθρωπος ήταν και είδωλο και ο πιο ταπεινός των ειδωλολατρών, με άλλα λόγια οι αντίποδες του δικού του σύμπαντος, της δικής του λύτρωσης ή της δικής του καταδίκης, με τον υπόλοιπο κόσμο σαν ζωγραφισμένο φόντο στο δικό του μονόδραμα γένεσης, του οποίου ήταν ο μοναχικός παθιασμένος θεατής. Αλλά ο κόσμος εκδικείται αυτούς που θα τον έχαναν παρακάμπτοντας τη σωστή διαδικασία αποβολής, με οποιοδήποτε αλτρουιστικό κίνητρο, ενθέτοντας τον εαυτό του τόσο διεξοδικά σ’ αυτές τις προσπάθειες αυτοανανέωσης που κανένα τέχνασμα διαφυγής δεν μπορεί ν’ αποσπάσει τη θετική ή αρνητική του εικόνα απ’ όλα όσα μελετώνται σχετικά με τις παρούσες δυνατότητες ή τις μεγάλες λογικές απλουστεύσεις που θα ακολουθήσουν. Έτσι που όλα χάθηκαν, ή μάλλον όλα ήταν στη σκιά που ενσταλάζει εξάντληση και αρρώστια στα μέλη του σώματος με το πρόσχημα του εκστατικού κορεσμού. Δεν υπήρχε, και πάλι, κανένα μέρος να πάει κανείς, δηλαδή κανένα μέρος που δεν θα γελοιοποιούσε το μέρος που είχε ήδη αφήσει, βουλιάζοντας κάθε πρόοδο προς τα εμπρός στη σύγχυση ενός αιωνίως κακοχρησιμοποιουμένου παρόντος. Αυτό ήταν το στάδιο στο οποίο μας είχαν φέρει σε αγαστή συνεργασία η λογική και η διαίσθηση, αλλά μετά βίας ήταν δικό τους λάθος,αν τώρα ο φόβος για τις πιο μακριές σκιές του σκοταδιού που πλησίαζε άρχιζε να προκαλεί σκέψεις για μια στάση κάπου για το βράδυ, καθώς και σοβαρή αμφιβολία ότι κάποιο τέτοιο μέρος υπήρχε στο πρόσωπο της γης. Την Κυριακή αυτή που είναι και η τελευταία μέρα του Ιανουαρίου ας σταματήσουμε για λίγο για να προσέξουμε πού βρισκόμαστε. Ένας νέος χρόνος μόλις ξεκίνησε και τώρα ένας νέος μήνας έρχεται, φορτωμένος με το βάρος της υπόσχεσής του και των πιθανών απογοητεύσεων, και στέκεται στα παρασκήνια σαν ηθοποιός που δεν έχει στον νου του τίποτε εκτός από την αναμενόμενη ατάκα, εντελώς απορροφημένος, ένας πυλώνας αναμονής. Και τώρα το μόνο που πραγματικά απομένει είναι να γίνουμε έρμαιο του νέου μήνα. Τραβιόμαστε από τον ένα μήνα στον άλλο· ο χρόνος είναι σαν γρήγορη ρόδα λούνα πάρκ· αύριο όλοι οι επιβάτες θα έχουν εισέλθει στο ζώδιο του Φεβρουαρίου και δεν μπορεί ν’ ασκηθεί έφεση, θα πρέπει να συνηθίσουμε να ζούμε με τις ιδιότητές του και ίσως ακόμη θα προσαρμοστούμε σ’ αυτές μ’ επιτυχία πριν έρθει ο επόμενος μήνας με μια ολόκληρη σειρά από νέες επιπτώσεις στο πέρασμά του. Το να ζεις μ’ αυτόν τον τρόπο είναι σίγουρα αφύσικα δύσκολο, αλλά το παράξενο είναι ότι κανείς δεν φαίνεται να το προσέχει· οι άνθρωποι συμπλέουν αρκετά άνετα και στην πραγματικότητα φαίνεται ν’ απολαμβάνουν τον τρόπο που εξελίσσεται η χρονιά, και καταφέρνουν να γεμίσουν τον διευρυνόμενο χώρο της μ’ ένα σωρό δραστηριότητες που προφανώς σημαίνουν πολλά γι’ αυτούς. Κάποιοι βέβαια είναι πιο θλιμμένοι από άλλους, αλλ’ αυτό δεν φαίνεται να οφείλεται στη δικτατορία των μηνών και των χρόνων, και μετά από λίγο τους περνά. Οι λίγοι όμως που θέλουν τάξη στη ζωή τους και την αίσθηση ότι μεγαλώνουν και προοδεύουν προς έναν σταθερό στόχο υποφέρουν τρομερά. Μερικές φορές προσπαθούν ν’ αποκοιμίσουν τη συνείδησή που έχουν του μεταβαλλόμενου αλλά αναπόδραστου πλέγματος του χρόνου, το οποίο τους έχει επιβληθεί αυθαίρετα, με αλκοόλ ή ναρκωτικά, αλλ’ αυτά οδηγούν μόνο στο επόμενο πρωί, το ξύπνημα του οποίου είναι δέκα φορές πιο επώδυνο από πριν, έχοντας μαζί του μια νέα και πιο τρομερή συνειδητοποίηση της αδυναμίας συμφιλίωσης των δικών τους στόχων μ’ εκείνους του σύμπαντος. Εάν κατά τύχη θα έπρεπε να στραφείς αλλού ή ν’ αποσπαστείς για μια στιγμή από την επίγνωση της φυλάκισής σου λόγω κάποιου ευχάριστου ή ενδιαφέροντος περιστατικού, υπάρχει πάντα το σχήμα της ξεχωριστής μέρας να σου το υπενθυμίζει. Είναι ένας μικρόκοσμος της ζωής του ανθρώπου καθώς φθίνει αργά αργά, οι μακριές πρωινές του σκιές μικραίνουν όσο πλησιάζει το μεσημέρι, το αποκορύφωμα της μέρας που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με κείνη την ξαφνική τρομερή στιγμή διαίσθησης που έρχεται μόνο μια φορά στη ζωή, και μετά τα πιο γεμάτα, πιο στρογγυλεμένα σχήματα του πρώιμου απογεύματος, καθώς ο ήλιος βυθίζεται ανεπαίσθητα στον ουρανό και οι σκιές αρχίζουν να μακραίνουν, ώσπου όλα σβήνουν στον κλεφτό ερχομό του λυκόφωτος, σπλαχνικό από μια άποψη γιατί κρύβει τις διαφορές, τις ατέλειες καθώς και τα σημάδια ομορφιάς που έδωσαν στη μέρα τον χαρακτήρα της και με τον τρόπο αυτόν την έκαναν να είναι άλλη μια μέρα στο περιορισμένο μας διάστημα ημερών, η υπενθύμιση ότι ο χρόνος κυλά κι εμείς γινόμαστε πιο μεγάλοι, όχι αρκετά πιο μεγάλοι ώστε να επηρεάζουμε τη συγκεκριμένη αυτή περίσταση, αλλά πιο μεγάλοι παρ’ όλα αυτά. Ήδη τώρα ο ήλιος βυθίζεται στον ορίζοντα· πριν από λίγα λεπτά είχε ακόμη αρκετό φως για διάβασμα, αλλά τώρα πάει πια, τα τυπωμένα γράμματα συρρέουν πάνω στη σελίδα, δημιουργώντας μια ιμπρεσιονιστική θολούρα. Σύντομα η ίδια η σελίδα θα είναι αόρατη. Κανείς όμως δεν νιώθει την ανάγκη να σηκωθεί και ν’ ανάψει ένα φως· αρκεί που κάθεται εδώ, ευγνώμων για την υπενθύμιση ότι άλλη μια μέρα ήρθε κι έφυγε, και συ δεν έχεις κάνει κάτι γι’ αυτό. Τι γίνεται με τις πρωινές αποφάσεις να μετατρέψεις όλες τις συγκεχυμένες στον αέρα λεπτομέρειες για σένα σε στήλη κατανοητών ψηφίων; Να κάνεις ένα διάγραμμα ισολογισμού; Αυτό φυσικά δεν έγινε και ίσως είσαι ευγνώμων και για την τεμπελιά σου, χαίρεσαι που σ’ έφερε σ’ αυτό το πέρασμα, όπου πρέπει τώρα ν’ αντιμετωπίσεις το αδυσώπητο τέλος της μέρας, όπως πράγματι πρέπει όλοι μας ν’ αντιμετωπίσουμε τον θάνατο κάποια μέρα και να εναποθέσουμε την πίστη μας σε κάποια ανώτερη δύναμη που θα μας μεταφέρει πέρα σε μια περιοχή φωτός και αχρονικότητας. Ακόμη κι αν είχαμε κάνει τα πράγματα που θα έπρεπε να είχαμε κάνει δεν θα είχε ενδεχομένως σημασία ούτως ή άλλως, καθώς ο καθένας αφήνει πάντα κάτι ανολοκλήρωτο, κι αυτό μπορεί να είναι εξίσου καταστροφικό με μια ολόκληρη ζωή στο έγκλημα ή στη σπατάλη. Ναι, μακροπρόθεσμα υπάρχει κάτι που πρέπει να ειπωθεί γι’ αυτές τις νωθρές μέρες, καθώς η καθεμιά τους αποστάζει τη σταγόνα του δηλητηρίου της μέχρι να γεμίσει το κύπελλο· υπάρχει κάτι να ειπωθεί γι’ αυτές γιατί δεν τις γλιτώνουμε.

Στους δρόμους, σε ιδιωτικούς χώρους, δεν έχουν ιδέα για τη σημασία αυτών των πραγμάτων. Είναι κάτι που υπάρχει στο μυαλό μας μόνο, που δεν βρίσκεται κάπου, πουθενά. Ίσως τότε να μην υπάρχει. Ακόμη και οι λεπτομέρειές του είναι επικίνδυνες να ληφθούν υπόψη. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα το εξέταζαν στις λεπτομέρειές του αυτό, επειδή (α) θα υποστήριζαν ότι οι λεπτομέρειες, όσο πλήρεις κι αν είναι, δεν μπορούν να δώσουν μια επαρκή ιδέα του συνόλου, και (β) επειδή οι λεπτομέρειες μπορούν πολύ εύκολα να γίνουν φετίχ, δηλαδή να εκτιμώνται ιδιαιτέρως γι’ αυτό που είναι χωρίς να έχουν ιδέα για το σύνολο του οποίου ήταν μέρος, με μια ειδωλολατρική κατανόηση μόνο των ιδιοτήτων της συγκεκριμένης λεπτομέρειας. Βέβαια ακόμη και αυτή η περιορισμένη κατανόηση μπορεί να οδηγήσει σε μια αντίληψη της ομορφιάς, στο βαθμό που κάθε λεπτομέρεια είναι ένας μικρόκοσμος του συνόλου, όπως συχνά συμβαίνει. Έτσι συναντάς ανθρώπους των οποίων η τέλεια κατανόηση της αγάπης προκύπτει από τη λαγνεία, όπως η περιγραφή ενός λουλουδιού μπορεί να δημιουργήσει μια ιδέα για το τι μοιάζει. Είναι ακόμη πιθανό αυτή η παράτυπη αλλά ικανοποιητική κατανόηση να είναι η μόνη που πραγματικά μας αναλογεί· ότι η γνώση του συνόλου είναι αδύνατη ή τουλάχιστον τόσο ανεφάρμοστη, ώστε να μην είναι ποτέ ή σπάνια εφικτή· ότι καθώς γεννιόμαστε μέσα σε ατέλειες είμαστε στην πραγματικότητα υποχρεωμένοι να τις χρησιμοποιούμε για την αφομοίωση των ατελειών που οι ίδιοι είμαστε και των μεγαλύτερων που πρόκειται να γίνουμε· ότι αν δεν το κάνουμε αυτό θα σήμαινε ότι αμαρτάνουμε ενάντια στη φύση, δηλαδή ότι θα καταλήξουμε να μην έχουμε τίποτε, ούτε καν την καθησυχαστική γνώση ότι έχουμε αμαρτήσει για κάποιο σκοπό, αλλά αντιθέτως είμαστε κενοί και άμεμπτοι σαν ένα άψυχο αντικείμενο. Ωστόσο δεν ξέρουμε τι θα γίνουμε, επομένως δεν μπορούμε ποτέ ν’ αποκλείσουμε παντελώς την πιθανότητα της διανοητικής κατανόησης, παρόλο που φαίνεται να είναι παγίδα και ψευδαίσθηση· μπορεί να χάσουμε τα πάντα αγνοώντας την έκκλησή της για τάξη, την οποία στην πραγματικότητα μπορεί ν’ ακούσει ο καθένας μας· πώς μπορούμε λοιπόν ν’ αποφασίσουμε; Δεν είναι επίσης λύση να συνδυάσουμε τις δύο προσεγγίσεις, να δανειστούμε από την ορθή λογική ή τα αισθητηριακά δεδομένα, όπως φαίνεται να δικαιολογεί η περίπτωση, γιατί και ένα αμάλγαμα δεν σημαίνει πληρότητα, και πράγματι είναι πολύ λιγότερο πιθανό να είναι έτσι λόγω σφάλματος στη δοσολογία.  Έτσι από τις τρεις μεθόδους, τη λογική, την αίσθηση ή τον ουσιαστικό συνδυασμό των δύο, η τελευταία φαίνεται να έχει λιγότερες πιθανότητες να νικήσει, η δεύτερη δείχνει προβληματική· μόνο η πρώτη έχει κάποιες ελάχιστες πιθανότητες να πετύχει μέσω καθαρής διαστροφής, που είναι ίσως ο μόνος τρόπος εν γένει να πετύχει κανείς. Έτσι μπορεί να γλιτώσουμε τουλάχιστον από το επώδυνο πλατσούρισμα μέσα σ’ ένα σωρό λεπτομέρειες θεωριών δράσης με κίνδυνο να βαλτώσουμε απελπιστικά σ’ αυτές: καλύτερη η απρόβλεπτη προσέγγιση, η οποία τα κερδίζει όλα ή τουλάχιστον δεν χάνει τίποτε, παρά η προσεκτική ημιαποτυχία· καλύτερος ο Δον Κιχώτης και οι ανεμόμυλοί του απ’ όλους τους Σάντσο Πάντσα του κόσμου· και δεν μπορεί να αποδειχτεί τελικά ότι το να ρισκάρεις τα πάντα σημαίνει να κερδίζεις τα πάντα, ακόμη και σε βάρος της ενδόμυχης, έμφυτης γνώσης της αλήθειας, των κόκκων και των περιγραμμάτων της, παρόλο που αυτή η προσέγγιση, παρά την υλικότητά της, δεν οδηγεί σε καμιά πρακτική κατανόηση της αλήθειας, σε καμιά αντίληψη τού πώς να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς που ποτέ δεν ονειρεύεται; Αυτός είναι λοιπόν ο σίγουρος δρόμος· αλλά ο εντοπισμός της αρχής του είναι άλλο θέμα.

Οι μεγάλες σταδιοδρομίες είναι έτσι: μια αργή έκρηξη που στενεύει προς μια τελική απελευθέρωση, μυτερή αλλά όχι σουβλερή, μια ταλαιπωρημένη ζωή λυτρωμένη και εκμηδενισμένη στο τέλος, και για ποιο λόγο; Για μια περιστασιακή στιγμή γνώσης ότι το ένα λεπτό είναι εδώ και το επόμενο έγινε άφαντη πριν σχεδόν το πάρεις είδηση; Ολόκληρες φυλές αναζητητών φαινομένων που είχαν μεγάλη σημασία για τον εαυτό τους έχουν γίνει καπνός μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, πιο αθόρυβα κι από ένα πεφταστέρι. Είναι τα σώματά μας τότε συνδυασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να δείχνουν στους άλλους ότι πραγματικά έχουμε νόημα ο ένας για τον άλλον – είναι αυτό το μόνο που πραγματικά σκοπεύαμε ποτέ να κάνουμε; Έχοντας γεννηθεί με τη γνώση ή τουλάχιστον με την ικανότητα να κρίνουμε, να ξοδεύουμε τον χρόνο μας κοπιάζοντας τα βρούμε έναν τρόπο να επιδεικνύουμε αυτή τη γνώση, ώστε να μπορέσουμε να επιστρέψουμε σ’ αυτήν τελικά γι’ αυτό που είναι; Εκτός από το προφανές ερώτημα για το ποιος ξέρει αν θα είναι ακόμη εκεί, υπάρχει και το ακόμη πιο επιτακτικό ποιανού ζωή παίρνουμε στα χέρια μας; Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να μπορούν τα πράγματα αυτά να γίνουν για χάρη τού εαυτού τους, ώστε και άλλοι να μπορούν να τ’ απολαμβάνουν; Έχουμε ήδη ξεφύγει πολύ από το μονοπάτι μας και, όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, έχει πέσει σκοτάδι και θα ήταν αδύνατο να βρούμε τον δρόμο της επιστροφής χωρίς να χαθούμε. Είναι αυτός ένας λόγος να μείνουμε εδώ που είμαστε, θεωρώντας εσφαλμένα ότι είμαστε λιγότερο χαμένοι εδώ ακριβώς, κι έτσι να ολοκληρώσουμε τον κύκλο της αδράνειας που ανοίξαμε υποθέτοντας άδικα ότι θα οδηγούσε σε γνώση; Όχι, είναι πολύ καλύτερα να συνεχίσουμε τον δρόμο μας, ακόμη και με κίνδυνο να χαθούμε κι άλλο (κάτι αδύνατον βέβαια). Θα μπορούσαμε τουλάχιστον να γνωρίσουμε τελικά ποιοι είναι αυτοί με τους οποίους ξεκινήσαμε και οπωσδήποτε να έχουμε έναν νέο σεβασμό προς τους άλλους, στον οποίο θα φτάσουμε μέσω μιας πιο πλήρους κατανόησης του εαυτού μας και με τρόπο αληθινό. Αλλά και πάλι, η έννοια της «σταδιοδρομίας» παρεμβαίνει. Μας είναι αδύνατο τη στιγμή αυτή να μη σκεφτόμαστε αυτούς τους ανθρώπους ως ξεχωριστές οντότητες, ο καθένας με τη δική του ανάπτυξη και με στόχο που πρέπει να επιτευχθεί, με σταδιοδρομίες που θα «κορυφωθούν» ύστερα από λίγο και μετά θα γίνουν και πάλι συνηθισμένες ζωές που ξεθωριάζουν εντελώς φυσικά στον αέρα καθώς αναλίσκονται, και θα είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ, εκτός από το «μάθημα» που έχει προσθέσει μια κουκκίδα στο άθροισμα όλης της ανθρώπινης κατανόησης. Και αυτός ο τρόπος ομιλίας μάς έχει παγιδεύσει όλους. 

Ένας εναλλακτικός τρόπος θα ήταν η έννοια «η ζωή ως τελετουργία». Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή δεν είναι δυνατόν να κοιτάμε πίσω, από μόνο του αυτό είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα, και τα στάδια της τελετουργίας εξετάζονται καθαυτά και για λογαριασμό τους, αλλά εδώ δεν υπάρχει κίνδυνος φετιχισμού, επειδή κάθε επαφή με το παρελθόν έχει διακοπεί. Φετιχισμός δημιουργείται μόνο όταν υπάρχει ένα παρελθόν που μπορεί να δείχνει περισσότερο ή λιγότερο ελκυστικό σε σύγκριση με το παρόν· η ανισότητα που προκύπτει προκαλεί μια εξόρμηση προς το άμεσο αντικείμενο στοχασμού, το μεταμορφώνει σε σκληρό κέλυφος γύρω από την ίδια του την ύπαρξη, η οποία παύει πάραυτα. Η τελετουργική προσέγγιση όμως παρέχει και κάποιες κακές στιγμές. Όταν κοπούν όλοι οι δεσμοί της με την εγκόσμια μήτρα από την οποία αναδύθηκε, η ψυχή αισθάνεται ότι ωθεί τον εαυτό της προς τα εμπρός με ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα. Η ίδια αυτή ταχύτητα γίνεται πηγή μέθης και περισσότερο αυξανόμενης σταδιακά ταχύτητας· στο τέλος η ψυχή δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει τον εαυτό της και είναι σαν χαμένη, αν και φαντάζεται ότι έχει βρει αιώνια ανάπαυση. Αλλά η αληθινή αρμονία που θα έκανε αυτή την ειρήνη ενδιαφέρουσα λείπει. Υπάρχει μόνο μια ψυχρή γνώση καλοσύνης και γύμνιας που εκπέμπεται προς κάθε κατεύθυνση σαν τις ακίδες του αγριοκάστανου· απλή γνώση και εμπειρία χωρίς τις οπτικές ανωμαλίες, εκείνους τους ουράνιους κόκκους στο μάτι που από μόνοι τους μπορούν να μετατρέψουν την έκσταση σε μια ιδιαίτερη κατάσταση πέρα από την ακριβά αποκτημένη γενικότητα. Κι εδώ, αν μπορούσε κανείς να κοιτάξει πίσω του, όχι με νοσταλγία, αλλά βλέποντας μια σειρά προσεκτικά επιλεγμένες θέες, ιερατικές σαν εικόνες, η δυσκολία θα είχε μειωθεί και το εγώ θα μπορούσε να συγχωνευθεί με την απουσία εγώ με αληθινή εκτίμηση των τεράστιων όγκων της αιωνιότητας. Αλλ’ αυτό είναι ανέφικτο γιατί το τελετουργικό είναι εξ ορισμού κάτι απρόσωπο και μόνο προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να προχωρήσει. Γεννήθηκε χωρίς γνώση του παρελθόντος. Και οποιαδήποτε προσπάθεια υβριδοποίησής του μπορεί να οδηγήσει μόνο σε καταστροφή ή και στον θάνατο ακόμη. 

Ξέχωρα απ’ αυτές τις δίδυμες έννοιες ανάπτυξης, δύο είδη ευτυχίας είναι δυνατά: το μετωπικό και το λανθάνον. Το πρώτο παρουσιάζεται φυσιολογικά σε όλη τη διάρκεια της ζωής· βιώνεται σαν είδος αίσθησης αμεσότητας, ίσως και αναγκαιότητας· συχνά τη συνειδητοποιούμε για πρώτη φορά τη στιγμή που νιώθουμε ότι χρειαζόμαστε βοήθεια από κάπου. Ένα απρόσμενο βάλσαμο που απλώνεται στην ψυχή απροειδοποίητα σαν είδος άνθησης ή χάριτος. Υποθέτουμε ότι οι «ένδοξες» ψυχές αισθάνονται έτσι παντοτινά, ότι αυτό είναι η καθημερινή συνθήκη της ύπαρξής τους: ναι, συνθήκη, επειδή είναι και περισσότερο και λιγότερο από μια κατάσταση· επιβάλλει κάποιες προϋποθέσεις και κατόπιν στηρίζεται σ’ αυτές, αλλά η υποδομή δεν ξεχνιέται ποτέ· η υποδομή είναι η ευτυχία. Και όπως απαιτεί, έτσι προσφέρει. Η αδιαφορία δεν υπάρχει, καμιά ιδέα αιώνιας αποχαύνωσης διαποτισμένης με το φως του ουράνιου θόλου ή οτιδήποτε άλλο· υπάρχουν μόνο γνώμες για την αξία της αλήθειας, οι οποίες παρουσιάζονται η μια μετά την άλλη σαν έγχρωμες διαφάνειες στον άσπρο τοίχο που είναι η γυμνή ψυχή, ή ένα είδος σκληρού εφυαλώματος που μετατρέπει οριστικά τον συνηθισμένο πηλό της ψυχής σε αντικείμενο ομορφιάς, εξαλείφοντας τη γνώση για ό,τι υπάρχει από κάτω. Αυτό ελπίζουμε όλοι, γνωρίζουμε όμως ότι πολύ λίγοι από μας θα το καταφέρουν κάποτε· αυτοί που το κάνουν, θα το πετύχουν όχι τόσο με τις δικές τους προσπάθειες, όσο με τη βοήθεια της σκοτεινής λειτουργίας της χάριτος ως τύχης, ώστε αν και θα χαρούμε πολύ να έχουμε την εμπειρία αυτού του ξαφνικού ανοίγματος, του κατακλυσμού αυτού που θα διαρκέσει μια αιωνιότητα, δεν σκοτίζουμε και πολύ τα κεφάλια μας γι’ αυτό, τόσο απομακρυσμένο και μακρινό δείχνει, όπως αυτές οι όμορφες ψηφιδωτές οροφές που απεικονίζουν τον ουρανό, τις οποίες τεντωνόμαστε να φτάσουμε από κάτω, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούμε να πλησιάσουμε αρκετά ώστε να είναι ευανάγνωστες, αλλά μας αρέσει ωστόσο η απεραντοσύνη και η αύρα της σύλληψης, χαρούμενοι που τις έχουμε δει και ξέρουμε ότι είν’ εκεί, αλλά περνάμε παρ’ όλα αυτά αποφασιστικά έξω στο φως του ήλιου μετά από δύο ή τρεις γύρους στο μαγευτικά αμυδρό εσωτερικό. Αυτό το είδος ομορφιάς είναι σχεδόν υπερβολικά αφηρημένο για να βιώνεται ως ομορφιά, και ωστόσο πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, ότι πράγματι μπορεί να συμβαίνει κάποιες φορές και ότι η ζωή αυτές τις φορές δείχνει θαυμάσια. Αυτό όντως είναι ο πραγματικός λόγος που δημιουργηθήκαμε, αν όχι να το βιώνουμε, τουλάχιστον να το γνωρίζουμε ως το ιδανικό προς το οποίο τείνει όλο το σύμπαν και το οποίο επομένως προσδίδει ένα σχήμα στις τυχαίες κινήσεις γύρω μας – όλες αυτές μοχθούν προς την ίδια κατεύθυνση, προς τον ίδιο στόχο, αν και είναι βέβαιο ότι σχεδόν καμιά απ’ αυτές που βλέπουμε τώρα δεν θα τον πετύχουν. 

Το δεύτερο είδος, το λανθάνον ή αφανές είδος, είναι πιο δύσκολο να το καταλάβουμε. Όλοι γνωρίζουμε αυτές τις περιόδους ευχάριστου καιρού στις αρχές της άνοιξης, μερικές φορές ακόμη και πριν το επίσημο ξεκίνημα της άνοιξης: μέρες ή ακόμα και μερικές ώρες όταν στον αέρα φαίνεται να διαχέεται μια απόκοσμη τρυφερότητα, λες και η αγάπη θα ξεκινήσει όπου να ’ναι, τώρα, τη στιγμή αυτή, ένα ατελείωτο ταξίδι που αναβάλλεται από τις απαρχές του χρόνου. Μερικά μόνο βήματα σ’ αυτή τη ρομαντική ατμόσφαιρα φτάνουν για να ζήσει κανείς μια μαγική αλλά ήρεμη ευδαιμονία, λες και ο πυρσός της ζωής θα είχε σε λίγο τεθεί στα χέρια του: μετά από τόση αναμονή τι πρέπει τώρα να κάνει κανείς; Κι έτσι η ευτυχία αυτοαναβάλλεται, ίσως και επ’ αόριστον· συνειδητοποιεί ότι το δοχείο δεν έχει ακόμη ετοιμαστεί πλήρως για να τη δεχτεί· φοβάται ότι θα καταστρέψει την τάξη των πραγμάτων με το να αυτοεπισπεύδεται πολύ πρόωρα. Αλλά αυτό με τη σειρά του επιταχύνει την απόγνωση του δοχείου ή του αποδέκτη· αυτό ή εμείς περιμέναμε όλη μας τη ζωή γι’ αυτό το σημάδι εκπλήρωσης για να μας το αρπάξουν ξαφνικά τώρα και τόσο γρήγορα που μόλις γίνεται αντιληπτό. Και αναπτύσσεται ένα είδος πανικού που για πολλούς γίνεται μόνιμη κατάσταση ύπαρξης, με όλες τις συμπεριφορές μιας ήρεμης, δυναμικής, στοχαστικής ζωής. Οι άνθρωποι αυτοί περιμένουν το σημάδι της ευτυχίας τους χωρίς ελπίδα· η εγγύτητά του είν’ εκεί, χρωματίζει τον αέρα γύρω τους, σε αιώρηση, σε μεσεγγύηση κατά κάποιον τρόπο, αλλά δεν μπορούν να την πλησιάσουν. Είναι όμως τόσο μεγάλος ο ζήλος τους που πιστεύουν ότι την έχουν ήδη απορροφήσει, ότι έχουν φτάσει στο επίπεδο εκείνο της τελικής συνειδητοποίησης για το οποίο όλοι μοχθούμε, ότι έχουν πετύχει μια κατάσταση μόνιμης χάριτος. Όθεν και ο αέρας της περιχαρούς παραίτησης, τα μακάρια υψωμένα βλέφαρα, η παράλυτη στάση αυτών των ναυαγών του αιώνιου ταξιδιού που θαρρούν ότι έφτασαν στη γη της επαγγελίας, όταν στην πραγματικότητα το πλοίο από κάτω τους βυθίζεται. Ο μεγάλος τρόμος έχει στρέψει το βλέμμα τους προς τα πάνω, προς τ’ άστρα, τους ουρανούς· δεν βλέπουν τίποτε από την αταξία γύρω τους, τ’ αυτιά τους είναι κλειστά στις κραυγές των συνεπιβατών τους· μπορούν και σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους, όταν όλη την ώρα πιστεύουν ότι δεν σκέφτονται τίποτε άλλο εκτός από τον Θεό. Στα μύχια όμως του μυαλού τους γνωρίζουν επίσης ότι δεν είναι όλα καλά· ότι αν ήταν, δεν θα υπήρχε αυτή η ακαμψία, με το μάτι και το μυαλό εστιασμένα σ’ ένα ανύπαρκτο κέντρο, ένα σταθερό σημείο, όταν η κοινή λογική κι ενός ηλίθιου ακόμη θα ήταν αρκετή να τον κάνει να καταλάβει ότι τίποτε δεν έχει σταματήσει, ότι κι εμείς και όλα γύρω μας προχωρούν αδιάλειπτα, και ότι τροποποιούμαστε συνεχώς από την ταχύτητα με την οποία ταξιδεύουμε και τις περιοχές από τις οποίες περνάμε, ώστε το να φανταζόμαστε απλά τον εαυτό μας ότι έχει φτάσει σε κάποιον τελικό χώρο ανάπαυσης είναι μια θεμελιώδης λογική αντίφαση, αφού ακόμη και ο πιο βλάκας από μας γνωρίζει αρκετά για να συνειδητοποιεί ότι αγνοεί τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου του βασικού ζητήματος αν πράγματι κινούμαστε γενικώς ή αν η έννοια της κίνησης είναι κάτι που μπορεί ακόμη και ν’ αναφερθεί σε σχέση με τόσο αδαή όντα όπως εμείς, για τα οποία ο όρος αδαής είναι όντως ίσως μια υπερβολή, καθώς υπονοεί ότι κάτι είναι γνωστό κάπου, ενώ στην πραγματικότητα δεν είμαστε σίγουροι ακόμη και γι’ αυτό: δεν μπορούμε με κανένα βαθμό βεβαιότητας στ’ αλήθεια να ισχυριστούμε ότι είμαστε αδαείς. Αυτό όμως δεν είναι και τόσο κακό· παραμένουμε ούτως ή άλλως ανοιχτόμυαλοι – αυτό, τουλάχιστον, μπορούμε καθόλου να μην αμφιβάλουμε ότι είμαστε  – και δεν κινδυνεύουμε, ή έτσι φαίνεται, να καθηλωθούμε στις ευλαβείς συμπεριφορές αυτών των αληθινών πνευματικών θρησκόληπτων, των οποίων τα πρόσωπα είναι στραμμένα προς την αιωνιότητα και οι οποίοι επομένως δεν μπορούν να δουν τίποτε. Γνωρίζουμε ότι είμαστε καθ’ οδόν κατά κάποιον τρόπο, και επίσης ότι έχει προκύψει ένα πρόβλημα κάπου: Έχουμε βέβαια επιβιβαστεί στο τρένο, αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν έχει ξεκινήσει ακόμη. Αλλά υπάρχει σ’ αυτή τη μέχρι στιγμής ελάχιστη μόνο καθυστέρηση θέμα ανησυχίας, ακόμη και για κάποιους σαν και μας, έξυπνοι καθώς είμαστε και χωρίς καθόλου να περιμένουμε πολλά, υπομονετικοί, ταπεινοί, χωρίς καθόλου υπαινιγμούς ειρωνικής παραίτησης ενώπιον μιας κατάστασης που είμαστε ανήμποροι ν’ αλλάξουμε και που πιστεύουμε κρυφά ότι είναι πιθανό να πάει από το κακό στο χειρότερο. Δεν ισχύει τίποτε απ’ αυτά για μας, δεν είμαστε θρησκόληπτοιείμαστε ανοιχτόμυαλοι, με μια λέξη διατηρούμε όλη μας την κινητικότητα, όμως κι εμείς ακόμη διαισθανόμαστε έναν κίνδυνο και δεν ξέρουμε πώς ακριβώς θ’ αντιδράσουμε. Αυτά τα πρώτα λίγα βήματα, στον πρόωρα ήπιο αέρα που μια χιονοθύελλα είναι σίγουρα προορισμένη να σβήσει από τη μνήμη των ανθρώπων πριν ξημερώσει το αύριο – δεν κινδυνεύουμε να τα δεχτούμε μόνο γι’ αυτό που είναι, να είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτά και ν’ αφήνουμε την ευγνωμοσύνη μας να παίρνει τη θέση της περαιτέρω έρευνας στο πώς αυτά ήταν, να την αφήνουμε ν’ αντιπροσωπεύει τόσο τη στάση μας, όπως θα την κρίνει η αιωνιότητα, όσο και την εκπλήρωση της οποίας αυτή ήταν απλά η υπόσχεση; Αυτός είναι σίγουρα ο κίνδυνος που διατρέχουμε στην κατάσταση της εκλεπτυσμένης αλλά αθώας διαφώτισής μας: το να μην απαιτούμε να μας ακούσουν, να μην μαθαίνουμε πού οδηγούσαν αυτά τα βήματα ακόμη και παρά τη σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα ότι δεν έβγαζαν πουθενά, ακόμη και αμφιβάλλοντας αν ποτέ έγιναν, ότι θα μπορούσε ποτέ να έχει υπάρξει οποιοδήποτε είδος δομής ή διάρθρωσης στο οποίο θα πραγματοποιούνταν. Έτσι που με τον τρόπο μας βρισκόμαστε σε χειρότερη θέση ή τουλάχιστον σε χειρότερο κίνδυνο από κείνους τους άλλους που φαντάζονται τον εαυτό τους απελευθερωμένο ήδη από την αλυσίδα της επαναγέννησης. Αυτοί έχουν τις ψευδαισθήσεις τους που τους συντηρούν, παρόλο που αυτές είναι γεμάτες τρύπες και μερικές φορές δεν εμποδίζουν τους κατόχους τους να νιώσουν τα ψυχρά ρεύματα της αμφιβολίας, ενώ εμείς μπορεί ν’ αρχίσουμε ν’ αμφιβάλλουμε αν οτιδήποτε απ’ αυτά που στα μύχια της καρδιά μας γνωρίζουμε ότι είναι κάτι πραγματικό, ένα γεγονός ύψιστου πνευματικού μεγέθους, έχει ποτέ συμβεί. Εδώ είναι που μπορεί ο αισθησιασμός μας να μας σώσει in extremis: η ατμόσφαιρα της μέρας που συνέβη εκείνο το γεγονός, η εμφάνιση των δέντρων και των κτιρίων, το τι είπαμε σ’ αυτόν που ήταν και φορέας και συναποδέκτης αυτού του μηνύματος και τι αυτός απάντησε, λέξεις που δεν ήταν λέξεις αλλά ήχοι εκτός χρόνου, βγαλμένοι έξω από οποιοδήποτε αιώνιο πλαίσιο στο οποίο το περιεχόμενό τους θα ήταν αναγνωρίσιμο – τα γεγονότα αυτά έχουν μπει στη συνείδησή μας μια για πάντα, έχουν εισχωρήσει και εξαπλωθεί μέσα μας και ως βαθιά στους πόρους μας σαν θαυμάσιο αντίδοτο στο κύπελλο που είχε ήδη ετοιμάσει η επόμενη στιγμή και το οποίο, είτε κώνειο είτε νέκταρ, θα μπορούσε απλά ν’ αποδειχθεί μοιραίο γιατί ήταν το επόμενο, φέρνοντας μαζί του το άρρητο μήνυμα ότι η κίνηση μπορούσε να επιτευχθεί στον χρόνο μόνο, δηλαδή σε μια προκαθορισμένη ακολουθία στιγμών που πρέπει να μας μεταφέρουν μακριά από δω, μακριά απ’ αυτή την απαθή αλλά πραγματική στιγμή κατανόησης που μπορεί να είναι η μόνη που θα γνωρίσουμε ποτέ, ακόμη και αν απλά είναι η πρώτη μιας αυτονόητης ατέρμονης ακολουθίας. Τι θα γινόταν όμως αν αυτά ήταν όλα κι όλα; Τι θα γινόταν αν ήταν αλήθεια ότι «μια φορά αρκεί»; Ότι όλες οι συνέπειες, όλες οι απηχήσεις αυτού του μοναδικού γεγονότος θα έπρεπε ν’ αποκοπούν λόγω της ίδιας της μοναδικότητάς του· και ακόμη ότι και για τη μνήμη, στο βαθμό που μπορεί να ωφελήσει κάποιον, αυτή η στιγμή θα ήταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ, διαγραμμένη από τα χρονικά του καταγεγραμμένου χρόνου, βυθισμένη πιο κάτω από τον τελευταίο κύκλο της κόλασης, μέσα σ’ έναν λάκκο απόλυτης άρνησης, και όλα αυτά για το δικό μας καλό, έτσι ώστε να μη παρασυρθούμε και φανταστούμε ότι η καλοσύνη του είναι απείρως εκτατή, κάτι που δεν θα μπορούσε να συμβεί ποτέ, δεδομένης της απόλυτης και γενικευμένης φύσης αυτής της καλοσύνης, που προορίζεται να συμβεί μια μόνο φορά στον κύκλο της αιωνιότητας που δεν είναι προς επανάληψη; Αυτό δεν φαίνεται όμως και πολύ σωστό, είναι λίγο υπερβολικά βολικό ίσως, και εδώ πάλι είναι οι αισθήσεις μας που μας χρησιμεύουν κάπως να διακρίνουμε την αλήθεια από το ψέμα. Επειδή δεν θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν τις απορροές απ’ αυτό το ιδιαίτερο σημείο της ζωής, αν δεν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι μαζί τους, να τις συνυφάνουν στο σχέδιο των ημερών που θα ακολουθήσουν και ίσως είναι ηλιόλουστες ή βυθισμένες σε σκιά, η καθεμιά τους όμως με το αναγνωριστικό κατακόκκινο νήμα που διατρέχει όλο το στημόνι και το υφάδι του σχεδιάσματος, και κάποιες φορές σχεδόν εξαφανίζεται στις σκοτεινές συμφύσεις του, αλλά σε άλλες αναδύεται ως η πλήρης έμπνευση όλης της αναπαράστασης, οργανώνοντας μεγαλειωδώς τις επαναλαμβανόμενες δονήσεις του και επιβάλλοντας τη σφραγίδα του σ’ αυτές, ώσπου το νόημα όλης αυτής της διαδικασίας, αστράφτοντας ξαφνικά, αναδύεται από τις λαμπυρίζουσες λίμνες του κόκκινου σαν αχανές και διάφανο, αν και ακατάστρεπτο, πλαίσιο, το οποίο δεν θα χαθεί από το οπτικό πεδίο ξανά; Και εδώ μπορούμε να πούμε ότι ακόμη και αν η μοναδικότητα προοριζόταν να διαρκέσει μόνο όσο κρατά η μοναδική στιγμή της, κάτι που δεν πιστεύω ούτε δευτερόλεπτο, αλλά ας το υποθέσουμε χάριν επιχειρηματολογίας, ακόμη και αν ήταν έτσι, η αύρα της θα προοριζόταν να επιζεί στις μέρες μας, να μας ενημερώνει και να μας παροτρύνει προσεκτικά να πάρουμε τον σωστό δρόμο, παρόλο που πολύ σωστά θα μπορούσαμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας αποκομμένους από την κύρια πηγή, ώστε να μην είμαστε ποτέ σε θέση ν’ αναλογιστούμε την ορθότητά της και πάλι, αλλά παρ’ όλα αυτά ικανοί να δούμε τα ίχνη της στη μνήμη ως υπέρτατο αγαθό, σαν έναν θεό που κατέβηκε στη γη να μας διδάξει τις συνήθειες του άλλου βασιλείου, γιατί βλέπει ότι δεν έχουμε προχωρήσει πολύ μόνοι μας – όχι μακρύτερα από τα πρώτα εκείνα βήματα στον ξαφνικά γλυκό, ανοιχτό αέρα. Και είμαστε τυχεροί που επιλέγει με τον τρόπο αυτόν ν’ ασχοληθεί μαζί μας, γιατί απ’ αυτή τη στιγμή οι ανησυχίες μας έχουν τελειώσει, δεν έχουμε παρά να κάνουμε ένα βήμα μπροστά για να είμαστε στον σωστό δρόμο, όλοι βαδίζουμε σ’ αυτόν και πάντα βαδίζαμε, μόνο που δεν το ξέραμε ποτέ. Το τέλος εξακολουθεί να καλύπτεται από μυστήριο, αλλά το μυστήριο μειώνεται χωρίς ακριβώς να γίνεται πιο ξεκάθαρο όσο προχωράμε, σαν πόλη που το σχέδιό της αρχίζει να παίρνει μορφή στον ορίζοντα καθώς την πλησιάζουμε, αλλά αυτό δεν συμβαίνει ακριβώς στην περίπτωση αυτή, γιατί σίγουρα δεν αντιλαμβανόμαστε καλύτερα το θεϊκό αίνιγμα καθώς προχωράμε, απλά το μυστήριό του ελαττώνεται και καταλήγει να φαίνεται, όποτε σταματάμε να το σκεφτούμε, κάτι που δεν συμβαίνει πολύ συχνά, το λιγότερο σημαντικό χαρακτηριστικό του συνόλου. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η αίσθηση βεβαιότητας που έχουμε μεγαλώνει όλο και περισσότερο είτε συνάγεται με τη βοήθεια της σκέψης είτε με τη βοήθεια της αισθησιακής νοημοσύνης (αυτό δεν έχει σημασία): είναι εκεί, και αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται να μας απασχολεί, ακριβώς όπως δεν χρειάζεται να ερευνήσουμε την καταγωγή κάποιου ή τους προγόνους του για ν’ αξιολογήσουμε τις προσωπικές του ιδιότητες. Αλλά μετά το ερώτημα για το πώς βρέθηκε εκεί, το οποίο τώρα καταλαβαίνουμε ότι είναι ανώφελο, απομένει ένα άλλο ερώτημα: πώς θα τη χρησιμοποιήσουμε; Όχι μόνο με ποια μέσα, κάτι που είναι μια αρκετά σημαντική σκέψη, αλλά για ποιον σκοπό; Για τη δική μας βελτίωση και κατ’ επέκταση για τη βελτίωση του κόσμου γύρω μας ή αντίστροφα για τη βελτίωση του κόσμου, κάτι που θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι παρεμπιπτόντως θα μας έκανε ως πολίτες του καλύτερους ανθρώπους, παρόλο που αυτό ήταν μόνο μια παρενέργεια; Η απάντηση βρίσκεται στο πρωινό μας ξύπνημα. Γιατί ακριβώς όπως ξεκινάμε τη ζωή μας σαν απλά μωρά με το αποτύπωμα τού τίποτε στο κεφάλι μας, εκτός από τα εναπομείναντα ίχνη μιας προηγούμενης ύπαρξης που εξασθενούν όλο και περισσότερο καθώς προχωράμε μέχρι που τα έχουμε ξεχάσει εντελώς, μόνο που τώρα έχουν επιβληθεί άλλες αντιλήψεις έτσι που τα βρεφικά μυαλά μας δεν είναι ποτέ μια πλήρης tabula rasa, αλλά υπάρχει πάντα κάτι που ξεθωριάζει ή απλά φανερώνεται, και αυτό, οτιδήποτε είναι, αυτοπροβάλλεται πάντα πάνω μας, αυξάνει τα στρατεύματά του, παραβιάζει τις κλειστές πύλες της ευαισθησίας μας και ξεχύνεται μέσα μας για ν’ αυξήσει τις δυνάμεις του που έχουν αρχίσει να καταλαμβάνουν τη γυμνή μας συνείδηση και να διώχνουν εκείνα τα κομμάτια μιας άλλης συνείδησης (αν και όχι για πάντα ίσως – τίποτε δεν είναι μόνιμο – αλλά ίσως μέχρι τις τελευταίες μας μέρες, όταν οι δυνάμεις τους θα μαζευτούν ξανά στα όρια του πεδίου αντίληψής μας για να μας θυμίσουν εκείνη την άλλη παλιά ύπαρξη με την οποία καλούμαστε τώρα να ξανασμίξουμε), έτσι ώστε για μια στιγμή, μεταξύ των στρατών σε φυγή και αυτών που καταδιώκουν, υπάρχει σχεδόν μια στιγμή ειρήνης και αγνότητας, στην οποία αυτό που έπρεπε ν’ αντιληφθούμε θα μπορούσε σχεδόν να πάρει μορφή στον κενό αέρα, εφόσον υπήρχε αρκετός χρόνος, και ωστόσο στον χρόνο που απαιτείται να διακρίνουμε την ασάφεια του περιγράμματός του, μπορούμε αν είμαστε αρκετά ταχείς να πιάσουμε το νόημα αυτής της διαβεβαίωσης, προτού επιστρέψουμε στις άμεσες δραστηριότητές μας – ακριβώς, λέω, όπως ξεκινάμε κάθε μέρα σ’ αυτήν την κατάσταση απειλούμενου κενού που εξαφανίζεται πολύ γρήγορα, αλλά που αφήνει κάποια δυσανάγνωστα ίχνη σαν σκόνη κιμωλίας σε μαυροπίνακα αφού έχει σβηστεί, έτσι πρέπει να μάθουμε να το αναγνωρίζουμε ως τη μορφή, τη μοναδική, στην οποία θα μας απονεμηθούν, αν ποτέ γίνει αυτό, όποια θραύσματα της αληθινής μάθησης είμαστε προορισμένοι να λάβουμε. Η ανεπάρκεια, τα συνοφρυώματα και τα λοξοκοιτάσματα, οι φαγούρες και τα ξυσίματα καθώς ακούς δίχως να καταλαβαίνεις τι σου λένε, ή μόνο εν μέρει, ώστε να μην μπορείς να δεις το επιχείρημα στην ολότητά του, δεν πρέπει ν’ απορριφθούν σαν σημάδια της χρόνιας ανθρώπινης αδυναμίας μας, αλλά να γίνουν δεκτά και να εξεταστούν σαν σημάδια ζωής στα οποία βρίσκεται θαμμένο μέρος της όλης αλήθειας. Και ενώ η συζήτηση συνεχίζεται και συ νομίζεις ότι δεν παίρνεις κάτι απ’ αυτή καθώς χασμουριέσαι και τρίβεις τα μάτια σου και σκαλίζεις τη μύτη σου ή ξύνεις το κεφάλι σου ή σκουντάς τον διπλανό σου στο σκληρό ξύλινο παγκάκι, σε βρίσκει η γνώση αυτή για καλά, παίρνοντας αμέσως τις μορφές που χρειάζεται για να σ’ εντυπωσιάσει, τις μορφές της αδυναμίας για προσήλωση και της ανικανότητας ή της απροθυμίας να καταλάβεις. Γιατί είναι βέβαιο ότι θα σηκωθείς απ’ το παγκάκι σαν ένας νέος άνθρωπος, κι επιπλέον πριν βγεις στο άπλετο φως του δρόμου θα νιώσεις ότι μια αλλαγή έχει αρχίσει να δρα μέσα σου, βαθιά στις ίνες και στους τένοντές σου, και όταν το φως του δρόμου σε πλημμυρίσει θα έχεις επιτέλους καταλάβει πραγματικά, κάθε ίχνος αμφιβολίας θα έχει γίνει σκόνη από την εισροή του φωτός που ανεβαίνει αργά για να θάψει εκείνες τις ασυγκίνητες σημαδούρες εγωκεντρικότητας και στρεβλής αυτοεκτίμησης με τις οποίες κατάφερες να πλοηγηθείς, όμως δεν χρειάζεσαι τώρα πια που το πηδάλιο έχει ξεφύγει από τα χέρια σου και όλη αυτή η επιφάνεια του φωτός της μέρας έχει γίνει ένα με κείνη την άλλη εικόνα φωτός που θυμάσαι, τότε που ξεκινούσες, και που φοβόσουν ότι θα εξαφανιζόταν εξαιτίας της μοναδικότητάς της, και τώρα μόνο συνειδητοποιείς ότι αυτή η μονότητα ήταν η άλλη πλευρά του νομίσματος της πολύπλευρης ποικιλομορφίας και του ενδιαφέροντός της, και ότι μπορεί ταυτόχρονα να την αγαπούν για το πρώτο και να τη βιώνουν χάρη στην ευελιξία της για το δεύτερο. Μπορεί να την τρώει κανείς και να την αναπνέει, και πράγματι δεν θα είχε κανένα λόγο ύπαρξης αν δεν συνέβαινε αυτό. Νομίζω λοιπόν ότι το ερώτημα τού πώς θα χρησιμοποιήσουμε την πραγματικότητα της αποκάλυψής μας, καθώς και για ποιον σκοπό, έχει πια λυθεί. Πρώτα απ’ όλα βλέπουμε ότι αυτές οι δύο πλευρές του ερωτήματός μας είναι στην πραγματικότητα μια και μόνη, ότι υπάρχει μια μόνο πλευρά και ένα μόνο ερώτημα, ότι το ν’ απορούμε πώς είναι το ίδιο με το ν’ αρχίζουμε να ξέρουμε γιατί. Επειδή δεν υπάρχει επιλογή. Τις πρώτες στιγμές της απορίας μετά την αποδοχή της αποκάλυψης, θα μπορούσε αυτός ο τρόπος δράσης να δείχνει ότι υπόσχεται περισσότερα, ότι ακριβώς αυτός είχε ήδη συνειδητοποιήσει τις δυνατότητές του, ότι επομένως υπήρχε θέμα δισταγμού και η πιθανότητα απώλειας μεταξύ ενός τρόπου που είχε ήδη αποδείξει την αξία του και ενός άλλου, λιγότερο σίγουρου ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο πράσινα βοσκοτόπια, στη νεφελοκοκκυγία και ακόμη πιο μακριά, ακριβώς επειδή ο υπονοούμενος κίνδυνος φαινόταν ν’ αποτελεί μια μεγαλύτερη αρετή κατά την αποδοχή του. Είναι όμως βέβαιο τώρα ότι αυτοί οι δύο τρόποι είναι ίδιοι, ότι τους έχουμε και τους δυο, τον κίνδυνο και την ασφάλεια, απλά και μόνο επειδή είμαστε ανθρώπινα πλάσματα υποκείμενα στις διακυμάνσεις του χρόνου, τη γήινη μοίρα μας. Έτσι ώστε αυτό το δεύτερο είδος ευτυχίας δεν είναι παρά μια πιο ολοκληρωμένη, μια υλοποιημένη εκδοχή εκείνου του ιδανικού πρώτου είδους, και πρέπει να εκτιμηθεί περισσότερο επειδή τα ώριμα πλέον περιγράμματά της εσωκλείουν τόσο την υπόσχεση όσο και την ντροπή της ανθρώπινής μας κατάστασης, την οποία για τον λόγο αυτόν συνεχίζουν να μεταλλάσσουν σε κάτι που είναι ένα αμάλγαμα και των δύο, το πιστό είδωλο της ιδεαλιστικής ιδέας που μας έκανε να πάρουμε τον δρόμο αυτόν, ένα είδωλο όμως που είναι πιο αληθινό από το πρωτότυπο, επειδή μας ταιριάζει περισσότερο και του οποίου τις λαμπερές προοπτικές μπορούμε να νιώσουμε και να κρατήσουμε στα χέρια μας, σφίγγοντας το ταξίδι πάνω μας σαν το ψωμί και το κρέας που άφησε στην άκρη του δρόμου για τον κουρασμένο ταξιδιώτη ένας ανώνυμος Καλός Σαμαρείτης – εμείς, ίσως, όπως έριχνε ψίχουλα ο Κοντορεβιθούλης στον δρόμο για να τον βοηθήσουν μέσα στο σκοτάδι να επιστρέψει, μόνο που αυτά τα πουλιά ως εκ θαύματος δεν τα έχουν πειράξει: είναι δικά μας. Το να το ξέρεις αυτό σημαίνει να μπορείς να χαλαρώσεις χωρίς κανέναν κίνδυνο να λιμνάσεις. Έτσι εξαλείφεται η δυσκολία να ζεις με το ξετύλιγμα του έτους, την προετοιμασία για την άνοιξη και κατόπιν για την ασύλληπτη γαλήνη του καλοκαιριού, την οποία ακολουθούν οι αναζωογονητικές αναρρυθμίσεις του φθινοπώρου και η δύσκολη και ποτέ πολύ επιτυχημένη δουλειά της προσαρμογής στον χειμώνα και στην προσέγγιση μιας άλλης χρονιάς. Με τον τρόπο αυτόν συντονιζόμαστε αυτόματα μ’ αυτές τις εξελίξεις και μπορούμε να τις ξεχάσουμε· αυτό που μετράει είμαστε εμείς και όχι τι μας κάνει ο χρόνος, ή μάλλον μετράει το τι κάνουμε εμείς για τον εαυτό μας. Τι είναι αυτό; Η απορρόφηση του εαυτού μας κοιταγμένη απ’ έξω, όταν στην πραγματικότητα είναι αυτό που συμβαίνει μέσα μας – όλες αυτές οι κρυφάκουστες κουβέντες και εικασίες και οι θόρυβοι της μέρας καθώς σβήνει στην ηρεμία της νύχτας που μπορεί να είναι χαρούμενη ή αβυσσαλέα: αυτό δεν έχει σημασία από τη στιγμή που το έχουμε δεχτεί και το έχουμε βάλει μέσα μας για να είναι οι εσωτερικοί τοίχοι του δωματίου μας, ο τόπος όπου ζούμε. Και έτσι όλες αυτές οι αντικρουόμενες άσκοπες λεπτομέρειες μεταμορφώνονται σε κάτι ειρηνικό που περιβάλλει, σαν ταπετσαρία που θα μπορούσε να διακοσμηθεί με σκηνές ναυαγίων ή στρατιωτικά σύμβολα ή χάσκοντες ρωγμές στη γη, η οποία δεν έχει σημασία και μάλιστα μπορεί παραδόξως να εντείνει την αίσθηση ενός ειρηνικού σπιτίσιου εσωτερικού. Αυτός ο χώρος όμως δεν φτιάχτηκε μόνο για χρήση σε καιρό ειρήνης, αλλά και για δράση, για σχεδιασμένες επιθέσεις στην αδικία και τον τρόμο εκεί έξω, αν και αυτό δεν σημαίνει ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να βγούμε έξω ή αντίθετα ότι τα σχέδιά μας θα παραμείνουν στο στάδιο των ονείρων ή των στρατών εν μέσω του πυρός: έχουμε μαζί μας τόσο το μέσα όσο και το έξω μας καθώς προχωράμε μεθοδικά προς μια επιχείρηση που θα μας αλλάξει σε κάθε επίπεδο, και που επίσης θ’ αλλάξει την ισορροπία της δύναμης της ευτυχίας στον κόσμο προς όφελος δικό μας και όλων των ανθρώπινων όντων στον κόσμο. Και πώς θα γίνει εφικτό αυτό; Ας υποθέσουμε χάριν επιχειρηματολογίας ότι η χιονοθύελλα για την οποία μίλησα νωρίτερα έχει συμβεί, γκρεμίζοντας την εύθραυστη διακόσμηση της ευτυχίας σου σαν ένα αχυρένιο σπίτι, ξαναβυθίζοντας εσένα και τον κόσμο σου στη γκρίζα λήθη στην οποία τσαλαβουτούσες σε όλη σου τη ζωή μέχρι τη μέρα που η ευτυχία σου σού δόθηκε σαν δώρο, σαν ανταμοιβή ή κάτι τέτοιο για το πολυκαιριασμένο, άκαρπο ταξίδι που το αποκαλούσες η ζωή σου, μόνο που τώρα φαινόταν ότι μόλις ξεκινούσε και την ίδια στιγμή είχες την εντύπωση ότι σταματούσε ή τελείωνε. Προφανώς τότε η ευτυχία έμελλε να ήταν μια σταθερή κατάσταση, αλλά μετά αντιλήφθηκες ότι ήταν ταυτόχρονα και σταθερή και κινητή, σαν μια σταθερή πηγή φωτός με ακτίνες να εκπέμπονται από αυτή και να συνδέονται ξανά μαζί της. Αυτό σού ταίριαζε πολύ, γιατί ανταποκρινόταν στις δίδυμες επιθυμίες σου να δρας και να είσαι σε ειρήνη με τον εαυτό σου και με τις αντιμαχόμενες δυνάμεις έξω από σένα. Και τώρα αυτές έχουν επικρατήσει και πάλι και έχουν συντρίψει το εύθραυστο όνειρό σου για ευτυχία, έτσι που όλα φαίνονται δίχως νόημα. Κοιτάζοντας έξω τον απεγνωσμένο αλλά άψυχο κόσμο, νιώθεις ότι έχεις ξανακυλήσει στην κανονική κατάσταση των πραγμάτων, ότι αυτό που ένιωθες ακριβώς τώρα ήταν κάτι καινοφανές κι έτσι προορισμένο να εξαφανιστεί γρήγορα, με αποκλειστικό σκοπό να φωτίσει τη σκοτεινιά γύρω σου αρκετά ώστε να συνειδητοποιήσεις την τρομερή έκτασή του, κάτι μεγαλύτερο από ό,τι μπορεί να καλύψει το μάτι και το μυαλό. Ο πειρασμός εδώ είναι να ξαναπάρεις στωική στάση, χρωματισμένη με ειρωνεία και αυτοσαρκασμό παλαιότερων εποχών. Δεν είχε νόημα να φτάσεις στο σημείο αυτό, ούτε όμως, υποθέτεις, θα είχε νόημα και να το αποφύγεις. Είναι το ίδιο για σένα. Και γυρνάς την πλάτη σου στο παράθυρο σχεδόν με αίσθηση ανακούφισης για να θαφτείς ξανά στο έργο της τακτοποίησης των ανακατεμένων άχρηστων υπολειμμάτων στο καλάθι των πρόσφατων ημερών, χωρίς καμιά ελπίδα ολοκλήρωσης ή ακόμη και να σε νοιάζει αν αυτό θα γίνει ή όχι. Διαπιστώνεις ότι δεν μπορείς να συνεχίσεις από κει που σταμάτησες· οι λεπτομέρειες των πραγμάτων αλλάζουν και οι άκρες τους αιωρούνται μπροστά στα κουρασμένα μάτια σου· είναι αδύνατο να τις καταλάβεις έστω και στοιχειωδώς όπως έκανες άλλοτε. Κατανοείς ότι δεν μπορείς χωρίς εκείνη τη μοναδική απομονωμένη στιγμή που τώρα έχει ήδη γλιστρήσει τόσο βαθιά στο παρελθόν που μοιάζει με απλή σπίθα. Δεν μπορείς χωρίς αυτή και δεν μπορείς να την έχεις. Στο σημείο αυτό σε κατακλύζει υπνηλία σαν από απόλυτη κούραση και αδιαφορία· σ’ αυτή την αφύσικη, ονειρική κατάσταση τ’ αντικείμενα που σκεφτόσουν αποκτούν τη δική τους ζωή, καθ’ εαυτά και δι’ εαυτά. Σου φαίνεται ότι τα κρυφακούς και μπορείς να καταλάβεις την προσωπική τους γλώσσα. Δεν μιλούν καθόλου για σένα, αλλά λένε μεταξύ τους περίεργες προσωπικές ιστορίες για πράγματα που μπορείς μόνο κατά το ήμισυ να καταλάβεις, και άλλα πράγματα που έχουν νόημα μόνο για τα ίδια και είναι πέρα από κάθε είδους κατανόησης. Και αυτά με τη σειρά τους θα γνώριζαν άλλα σύνολα αντικειμένων, περιορισμένα στις δικές τους αντιλήψεις και στο όριο του εύρους ορατότητας εκείνων που τα συζητούν και τα ονειρεύονται. Ίσως επειδή ο χρόνος και ο χώρος γεμίζουν με αυτά έως το άπειρο και πιο πέρα· ή επειδή δεν υπάρχει αυτό που αποκαλούμε κενό, παρά μόνο ατελείωτες λίστες με πράγματα που μπορεί να γνωρίζουν ή να μη γνωρίζουν το ένα το άλλο, η «θλιβερή ποικιλία της οδύνης». Και αυτή η μάταιη ποικιλομορφία σε βυθίζει σε μουδιαστική απόγνωση και κενότητα. Όλος ο κόσμος δείχνει βαμμένος με την ίδια μελαγχολική απόχρωση. Τίποτε σ’ αυτόν δεν μπορεί να εγείρει τα συναισθήματά σου. Ακόμη και ο ήλιος φαίνεται νεκρός. Και όλ’ αυτά επειδή υπέκυψες σ’ αυτό που έμοιαζε να είναι μια αθώα και εντελώς φυσική επιθυμία, να τα έχεις όλα δικά σου, ξεχνώντας ότι, όπως είναι ευρέως διαδεδομένη, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί πάνω σε καμιά ανθρώπινη βάση, επειδή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Επομένως ακόμη και να την αναλογιστεί κανείς είναι αμαρτία. Αλλά, θα πεις, σ’ αυτές τις πρώτες στιγμές… Μη σκοτίζεσαι γι’ αυτό τώρα. Πρέπει να τις ξεχάσεις. Το όνειρο που σου φανερώθηκε φευγαλέα ήταν ένα παράδοξο, και για τον λόγο αυτόν πρέπει να ξεχαστεί όσο γρήγορα γίνεται. Αλλά, συνεχίζεις να επιμένεις, είχε σημασία ακριβώς επειδή ήταν ένα παράδοξο και επρόκειτο να πραγματοποιηθεί εδώ στη γη, με ανθρώπινους όρους· διαφορετικά θα το είχες ξεχάσει όσο γρήγορα ξεχνάς κάθε πρωινό όνειρο που κολλά πάνω σου λίγες στιγμές μόλις ξυπνάς, ώσπου οι ασυνέπειές του γίνονται κατάφωρες στο λογικό φως τής μέρας που απλώνεται και πάλι στη συνείδησή σου. Δεν επρόκειτο για κάποιο κακομαθημένο παιδί που ζητά κάτι από τη μητέρα του για πολλοστή φορά ή για παράκληση σ’ ένα αστέρι· ήταν μια νέα εναρμόνιση που υπήρχε και ήταν έτοιμη να λειτουργήσει. Και τώρα πάλι τα ίδια· οποιαδήποτε θαύματα, αν ξαναγίνουν, θα είναι ατελή, απλές δεξιοτεχνικές εκδηλώσεις δίπλα στην αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα εκείνου του άλλου, τόσο εκπληκτικά πραγματικού, όσο ένα νέο στοιχείο ή μια νέα διάσταση. Αυτά λοιπόν. Αν στ’ αλήθεια όμως ήταν τόσο πραγματικό όσο φαίνεται, τότε ήτανπραγματικό, και επομένως είναι πραγματικό. Όπως δεν μπορεί να προστεθεί ή ν’ αφαιρεθεί ύλη από το σύμπαν ή να καταστραφεί ενέργεια, έτσι και με κάτι πραγματικό, δηλαδή πραγματικό με την έννοια που το καταλάβαινες και το καταλαβαίνεις. Πότε θα συνειδητοποιήσεις ότι τα όνειρά σου έχουν αιώνια ζωή; Δεν εννοώ φυσικά ότι είσαι ένας αιθεροβάμων ονειροπόλος, αλλά ότι αυτά υπάρχουν πράγματι, έξω από σένα, χωρίς εσύ να χρειάζεται να κάνεις κάτι γι’ αυτό. Ακόμη και αν κάνεις κάτι, δεν θα έχει σημασία. Και είναι πιθανό ότι πάντα θ’ αγνοείς την ύπαρξή τους· ούτε αυτό θα έχει σημασία γι’ αυτά βέβαια. Πρέπει όμως να προσπαθήσεις να συλλάβεις την αλήθεια αυτού του πράγματος: οτιδήποτε υπήρξε, υπάρχει και πρέπει να υπάρχει. Το σκοτάδι που τώρα σε περιβάλλει δεν υπάρχει, επειδή ποτέ δεν είχε ανεξάρτητη ύπαρξη: το δημιούργησες εσύ από τη μελαγχολία και το μαρτύριο που ένιωσες. Φαίνεται αρκετά αληθινό για να σε κρύβει από το φως του ήλιου, αλλά η πραγματικότητά του είναι τόσο παραπειστική όσο μιας ψευδαίσθησης. Τα σύννεφα διαλύονται. Και τίποτε δεν έρχεται να πάρει τη θέση τους, να παρεμβληθεί ανάμεσα σε σένα και την πραγματικότητα που ονειρεύτηκες και η οποία έτσι είναι αληθινή. Αυτή η νέα εναρμόνιση οδηγεί ήδη τα βήματά σου και υποδεικνύει την κατεύθυνση που πρέπει να πάρεις χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι, επειδή είναι αόρατη τώρα· εξακολουθεί να φαίνεται ότι έχει χαθεί, επειδή φυσικά δεν υπάρχει απτή απόδειξή της: αυτό συμβαίνει μια μόνο φορά, είναι αλήθεια. Τώρα όμως το να έχεις αφομοιώσει το μάθημα, το να έχεις συνέλθει από το σοκ που δεν μπορείς να τη θυμηθείς, το να ξεκινάς πάλι από την αρχή, δεν είναι κάτι καλό αυτό για σένα; Δεν χρειάζεται πλέον να θυμάσαι τους κανόνες, φαίνονται να φτάνουν σε σένα σαν θραύσματα μιας θαμμένης γλώσσας που κάποτε ήξερες. Είσαι σαν τον πρίγκιπα του παραμυθιού που μπροστά του άνοιξε το αδιαπέραστο δάσος και μετά οι πύλες του πύργου, χωρίς ο ίδιος να ξέρει γιατί. Το μόνο που θέλεις είναι να κάνεις μια παύση για να τα ξεδιαλύνεις όλ’ αυτά, αλλά αυτό είναι αδύνατο· κινείσαι υπερβολικά γρήγορα για να διακοπεί η ορμή σου. Πώς θα εξελιχθούν όλ’ αυτά; Ποιο θα είναι το τέλος; Αυτές όμως είναι ερωτήσεις του αδαή αρχάριου, τις οποίες έχεις ήδη ξεχάσει. Σκέφτεσαι τώρα μόνο με τους όρους της ταχύτητας με την οποία προχωράς και την οποία ρουφάς σαν οξυγόνο· έχει γίνει το στοιχείο στο οποίο ζεις και το οποίο είσαι. Τίποτε άλλο δεν έχει σημασία. 

Κι έτσι, αδιαφορώντας για τα πάντα, έχεις και πάλι τον έλεγχο των πραγμάτων.  Ήσουν λίγο δύσπιστος για το αποτέλεσμα, αλλά αποφάσισες να το δοκιμάσεις παρ’ όλα αυτά. Ποιος μπορούσε να πει τι θα γινόταν; Δεν βοηθούσε ν’ ασχοληθείς και πολύ μ’ εκείνες τις ιδανικές μορφές ευτυχίας που σε στοίχειωναν από την κούνια και είχαν τώρα αυτοοριοθετηθεί σχεδόν μέσα σ’ έναν παροξυσμό· θα μπορούσαν να εκχωρηθούν στις γωνίες και τις τρύπες του μυαλού σου, αφού δεν είχε σημασία αν φαίνονταν, αρκεί να μην τις έχανες από τα μάτια σου. Αυτό που είχε σημασία τώρα ήταν να ξεκινήσεις τις δουλειές σου ή να επιστρέψεις στην καθημερινή ζωή με όλα τα κουραστικά μηχανικά προβλήματα που αυτό συνεπάγεται. Και ακριβώς εδώ ήταν που η φιλοσοφία κατέρρευσε παντελώς και αχρηστεύτηκε. Πώς να αντιμετωπίσεις τις νέες καταστάσεις που προκύπτουν κάθε μέρα σε δέσμες ή συστάδες και οι οποίες αντιστέκονται στην κατηγοριοποίηση, σε σημείο που κάθε λογική προσπάθεια αντιμετώπισής τους είναι καταδικασμένη από την αρχή; Και συγκεκριμένα, πώς να χειριστείς αυτή που αντιμετωπίζεις τώρα, η οποία μάλλον σε συνόδευε από πάντα· έχει άλλο όνομα τώρα και διαφορετικό βιογραφικό· οι ιδιότητές της συνδυάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται διαφορετική απ’ όλα όσα έχουν προηγηθεί, αλλά στην πραγματικότητα είναι η ίδια παλιά έκπληξη με την οποία έχεις πάντα ζήσει. Ξέχνα τις λεπτομέρειες ονομάτων και τόπων, ξέχνα επίσης τ’ αρχέτυπα και τις έννοιες που σε κατατρέχουν και που αποτελούν μέρος της τυπικής γήινης κατάστασης στην οποία βρίσκεσαι όσο και κείνες οι άλλες: ούτε η έννοια ούτε η κατάσταση των πραγμάτων που συνάγεται λογικά από αυτήν θα σε βοηθήσει πολύ τώρα. Αυτό που απαιτείται είναι η ικανότητα να μπαίνεις στην πολυπλοκότητα της κατάστασης σαν στην πραγματικότητα να μην ήταν καθόλου καινούρια, και που δεν είναι, καθώς περνάς το κατώφλι του λαβύρινθου. Εδώ βρίσκει κανείς αιφνίδια τη διαίσθησή του προσαρμοσμένη στις ανάγκες του νέου απαιτητικού συνδρόμου· κάθε δοκιμασία ξεπερνιέται άψογα, σαν σε όνειρο, και η περίπλοκη ατμόσφαιρα που διαμορφώνεται από τις διχασμένες θελήσεις και ενέργειες των πολλών που σε περιβάλλουν είναι παιχνιδάκι για σένα. Αναλαμβάνεις όλους όσους καταφτάνουν, αλλά δεν γνωστοποιείς την παρουσία σου. Αυτή τη στιγμή είναι σημαντικό να διεισδύσεις όσο γρήγορα γίνεται στα γόρδια περιγράμματα του υγρού, άγονου βάλτου (ή έτσι τουλάχιστον μοιάζει για την ώρα), χωρίς να ξεστομίσεις ούτε μια συλλαβή· να ζήσεις στον λαβύρινθο αυτόν που φαίνεται να κατευθύνει τα βήματά σου, αλλά στην πραγματικότητα εσύ είσαι αυτός που δημιουργεί το σχήμα του, αποτολμώντας μια νέα, φανταστικά δύσκολη τακτική, της οποίας η επιτυχία όμως είναι εγγυημένη. Το ξέρεις αυτό. Αλλά θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να μπορέσουν οι συνηθισμένες διαβεβαιώσεις να γίνουν αισθητές στην παράξενη, αποκλεισμένη κατάσταση που βρίσκεσαι τώρα. Μπορείς επίσης να τις ξεχάσεις και ν’ αφεθείς στη μυστική ανάπτυξη που έχει επικρατήσει. Τίποτε δεν μπορεί να τη σταματήσει, κι έτσι δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχείς γι’ αυτή ή και να τη σκέφτεσαι ακόμη.

Πώς κινούμαστε στη μικρή, αεριζόμενη κατάστασή μας, πόσο ευρύχωρη φαίνεται! Υπάρχουν τόσα να κάνουμε τελικά, τόσο πολλοί άνθρωποι να είμαστε μαζί, και μας αρέσουν όλοι. Αλλά στο μεταξύ ο μικρός μας χώρος δείχνει να κινείται αντίθετα με μας, παρασύροντάς μας προς τα πίσω. Φτάσαμε ως εδώ που βρισκόμαστε ακολουθώντας τη συμβουλή κάποιου, και μερικές φορές φαίνεται σαν να ήταν η λάθος συμβουλή. Αν ίσχυε αυτό, δεν θα βοηθούσε να το συνειδητοποιήσουμε, επειδή έχουμε τελειοποιήσει τα πιο βασικά στοιχεία που γεννά η παρούσα κατάστασή μας και βρισκόμαστε τεχνικά στην ίδια θέση με άλλους διαφορετικής καταγωγής, οι οποίοι μας συναντούν και συναναστρέφονται μαζί μας. Ένα σημάδι γι’ αυτό είναι ότι κανείς δεν κάνει παρατηρήσεις για το πόσο περασμένη είναι η ώρα, γιατί όλοι πιστεύουμε ότι έχουμε φτάσει στο σημείο όπου τέτοιες λεπτομέρειες δεν μετράνε πια· πιστεύουμε ότι είμαστε απρόσβλητοι από τον χρόνο, επειδή είμαστε «εκτός» του. Γνωρίζουμε όμως αμυδρά ότι η γαλήνη που έχουμε κατακτήσει τρέχει προς τα εμπρός γρηγορότερα από ποτέ, προς τη συνάντησή της με το διεισδυτικό παρελθόν· το γνωρίζουμε αυτό και τού γυρνάμε την πλάτη για να καταφύγουμε σε όνειρα, όπου και κει δεν είναι όλα ακριβώς καλά, στα οποία φτάνουμε στο απόγειο των επιδιώξεών μας να βρούμε τη μάζα από κάτω μας διάτρητη και γεμάτη κενά, και ωστόσο υπάρχει χώρος στην κορυφή για να τριγυρνάμε εκεί· θα μπορούσε σχεδόν να χαρακτηρισθεί όαση. Αλλά όπως όλοι γνωρίζουμε, το θέμα με την όαση είναι ότι όλη η έρημος πρέπει να γίνει μια τέτοια για να μπορέσουν οι εξωτικές θεωρίες της να μας ωφελήσουν, όμως ακόμη κι αυτό δεν θα ήταν αρκετό, γιατί τότε θα είχαμε υπερβολική αντίθεση με το συνηθισμένο εύκρατο κλίμα που οδηγεί σ’ αυτή. Ωστόσο μπορεί κανείς μια χαρά να ζει και ν’ απολαμβάνει τους καρπούς των σημαντικών κόπων του να φτάσει στο μέρος αυτό που θα μπορούσε να είναι το τέλος του κόσμου με την καθόλου δυσμενή έννοια· υπάρχουν τα ίδια πράγματα να δεις και ν’ αφήσεις να σε περιβάλλουν, αν και λιγότερα· αυτό που έχει κανείς είναι ποιότητα σε αντίθεση προς την ποσότητα. Μπορεί όμως η μια να υπάρχει χωρίς την άλλη; Οι σκέψεις αυτές μας καταπιέζουν στον κοινωνικό κόσμο που έχουμε χτίσει γύρω μας, ιδιαίτερα η σκέψη των άλλων εκείνων άπειρων κόσμων επί κόσμων· και όταν κανείς εξετάζει πραγματικά τον κόσμο του στο πιο σκληρό φως των δυνατοτήτων του για ευτυχία, διαπιστώνει ότι δεν είναι παρά σκέτη καταστροφή. Υπάρχει ωστόσο αέρας ν’ αναπνέει. Μπορεί τουλάχιστον κανείς να μείνει εδώ για λίγο, ελπίζοντας να έρθουν περισσότερα και καλύτερα πράγματα στο μέλλον. 

Έτσι έχουν τα πράγματα. Για πολλές εβδομάδες εξερευνούσες αυτό που φαινόταν να είναι ένας επωφελής τρόπος δράσης. Ανακάλυψες ότι υπήρχε μια διακλάδωση στον δρόμο, οπόταν ακολούθησες πρώτα αυτή που φαινόταν λιγότερο υποσχόμενη, ή οπωσδήποτε την πιο προφανή, από τις δυο κατευθύνσεις, ώσπου ένιωσες ότι είχες μια καλή εικόνα για το πού οδηγούσε. Έπειτα επέστρεψες για να ερευνήσεις τον πιο πολύπλοκο δρόμο, και για ένα διάστημα οι περιπλοκές του έδειχναν να σου υπόσχονται έναν πιο πολυσύνθετο και επομένως πιο πρακτικό στόχο, έναν στόχο που θα μπορούσε να επιλεγεί με πολλούς τρόπους, ώστε όλες οι όψεις ή οι εφαρμογές του να μπορούν να εξεταστούν εξονυχιστικά. Και κάνοντάς το αυτό άρχισες να συνειδητοποιείς ότι οι δύο κατευθύνσεις ενώνονταν και πάλι, πέρα μπροστά· ότι αυτό το μέρος της ένωσης ήταν πράγματι το τέλος, και ότι ήταν το ίδιο μέρος από το οποίο ξεκίνησες, του οποίου το ανυπόφορο μείγμα πραγματικότητας και φαντασίας σ’ έβαλε στον δρόμο που τώρα έχει κάνει τον κύκλο του. Ήταν ένα συναρπαστικό παζλ, αλλά στο τέλος όλα τα κομμάτια μπήκαν στη θέση τους, όπως σε μια ιστορία με φαντάσματα που αποδεικνύεται ότι έχει μια απόλυτα λογική εξήγηση. Δεν μένει τίποτε άλλο παρά ν’ αρχίσεις να ζεις μ’ αυτήν την ανακάλυψη, δηλαδή χωρίς την ελπίδα που αναφέρθηκε πιο πάνω. Ακόμη και αυτό δεν είναι τόσο εύκολο, επειδή ο μειωμένος τρόπος λειτουργίας ή το μειωμένο εύρος πρέπει επίσης να τρέφεται από μια μορφή ελπίδας ή από μια ελπίδα που δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά. Πρέπει κανείς να κινείται πολύ γρήγορα για να μένει στο ίδιο μέρος, όπως είπε η Κόκκινη Βασίλισσα, και ο λόγος είναι ότι όταν έχεις αποφασίσει ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση από το να μένεις ακίνητος, θα πρέπει ακόμη να μάθεις ν’ αντιμετωπίζεις την ορμητική παλίρροια του χρόνου και όλα τα δυσνόητα φαινόμενα που φέρνει στο πέρασμά του, μερικά από τα οποία μοιάζουν εντελώς με τις ημιτελείς αλλά φαινομενικά διασώσιμες καταστάσεις της πραγματικότητας σε σύγκρουση με τον εαυτό της, πράγμα που αρχικά σ’ έκανε ν’ ανησυχείς, ν’ αρχίσεις ν’ ασχολείσαι νευρικά με διάφορα μη πρακτικά σχέδια που στο τέλος, όπως φάνηκε, μειώθηκαν οριστικά στο μηδέν. Δεν μπορούν όμως, όπως ακριβώς και η φυσική ύλη, ν’ αποβληθούν από το σύστημα και η φύση τους, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ύπαρξής τους, θα παραμείνει ανολοκλήρωτη, αναζητώντας την ολότητα. Έτσι που τώρα παρουσιάζονται δύο πολύ διαφορετικές και πιο δυσοίωνες επιλογές: αυτή τού να μείνεις εκεί που είσαι και να διακινδυνέψεις επερχόμενη καταστροφή στα χέρια αυτών των ανέντιμων συμβούλων των πολλών απόψεων ή να παρασυρθείς απ’ αυτούς σ’ ένα παρελθόν βουτηγμένο στη νοσταλγία, του οποίου η γλυκύτητα καίει σαν χολή. Και αυτό είναι μια επιλογή που πρέπει να κάνουμε. 

Όπως ένας χαμένος σκύλος στην άκρη ενός πεζοδρομίου πλησιάζει δειλά έναν περαστικό πρώτα και μετά έναν άλλον, μη ξέροντας τι να ζητήσει, κάνοντας μερικά αμήχανα βήματα προς μια κατεύθυνση και μετά ξαφνικά στρέφεται προς μια άλλη προτού μπορέσει να εξακριβώσει ποια υποδοχή μπορούσε να έχει η βουβή του παράκληση, χαμένος, παραξενεμένος, γεμάτος ντροπή, έτοιμος να ξαναβουλιάξει στην εσωτερική του σύγχυση στην πρώτη επαφή με τον έξω κόσμο, έτσι και οι φιλοδοξίες σου, ψυχή μου, σ’ αυτόν τον πολυσύχναστο δρόμο που είναι ο μεγάλος αυτοκινητόδρομος της ζωής. Τι πιστεύεις ότι θα κερδίσεις με το να στέκεσαι μόνο εκεί και να δείχνεις ανήσυχος, ενώ η παλίρροια της ανθρωπότητας κινείται συνεχώς σαρωτικά προς τα εμπρός, προς κάποιον στόχο με τον οποίο, όπως όλα της δείχνουν, γνωρίζεται τόσο καλά, όσο εσύ με τα αιχμηρά προβλήματα που σε ταλαιπωρούν από κάθε μεριά; Πιστεύεις πραγματικά ότι αν καταφέρεις να φανείς αρκετά αξιολύπητος κάποιος ευγενικός άγνωστος θα σταματήσει να ρωτήσει το όνομα και τη διεύθυνσή σου και μετά θα σε οδηγήσει με ασφάλεια ακριβώς στην πόρτα σου; Όχι, δεν νομίζω ότι σε ταλαιπωρεί αυτό το είδος εικασίας, όμως πάλι αυτή η στάση σου του αξιολύπητου εγκαταλειμμένου, αυτό το εξεταστικό βλέμμα που τρέχει ανήσυχα από τη μια πλευρά στην άλλη σαν να θέλει ν’ αποτρέψει ένα χτύπημα – αυτά δεν συνηγορούν για σένα, παρόλο που ξέρουμε και οι δυο ότι είσαι ένας πολύ ακέραιος χαρακτήρας, πολύ υπεράνω των φθηνών προσπαθειών που παίζουν με τα συναισθήματα των άλλων. Και δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις να τους πεις ότι η συγκινητική μελαγχολία του βλέμματός σου δεν είναι προϊόν αυτοοικτιρμού, αλλά διαυγούς προσπάθειας να καταλάβεις τη θέση σου στο ορμητικό ρεύμα της κυκλοφορίας που ρέει ασταμάτητα από ορίζοντα σε ορίζοντα σαν σκοτεινό ποτάμι. Εμείς ξέρουμε ότι η στάση που συμβαίνει να παίρνεις για να σε δει ο κόσμος δεν έχει καμιά σημασία για σένα, θα μπορούσε εξίσου εύκολα να είναι κάποια άλλη, χαρούμενη ή υπεροπτική και αυταρχική ή οποιαδήποτε άλλη. Μόνο που έτυχε να έχεις αυτό το βλέμμα καθώς έφτανες στο τέλος της μελέτης του δρόμου που σου απέμενε ανοιχτός, και αυτό «πάγωσε» πάνω σου, όπως ακριβώς σε προειδοποιούσε η μητέρα σου όταν ήσουν μικρός. Και τώρα αυτό είναι το πρόσωπο που δείχνεις στον κόσμο, το πρόσωπο της προσδοκίας, όσο παράξενο και αν φαίνεται. Ίσως ο Τσάιλντ Ρόλαντ να είχε ένα τέτοιο βλέμμα καθώς πλησίαζε στον Σκοτεινό Πύργο, όλη του η ενέργεια συγκεντρωμένη στη συνάντηση με τον Βασιλιά της χώρας των Ξωτικών, αρκετά σίγουρος για το νικηφόρο αποτέλεσμα, αλλά όχι τόσο ώστε αυτό να σβήσει τις πρόωρες ρυτίδες έγνοιας από το χλωμό και δακρυσμένο του πρόσωπο. Ίσως τελικά έχει να κάνει με το ότι δεν θέλεις να εξοργίσεις κανέναν, ειδικά τώρα που φαίνεται να πλησιάζει η στιγμή της δικής σου συνάντησης. Μπορείς να το νιώσεις σε κάθε σου πόρο μέσα στην ξαφνική σιωπή που πέφτει πάνω στη βοή του πολυσύχναστου δρόμου και στο ασυνήθιστο σκοτάδι στον ουρανό, παρόλο που δεν φαίνονται κάποια σύννεφα. Η τρισάθλια πρόωρη άνοιξή σου έχει επιτέλους μεταμορφωθεί σε κάτι αληθινό, επιβεβαιωμένο από το ημερολόγιο, αλλά τι λυπημένο βλέμμα που έχει, ιδιαίτερα μετά το αισιόδοξο ξεκίνημά της που τώρα φαίνεται ν’ ανήκει στο βαθύ παρελθόν. Ο αέρας είναι υγρός και σχεδόν μαύρος, και με τσουχτερή ψύχρα· τα πέταλα της μαγνόλιας ισιώνουν και πέφτουν το ένα μετά το άλλο στη μισοπαγωμένη λάσπη στο έδαφος, όπου μόνο μερικοί βλαστοί από άρρωστο πράσινο χορτάρι έχουν καταφέρει να σηκώσουν το κεφάλι τους. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν εκπλήσσει, μάλιστα ανακουφίζει και κάπως, και είναι καλύτερα από την τρομερή συνέχεια που έδειχναν να υπόσχονται εκείνες οι πρόωρες στιγμές, κατακλυσμούς αντί για τη δυσοίωνη ησυχία που τώρα καλύπτει τα πάντα. Και ποιος θα έλεγε ότι αυτή η σιωπή δεν είναι ακριβώς εκείνη που ζήτησες για να μπορείς να μιλάς; Ίσως φαίνεται δυσοίωνη, επειδή απλά επικεντρώνεται τόσο έντονα σε σένα και σε ό,τι έχεις να πεις.

«Ό,τι υπήρξε, υπάρχει και πρέπει να υπάρχει» – αυτές οι λέξεις σε ξαναβρίσκουν τώρα, αν και σε διαφορετική κλίμακα, μετατοπισμένες από ένα μείζον σ’ ένα έλασσον κλειδί. Είναι όμως οι ίδιες λέξεις όπως πριν. Η σημασία τους είναι η ίδια, μόνο εσύ έχεις αλλάξει· τα βλέπεις όλα από μια διαφορετική σκοπιά, ίσως ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο επακριβή από την προηγούμενη, αλλά σε κάθε περίπτωση αναγκαία, χωρίς αμφιβολία, για να επιτευχθεί το τέλειο αποτέλεσμα. Βλέπουμε τα πάντα τώρα. Αυτό που έχουν καταφέρει οι πράξεις μας και οι συνέπειές του για εμάς. Και δεν είναι πια κάτι ανώνυμο, αλλά κάτι πλήρες χρωμάτων και ενδιαφέροντος, ένα ιστορικό δράμα της ζωής μας, με την τελευταία πράξη στο ασαφές μέλλον ακόμη, ώστε να μην μπορούμε να πούμε τελικά αν πρόκειται για κωμωδία ή τραγωδία, το μόνο που ξέρουμε είναι ότι είναι γεμάτο δράση και ουσία ζωής. Σίγουρα όλη αυτή η ζωή που ζούμε και που είναι δική μας είναι κατά κάποιον τρόπο καλή, αν και δεν μπορούμε να πούμε γιατί· ξέρουμε μόνο ότι η συμπάθειά μας έχει βαθύνει, έχει επισπευσθεί από το εφορμητικό θέαμα, σε βαθμό που είμαστε σαν θεατές που συρρέουν στη σκηνή για ν’ απορροφηθούν από το έργο, αν και γνωρίζουμε πάντα ότι αυτό είναι αδύνατο, και ότι οι ηθοποιοί συνεχίζουν να λένε τα λόγια τους σαν να μην ήμασταν εκεί. Και όμως πιστεύουμε ότι αυτό μπορεί τελικά να είναι δυνατό· αυτή είναι η στιγμή που κοινό και ηθοποιός και συγγραφέας και σκηνοθέτης σμίγουν χαρούμενα όλοι μαζί και γίνονται ένα, καθώς η αυλαία πέφτει για τελευταία φορά και τους χωρίζει από το μισοάδειο θέατρο. Όταν αυτό συμβαίνει – αλλά δεν έχει νόημα να ερευνήσουμε και αυτό. Η αποθέωση δεν σε γοήτευε ποτέ, μόνο εκείνες οι λιγοστές στιγμές στην προτελευταία πράξη, όταν όλα ξαφνικά ξεκαθαρίζουν για μια στιγμή για να ξαναβυθιστούν στη μισοαφάνεια πριν από την τελική ανάφλεξη που επιβεβαιώνει απλά την αλήθεια όσων με σαφήνεια είχαν διατυπωθεί πολύ πριν. Αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια ένδειξη ότι αυτή η στιγμή πλησιάζει.

Μόνο που η σιωπή συνεχίζει να εστιάζει πάνω σου. Ποιος είμαι τελικά, λες με απόγνωση για άλλη μια φορά, που μου αξίζει τόση προσοχή από την πλευρά του σύμπαντος· τι νομίζει ότι θα πάρει από μένα που δεν το έχει ήδη; Ξέρω επίσης ότι η σολιψιστική μου προσέγγιση είναι εντελώς λανθασμένη και ανόητη, ότι το σύμπαν δεν μ’ ακούει περισσότερο απ’ όσο ακούγεται η θάλασσα μέσα σε κοχύλια. Όμως δεν είμαι παρά ένας βουβός παρατηρητής – δεν φταίω εγώ που μπορώ πράγματι και παρατηρώ πώς όλα γύρω μου περιμένουν μόνο να σηκωθώ και να πω τη λέξη, όποια κι αν είναι αυτή. Και σίγουρα ακόμη και τα μάτια του αγαπημένου σου είναι καρφωμένα πάνω σου σαν ν’ αναρωτιούνται «Τι θα κάνει αυτός τη φορά αυτή;» Και αυτά τα μάτια, όπως και τα δέντρα και οι ουρανοί που σε περιβάλλουν, είναι γεμάτα δέος, περιμένοντας αυτή τη λέξη που πρέπει να έρθει από σένα και που δεν έχεις μέσα σου. «Τι θα πω τώρα;» Καθώς όμως συνεχίζεις να κοιτάς αμήχανα τα μάτια του αγαπημένου σου, μιλώντας για άσχετα πράγματα, αντιλαμβάνεσαι έναν αόρατο ιστό που συνδέει τα μάτια αυτά με σένα και συγχρόνως τους δύο σας με την ατμόσφαιρα αυτού του δωματίου που οδηγεί σε σένα μετά τις παραξενιές του εξωτερικού χώρου. Συνειδητοποιείς ξαφνικά ότι μιλούσες για πολλή ώρα χωρίς ν’ ακούς τον εαυτό σου· πρέπει να το έχεις πει εδώ και πολύ καιρό χωρίς να το ξέρεις, γιατί όλα στο δωμάτιο είναι πάλι πίσω στη γνωστή τους θέση, μόνο που αυτή τη φορά είναι οργανωμένα σύμφωνα με τις αόρατες οδηγίες που εκπέμπονται και από τους δυο σας, σαν τους νόμους που διέπουν ένα βασίλειο. Τώρα υπάρχουν τόσο πολλά να πείτε που φαίνεται ότι κανένας από τους δυο σας δεν θα σταματήσει ποτέ να μιλά. Και η λέξη στην οποία όλα βασίζονταν είναι θαμμένη πίσω εκεί· με κοινή συναίνεση κανένας από τους δυο σας δεν την εξέτασε όταν είχε ειπωθεί και είχε οδηγηθεί βιαστικά στον τελικό τόπο αναπαύσεώς της. Αυτή οργανώνει, οι οδηγίες εκπέμπονται από το σύστημα ελέγχου της; επομένως είναι καλό να υπάρχει άγνοια για το τι είναι, καθώς τα αποτελέσματά της μπορούν να γίνουν γνωστά με πολύ προσωπικό τρόπο, να εκτιμηθούν γι’ αυτό που είναι· είναι τότε καλύτερα η θαμμένη λέξη να παραμείνει θαμμένη, γιατί ήμασταν προορισμένοι μόνο να εκτιμούμε τους καρπούς της και όχι τη μυστική αρχή που τους ενεργοποιούσε – τέτοια γνώση θα ήταν κάτι υπερβολικό. Στο μεταξύ είναι δυνατό να γνωρίζουμε αρκετά, και αυτά είναι τα μόνα που θα έπρεπε να γνωρίζουμε και για τα οποία έχουμε προσπαθήσει πολύ όλη μας τη ζωή. Πρέπει να τα διαβάζουμε αυτά σε φυσικά πράγματα: στα κουτάλια και στα λιγδιασμένα τραπέζια στο δωμάτιο αυτό, στα ξύλινα ράφια, στο γεμάτο μύγες ταβάνι που γίνεται ένα με την κατήφεια – πράγματα καλά και χαρούμενα, παρ’ όλα αυτά, που μας λένε λίγα για τον εαυτό τους και περισσότερα για μας από όσο είχαμε ποτέ φανταστεί ότι ήταν δυνατόν να γνωρίζουμε. Έχουν γίνει η ύφανση της ζωής. 

Ώσπου, συνηθισμένος στις απογοητεύσεις, μπορείς κι επιτρέπεις στον εαυτό σου να ορίζει και να ορίζεται από κείνα τα νήματα ή τις εκπορεύσεις που συνδέουν τα πάντα, δεν έχεις εξορκίσει πλήρως τον δαίμονα της αμφιβολίας που σε θέτει σε κίνηση σαν κουνιστό αλογάκι που δεν μπορεί να σταματήσει να κουνιέται. Μπορεί να έχεις κερδίσει λίγους πόντους εκεί που για πρώτη φορά έκανες τα λιγοστά αυτά βήματα (όχι πάνω από τρία κατά πάσα πιθανότητα), όταν για πρώτη φορά συνειδητοποίησες το τεράστιο μέγεθος της επιλογής μεταξύ δύο ειδών αλληλοαποκλειομένων καθολικών ευτυχιών. Και συνειδητοποίησες επίσης ότι είναι λάθος να μηρυκάζεις αιωνίως και να επαναλαμβάνεις αυτά τα μοιραία βήματα, σαν χαλασμένος προβολέας ταινιών που δείχνει συνέχεια το ίδιο κομμάτι ταινίας – το συνειδητοποίησες αυτό όταν πια ήσουν μακριά από κείνη την εμπειρία που είχε όντως αρχίσει να παίρνει την αλλόκοσμη παραδοξότητα παλιάς φωτογραφίας. Έβγαλες κραυγή στην έρημο και σωριάστηκες μέσα σου, αδιαφορώντας για τις πορείες των εποχών και των πλανητών στις τροχιές τους, και πέθανες για πρώτη φορά. Και τώρα που έχεις αναδυθεί από τον τάφο σαν τον Λάζαρο με τη βοήθεια σκοτεινών θαυματουργών δυνάμεων εκπλήσσεσαι που η γη δεν είναι καλύτερη από αυτή που άφησες πίσω σου, που τα πράγματα όλα δεν έχουν αυτοτελειοποιηθεί ακόμη όπως εσύ πιστεύεις ότι έχεις κάνει με το να πεθάνεις και να ξαναζωντανέψεις μέσα στην αβέβαιη δόξα της μέρας αυτής στις αρχές της άνοιξης. Δεν μπορείς να ξεπεράσεις το γεγονός ότι οι συζητήσεις ακούγονται το ίδιο πάντα, ότι τα σύννεφα της δυστυχίας εξακολουθούν να παραμένουν στο αόρατο δίχτυ που μαζεύεται γύρω από τα πάντα, ενώνοντάς τα σ’ έναν σταθερό σκοπό, καθώς κάνει κάθε μεμονωμένο πράγμα να διογκώνεται πιο φωτεινά και πιο σκοτεινά ταυτόχρονα, αναδεικνύοντας τη φύση της πραγματικής του ύπαρξης. Αλλά το θαύμα εδώ είναι ότι έχεις επιστρέψει όχι στην υπερφυσική λάμψη τ’ ουρανού, αλλά στο συνηθισμένο φως της μέρας που γνώριζες τόσο καλά πριν χαθεί από τη θέα σου, και το οποίο συνεχίζει να σ’ εμπλουτίζει καθώς διαποτίζει και σένα και τα αγέραστα υπάρχοντα του μυαλού σου, τη φαντασία σου, τη δειλή πρώτη αγάπη και την ήσυχη αποδοχή της εμπειρίας στην αναζωογονητική της παλίρροια. Και το θαύμα δεν είναι ότι έχεις επιστρέψει – πάντα ήξερες ότι θα επέστρεφες – αλλά ότι τα πράγματα έχουν παραμείνει ίδια. Η μέρα δεν έχει προχωρήσει πολύ: ακόμη προσφέρει μισοσοβαρά με το ένα χέρι την υπόσχεση που τσεπώνει με το άλλο, και εναπόκειται σε σένα πάντα ν’ αδράξεις την ευκαιρία, να ριχτείς στη μάχη, να μην σε ορίζουν οι βάναυσες, αν και ανθρώπινες, ιδιοτροπίες της. Αυτός που κάθεται απέναντί σου και σου έκανε μια ερώτηση περιμένει ακόμη απάντηση· δεν έχει ακόμη βρει τον δισταγμό σου ασυνήθιστο, αλλά είναι στο χέρι σου να τον γραπώσεις με τα δύο χέρια, να τον αποσπάσεις από τον συνδετικό του ιστό και να τον τρίψεις για να φύγει η βρομιά που έχει θολώσει τη λάμψη του, ώστε να τού τον αποκαταστήσεις, την παύση εκείνη που είναι η απάντηση που περιμένατε και οι δυο σας. Όταν ήταν νέα μπορούσε ο καθένας να μιλήσει γι’ αυτή, αλλά μετά από χρόνια αδράνειας και δικής σου αμέλειας έχει αμαυρωθεί και έχει γίνει αγνώριστη. Χρειάζεται μια νέα φωνή να την αφηγηθεί, διαφορετικά θα φαίνεται απλά σαν μια ακόμη αμήχανη παύση σε μια συζήτηση που αποτελείται κυρίως από παρόμοιες, και δεν θα μπορέσει να συνειδητοποιήσει ποτέ τις δυνατότητές της ως καταλύτης, στρέφοντάς σε τόσο στον εαυτό σου μέσα, όσο και προς τα έξω, προς το κρυστάλλινο εκείνο βλέμμα που είναι το στήριγμα των ημερών και των νυχτών σου τόσο καιρό τώρα. Προς το παρόν μόνο εσύ την ξέρεις γι’ αυτό που είναι, αλλά καθώς συνεχίζεις να τη στηρίζεις, κάποιοι άλλοι θ’ αρχίσουν ν’ αντιλαμβάνονται την αληθινή της φύση, ώσπου τελικά θα γίνει η μικρότερη απόσταση μεταξύ των στόχων των δικών σου και των αγαπημένων σου, το μόνο ανθρώπινο έδαφος που μπορεί να θρέψει τις ελπίδες και τους φόβους σου ώστε να γίνουν το δέντρο της ζωής που είναι τόσο μεγάλο όσο το σύμπαν, το οποίο γεμίζει πλήρως με τη θετική του ιδέα για ανάπτυξη και αυξανόμενο έλεγχο. Επιτρέπεται έτσι να ξεκουραστείς λίγο εδώ στην παύση αυτή που μόνος σου ανακάλυψες: λίγη ανάπαυση δεν θα κάνει κακό στο στάδιο αυτό· στο μεταξύ μη φοβάσαι ότι όταν θα μιλήσεις και πάλι θα ξαναζωντανέψει όλη η σκηνή σαν να την ελέγχουν αόρατες μηχανές. Δεν απομένουν πολλά να κάνεις εκτός από το να περιμένεις προσδοκώντας την αναπόφευκτη απάντησή σου. 

Αναπόφευκτη, αλλά αναβάλλεται τόσο συχνά. Ολόκληρες περίοδοι της ιστορίας αναδύθηκαν στα κενά που άφησαν αυτές οι παύσεις, δυναστείες, επιδρομές βαρβάρων και ούτω καθεξής, έως το στάδιο της χλόης και των θραυσμάτωνκαι ωστόσο η απάντηση καθυστερεί προσωρινά. Κατά τη διάρκεια αυτών των περιόδων μια σκέψη περιέβαλλε τα πάντα σαν τον γαλάζιο ουρανό της ιστορίας: ότι πράγματι ήταν αυτή ακριβώς και καμιά άλλη. Όσο συμβαίνει αυτό οτιδήποτε άλλο μπορεί ν’ ακολουθεί τον δρόμο του, ο χρόνος μπορεί να εισρέει στην αιωνιότητα, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο σαν δέλτα κοίτασμα, η βεντάλια του οποίου διευρύνεται και διευρύνεται και είναι η ζωή μου, ο χρόνος που παίρνω· σηκωνόμαστε το πρωί και φυσάμε μισοπεθαμένα κάρβουνα, ίσως για τελευταία φορά· τα μαλλιά μου είναι άσπρα και ανακατωμένα και σχεδόν δεν αναγνωρίζω το πρόσωπό μου πια, όμως τίποτε από όλ’ αυτά δεν έχει σημασία, όσο η απάντησή σου τα τυλίγει όλα μαζί, ο διάφανος άξονας αυτού του ιδιαίτερου κεφαλαίου της ιστορίας. Φαίνεται ότι το γαλάζιο τ’ ουρανού είναι λίγο πιο χλωμό κάθε πρωί, όπως συμβαίνει προς το τέλος κάθε εποχής, όμως κανείς δεν θέλει να κινείται βιαστικά, αλλά να συνεχίζει αυτή τη μισοάγρια, μισοποιμενική ύπαρξη, ώσπου μια μέρα ακούγεται η αδιαμφισβήτητη ξερή αλλά βαθιά προφορά:

«Περίμενες πάρα πολύ. Και τώρα θ’ ανταμειφθείς με την προσοχή μου. Να είσαι σίγουρος: θα σου φαίνεται μάλλον σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε· τίποτε δεν θα φανερώνουν οι εξωτερικές λεπτομέρειες της ζωής σου και κάθε νύχτα θα σέρνεσαι κουρασμένος και οργισμένος στο κρεβάτι. Να ξέρεις όμως ότι ακούω. Από τώρα και στο εξής η αόρατη γενναιοδωρία της ανησυχίας μου θα είναι εκεί για να σου κρατά συντροφιά, και καθώς ωριμάζεις θα ελευθερώνει περισσότερο από τον ίδιο χώρο για σένα, ώστε τελικά όλη η επικράτειά σου να γίνει δικαιωματικά δική σου και πάλι.» 

Ξέρω τώρα ότι δεν περιμένω πια, και ότι το προηγούμενο μέρος της ζωής μου, στο οποίο νόμιζα ότι περίμενα κι επομένως δεν ήμουν παρά μισοζώντανος, δεν περίμενα, αν και ήταν χρωματισμένο με προσδοκία, αλλά ζούσα κάτω από και μέσα σ’ αυτήν την απάντηση που έκανε ξαφνικά τα πάντα στον κόσμο μου ν’ αποκτήσουν νέο νόημα. Είναι σαν να είχα πιάσει ένα νήμα που είχα απλά ξεχάσει κάπου, αλλά που για πολύ καιρό φαινόταν χαμένο. Και όλα αυτά επειδή είμαι σίγουρος τώρα, αν και χωρίς πολύ καλό λόγο, ότι ήταν αυτό ακριβώς και κανένα άλλο. Η λύπη που μας πλημύριζε όταν ήμασταν παιδιά και μας συνόδευε και στην ενήλικη ζωή μας έχει επουλωθεί, και δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός απ’ αυτόν τον δρόμο της υγείας που παίρνουμε, όσο σιωπηλός και αν είναι. Μας επιτρέπει όμως να κοιτάζουμε πίσω σε κείνες τις άλλες, τις φαινομενικά κακομαθημένες μέρες και να τις επαναξιολογούμε: στην πραγματικότητα ήταν πάρα πολύ γεμάτες, έφερε η καθεμιά το μερίδιο της ευτυχίας και της θλίψης της, και τέλειωνε την ιστορία της τη στιγμή που έπεφτε το λυκόφως· εκείνες οι μέρες είναι τώρα αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας μας, παρότι ο αέρας τους είναι γεμάτος ανωριμότητα και επιφυλακτικότητα· έχουν τη φρεσκάδα των πρωτόλειων που μπορεί ν’ απορριφθούν άδικα αργότερα. Και δεν είναι διαφορετικά σήμερα: παιδιαρίζουμε όσο ποτέ, όπως αποδεικνύεται, ίσως μόνο το κρύβουμε λίγο καλύτερα, αλλά θέλουμε πάντα αυτό που θέλουμε, όταν το θέλουμε και καμιά δύναμη στη γη δεν είναι αρκετά δυνατή να μας το αρνηθεί. Αλλά τουλάχιστον βλέπουμε τώρα πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα, και έτσι έχουμε το μυαλό να σταματάμε να επιμένουμε κάθε τόσο με πρόσχημα κάποια φαινομενικά άσχετη δραστηριότητα, επειδή νομίζουμε ότι έτσι θα είμαστε περισσότερο ικανοποιημένοι· κάτω από τη διακριτική συμπεριφορά η επιθυμία είναι επιτακτική όσο ποτέ, αλλά μετά από τόσες αναβολές αντιλαμβανόμαστε τώρα ότι μια μικρή καθυστέρηση δεν κάνει κακό και μπορούμε να χαλαρώσουμε με τη βεβαιότητα της τελικής ικανοποίησης. Αυτό ήταν το μήνυμα εκείνης της μέρας έξω στον δρόμο, όταν για πρώτη φορά αντιλήφθηκες ότι η συμβατική ευτυχία δεν θα σου πήγαινε και αποφάσισες να διαλέξεις το απρόβλεπτο είδος, παρά τους κινδύνους στους οποίους την εξέθετε η ανάγκη της για συνεχή ανάπτυξη και επέκταση. Αυτό σ’ έβαλε στον δρόμο σου, αν και συχνά φαινόταν σαν τα πόδια σου να είχαν ριζώσει στη γη και ήσουν καταδικασμένος να μεγαλώνεις και να παρακμάζεις σαν δέντρο. Παρόλα αυτά ήξερες ότι κινούσουν, είτε εσύ ήσουν σε κίνηση είτε το τοπίο κινούταν προς εσένα, και μπορούσες να παραμένεις υπομονετικός με την ιδέα της ανάπτυξης, όσο η έννοια της μοναδικότητας – μόνη αυτή και καμιά άλλη – έλαμπε σαν άστρο στον ουρανό από πάνω σου. 

Σήμερα οι περιπλανήσεις σου έκλεισαν τον κύκλο τους. Έχοντας ξεκινήσει απορρίπτοντας την ιδέα της ομοιομορφίας για χάρη της πολλαπλότητας των εμπειριών, γήινων και πνευματικών, στην πραγματικότητα μια πολλαπλότηταδιαφορετικών ζωών που έζησες όπως σου άρεζε, ενώ ο χρόνος κυλούσε μ’ έναν άλλο, αδιατάρακτο ρυθμό, συνειδητοποιούσες σταδιακά ότι η ίδια η ποικιλομορφία αυτών των εμπειριών κινδύνευε από τη δική της εσωτερική φύση, επειδή η ποικιλία συνεπάγεται παραλληλισμό, και όλοι αυτοί οι εξαιρετικά ιδιοσύστατοι τρόποι σκέψης και δράσης κινούνταν τώρα προς την ίδια κατεύθυνση και απειλούσαν συνεχώς να συγχωνευτούν μεταξύ τους σε μια ενιαία μονόδρομη κίνηση προς αυτόν τον αόρατο στόχο της συγκεκριμένης διαφορετικότητας. Γιατί όπως ακριβώς κάθε είδους άνθρωποι μεγαλώνουν πάνω στη γη και φαντάζονται τους εαυτούς τους πολύ διαφορετικούς από τους άλλους, αν και βασικά είναι ίδιοι, έτσι και όλες αυτές οι ιδέες είχαν προκύψει στο ίδιο κεφάλι και δεν ήταν παρά πτυχές ενός και μόνου οργανισμού: εσύ ο ίδιος ή ίσως η επιθυμία σου να είσαι διαφορετικός. Έτσι ώστε τώρα, για ν’ αποφευχθεί η εξαφάνιση, έγινε και πάλι αναγκαία η επίκληση της ιδέας της ενότητας, μόνο που τη φορά αυτή, αν αυτό είναι δυνατόν, σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο, προκειμένου οι ομοιότητες στις διάφορες ζωές σου ν’ ακυρώσουν η μια την άλλη και οι διαφορές να παραμείνουν, αλλά υπό την αιγίδα της μοναδικότητας, της ξεχωριστότητας, έτσι ώστε κάθε διαφορά να μπορεί να εκληφθεί ως ο τύπος όλων των άλλων και ωστόσο να παραμένει εγγενώς η ίδια, σε αντίθεση με οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Πράγμα που μας φέρνει σε σένα και στη σκηνή στο μικρό εστιατόριο. Είσαι ακόμη εκεί, πολύ ψηλά πάνω από μένα σαν πολικός αστέρας και μ’ εσωκλείεις σαν ουράνιος θόλος· η μοναδικότητά σου είναι πια ομοιόμορφη, δηλαδή τα διάφορα γνωρίσματά σου και τα χαρακτηριστικά σου σημάδια έχουν απλωθεί και έχουν γίνει ένα προστατευτικό κάλυμμα σαν σύννεφο, του οποίου οι ανωμαλίες είναι όλες λειτουργίες της μονομορφίας του, και το οποίο αποτελεί μια αυθαίρετη, αλλά οριστική οριακή γραμμή ανάμεσα στον νέο άτυπο, σχεδόν τυχαίο τρόπο ζωής που θα είναι δικός μου μόνιμα και στις μονολιθικές ομοιότητες του κόσμου που υπάρχει για να είναι εξοστρακισμένος. Επειδή αυτά έχουν υπολογιστεί μια για πάντα. Θα ήταν λάθος να τα ξανακοιτάξουμε, και ευτυχώς είμαστε κατασκευασμένοι έτσι που η παρόρμηση να το κάνουμε δεν μπορεί ποτέ να ξυπνήσει μέσα μας. Είμαστε και οι δύο ζωντανοί και ελεύθεροι.

Αν μπορούσες να δεις μια ταινία με θέμα εσένα θα καταλάβαινες ότι αυτό είναι αλήθεια. Οι ταινίες μάς δείχνουν τους εαυτούς μας όπως δεν είχαμε ακόμη μάθει να τους αναγνωρίζουμε – κάτι στη φύση της καθημερινής ζωής ή των καθημερινών συμβάντων που γρήγορα διπλώνεται και γίνεται αρχαία ιστορία σαν χθεσινή εφημερίδα, αλλά με τον τρόπο αυτόν ένα νέο πρόσωπο έχει αποκαλυφθεί, μια επιφάνεια πάνω στην οποία μπορεί να γραφτεί μια νέα φράση πριν ξανασμίξει με την ιστορία, ή μπορεί να παραμείνει κενή και να το κάνει αυτό ούτως ή άλλως: δεν έχει σημασία γιατί κάθε πράγμα έρχεται στην ώρα του και χάνεται στο παρελθόν, και αυτό είναι που όλοι περιμένουμε και θέλουμε. Αυτό που έχει σημασία είναι τι θ’ απογίνει όταν αυτό έχει εισέλθει στους ιερούς περίβολους του παρελθόντος· όταν, λυγίζοντας κάτω από το βάρος μιας παντοδύναμης νοσταλγίας, κάθε περίγραμμά του αποκαλύπτεται επιτέλους ως αυτό που ήταν, αλλά αυτό μπορεί να είναι γνωστό μόνο στο παρελθόν. Δεν είναι λάθος να βλέπουμε τα πράγματα μ’ αυτόν τον τρόπο – πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να ζούμε στο παρόν γνωρίζοντας ότι ήταν το παρόν, αν δεν το κάναμε εντός του πλαισίου των σημαντικών πραγμάτων που έχουν ήδη συμβεί; Όχι, πρέπει κανείς να εκτιμά ιδιαίτερα κάθε στιγμή του παρελθόντος, να τον συναρπάζει όπως τον συναρπάζει κάθε στιγμή μιας παλιάς ταινίας που βλέπει. Αυτά τα παράθυρα προς στο παρελθόν μάς δίνουν τη δυνατότητα να δούμε αρκετά ώστε να ισορροπούμε στην ξυραφένια κόψη του παρόντος που στην πραγματικότητα είναι άχρονο, που ξεστρατίζει συνεχώς προς το θετικό παρελθόν και το αρνητικό μέλλον, οι κινήσεις του οποίου το καθορίζουν από μόνες τους. Δυστυχώς πρέπει να ζούμε εντός του. Είμαστε συγκλονισμένοι απ’ αυτό. Επειδή οι άχρονες, άχωρες διαστάσεις του δεν μας προσφέρουν πινακίδες, τίποτε που να μας καθοδηγεί. Σ’ αυτήν την αδιάστατη περιοχή ένα μόνο βήμα μπορεί να είναι χιλιόμετρα ή πόντοι· η φλόγα ενός σπίρτου μπορεί να φαίνεται σαν έκρηξη στον ήλιο ή δεν μπορεί να προκαλέσει το παραμικρό βαθούλωμα στη θαμπόγκριζα, ομοιόμορφη νύχτα. Τα τινάγματα και η απώλεια βαρύτητας δημιουργούν μια μόνιμη κατάσταση ναυτίας που βουίζει πάντα αμυδρά στο ασαφές άκρο, όπου η ζωή συναρθρώνεται με το μέλλον και το παρελθόν. Αλλά αν εστιάσεις μόνο στο παρελθόν μέσα στο καθαρό σκοτάδι του σινεμά θα γίνεις άλλος άνθρωπος και θα μπορείς ν’ αρχίσεις να ζεις και πάλι. Για τον λόγο αυτόν εμείς, ξεκομμένοι από την ξαφνική ελευθερία, μπορούμε να επικοινωνούμε μόνο με τη βοήθεια αυτού του κινηματογραφικού μέσου που έχει απαθανατίσει και έχει δώσει οριστικό σχήμα στις άμορφες χειρονομίες μας· μπορούμε να ζούμε σαν να είχαμε προφτάσει τον χρόνο και ν’ αποφεύγουμε τη νόσο του παρόντος, μια ασχημάτιστη θολούρα τόσο άχρηστη, όσο ένα απρόσεκτα εκτεθειμένο ρολό φιλμ. Υπάρχει σκληρότητα και πυκνότητα τώρα, και η ιστορία μας παίρνει το σαφές, συμπαγές σχήμα της πλοκής ενός μυθιστορήματος με όλες τις άκρες και τα εσωτερικά του χωρία φανερά στον αναγνώστη που θα το συνεχίσει και θα το ξανασυνεχίσει πολλές φορές, θα το πιάσει και θα το αφήσει και θα το ξαναπιάσει.

Πόσος χώρος υπάρχει στη συνεχιζόμενη ιστορία για όλες τις περιπέτειες, τις αλλόκοτες απολαύσεις, τις μεσαίου μεγέθους εμπειρίες που κατά κάποιον τρόπο δεν ταιριάζουν, αλλά δεσπόζουν πιο μεγάλες και πιο ενδιαφέρουσες καθώς αρχίζουν ν’ αποσύρονται στο παρελθόν; Υπήρχαν τόσα πράγματα που περιορίστηκαν, που κρατήθηκαν μακριά επειδή δεν ταίριαζαν στην πλοκή ή επειδή ο τόνος τους δεν εναρμονιζόταν με το σύνολο. Πάμπολλα από αυτά τα πράγματα έχουν απορριφθεί και τώρα υψώνονται στο χείλος της συνέχειας, εγκλωβίζοντάς την σαν σκοτεινά κατσάβραχα πάνω από ποτάμι που διασχίζει κοιλάδα. Κανείς ξεχνάει κάποιες φορές ότι το να είναι τα πάντα μονόπλευρα μπορεί να είναι προτιμότερο από την εκλεκτική ανομοιότητα προς όφελος της αληθοφάνειας, ακόμη και για κείνους με αντίθετη πεποίθηση· οι δεινότεροι κήρυκες είναι εκείνοι που έχουν πειστεί εκ των προτέρων και τ’ αμετάβλητα διδάγματά τους είναι βαθιά συγκινητικά ακριβώς λόγω αυτής της αυστηρότητας, χωρίς διόλου να έχουν τη χλιαρότητα της μαιανδρικής ροής του αφηγήματός μας με τα καλά επιλεγμένα και τυπικά επεισόδια, η οποία τώρα φαίνεται να προσπαθεί να θαφτεί στο τοπίο. Τα κεφάλαια που έχουν απορριφθεί έχουν τώρα τον έλεγχο. Για πολύ καιρό ήταν λες και μόνο ο πιο υπομονετικός μελετητής ή ο ίδιος ο καταγραφέας άγγελος θα ενδιαφερόταν ποτέ γι’ αυτά. Τώρα φαίνεται λες και κείνος ο άγγελος είχε αρχίσει να ελέγχει όλη την ιστορία μας: αυτός που απλώς θα τα κατέγραφε όλα ένωσε τις δυνάμεις του με τα κακοφτιαγμένα, αταίριαστα κομμάτια που ποτέ δεν προορίζονταν να γίνουν μέρος της, αλλά στην καλύτερη περίπτωση να μένουν στην άκρη για να επισημαίνουν πώς όλα τ’ άλλα ταιριάζουν μαζί, και πώς το απορρέον βουνό δεδομένων μας απειλεί· μπορεί κανείς σχεδόν ν’ ακούσει την αρχή της λυρικής συντριβής κατά την οποία τα πάντα θα χαθούν και θα κονιορτοποιηθούν, θα ξαναγίνουν ατομικά σωματίδια έτοιμα να ξαναρχίσουν νέους συνδυασμούς και σχήματα, νέες πιο αχαλίνωτες τάσεις, τόσο ξένες προς αυτό που έχουμε προσεκτικά συμπεριλάβει και αποκλείσει, όσο ένα νέο διάγραμμα στοιχείων ή ένας άλλος πλανήτης – αδιανόητες με μια λέξη. Και θα πίστευες ότι η λέξη αυτή θα μπορούσε ίσως να είναι η σωτηρία μας; Γιατί μας σώζει αυτό που δεν μπορούμε να φανταστούμε: είναι αυτό που τελικά μας δέχεται και κλείνει την ιστορία μας, επανατοποθετώντας την ανάμεσα στα εκατομμύρια παρόμοιων τόμων που σε καμιά περίπτωση δεν απειλούν τη μοναδικότητά της, αλλά αντίθετα την τοποθετούν κατάλληλα σε βάθος και προοπτική. Τελικά μας αποδίδεται η δικαιοσύνη εκείνη που δικαιωματικά μας ανήκει. Δεν ξέρουμε όμως τι την προκάλεσε.

Θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε, λες. Αλλά δεν θα μπορούσε να ήταν μια άσκηση για τον καθορισμό του παρόντος όταν η θέση μας, οι ζωές μας οι ίδιες εξαρτώνται από τους σταθερούς αυτούς τόπους του παρελθόντος και του μέλλοντος που δεν αφήνουν χώρο για τη ονομαστική ύπαρξη οτιδήποτε άλλου. Αποδεικνύεται όμως ότι έχεις συνεχίσει τη συζήτηση με ανέμελο τρόπο όλον τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, και τώρα σε σημείο πιο βαθιά στην ερημιά αυτού του νέου χρόνου που προκαλεί τέτοια αναστάτωση και περνά τόσο γρήγορα. Αυτές οι άφθονες παρεκκλίσεις σου σε οδήγησαν σ’ ένα μακρινό και φαινομενικά απόμακρο μέρος, κι εδώ είναι που σταματάς για να δώσεις έμφαση σ’ όλο το ταξίδι που έχεις κάνει και στην τωρινή σου σιωπή. Κι εδώ είναι που είμαι αρκετά έτοιμος να παραδεχτώ ότι είμαι μόνος, ότι η ταινία που βλέπω όλο αυτό το διάστημα μπορεί να είναι ένας καθρέφτης μόνο, όπου υποδύομαι όλους τους χαρακτήρες, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της ηλικιωμένης θείας, χρησιμοποιώντας διαφορετικές μεταμφιέσεις. Αν χρειάζεσαι συγκεκριμένη ζωτικότητα μπορείς απλά να την προμηθευτείς μόνος σου, ή έρχεται μια στιγμή, ούτως ή άλλως, που οι ενέργειες οι δικές σου και κανενός άλλου φαίνονται δραματικά πειστικές και δικαιολογημένες στην πλοκή που επινοεί ο αριθμός των ημερών σου. Έχω συνεπώς παρακολουθήσει αυτή την ταινία, και έχω τώρα δει αρκετά· καθώς φεύγω από τον κινηματογράφο διαπιστώνω με έκπληξη ότι είναι ακόμη μέρα έξω (το σκοτάδι της ταινίας και οι φωτεινές της κουκκίδες είχαν μεγάλη ένταση)· αναγκάζομαι να μισοκλείσω τα μάτια μου· με τον τρόπο αυτόν αποκτώ σταδιακά μια ιδέα για το πού βρίσκομαι. Μόνο που αυτός ο κόσμος δεν είναι τόσο φωτεινός όσο ο άλλος· είναι γκρίζος με σκιές σαν ιστούς αράχνης που βαθαίνουν καθώς η μνήμη της ταινίας αρχίζει να ξεθωριάζει. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο είναι προορισμένες να τελειώνουν όλες οι ταινίες, αλλά πώς είναι δυνατόν να συνεχίζεις να ζεις ακριβώς τώρα, αν δενβυθιστείς σε κάποια άλλη που αναμφίβολα έχεις ήδη δει; Φαίνεται πραγματικά αδύνατο, αλλά πάντοτε στο σημείο αυτό περπατάμε μαζί σ’ έναν δρόμο σε κάποια γνωστή πόλη. Η αλληγορία έχει τελειώσει, το παρελθόν έχει απορροφήσει τις σπείρες της, και το απόγευμα αυτό είναι πλατύ σαν ωκεανός. Είναι ο χρόνος που έχουμε τώρα, και όλος ο χαμένος μας χρόνος βυθίζεται στη θάλασσα και εξαφανίζεται χωρίς ίχνος. Το παρελθόν είναι σκόνη και στάχτη, και αυτός ο ασύγκριτα πλατύς δρόμος οδηγεί στο πραγματιστικό και κινητικό μέλλον.