Βασίλης Παπαγεωργίου

Alatini

Τέλος πια
(Published in Nea Euthini, nr. 26, December 2014.)

Τα φύλλα στα δέντρα και στο έδαφος έχουν το χρώμα, ιδιαίτερα προς το τέλος της μέρας, των φτερών της μπεκάτσας, μπρούτζινα, καφεκόκκινα, καφεμπέζ, χρώμα που κρύβεται πάνω στο υγρό χώμα και στο απογευματινό μισοσκόταδο του Οκτωβρίου. Η αίσθηση του τέλους, του βάθους που το τέλος μπορεί να υποσχεθεί, όπως και ο θάνατος, η κούραση, η απόγνωση και η παραίτηση. Το καφέ χρώμα που γίνεται όλο και πιο σκοτεινό αλλά δεν καταλήγει μαύρο. Η αίσθηση που δεν επιθυμεί να γίνει γεγονός αμετάκλητο, η διαίσθηση πριν από την πραγμάτωση που ίσως την επιβεβαιώνει και οπωσδήποτε εξουδετερώνει. Η αίσθηση του τέλους σαν μια μπεκάτσα μόνη, κρυμμένη σε μια ρίζα δέντρου, όπου κάνει τις τελευταίες προετοιμασίες πριν μεταναστεύσει. Η αίσθηση που επιτρέπει μια ζωή, η οποία έχει τον χρόνο και τον χώρο και τη διάθεση, να στοχαστεί τον εαυτό της, να εισπνεύσει αργά και να κρατήσει λίγο περισσότερο μέσα της τον αέρα που της δίνει νόημα, να δει τη μνήμη της μέσα στο παρόν και το μέλλον. Η ζωή που μπορεί να ταυτίσει τη μελαγχολία με την ευφορία.

Κάνοντας τον γύρω της μικρής σουηδικής λίμνης Trummen με γρήγορο βηματισμό λίγο μετά τις έξι το απόγευμα την Τρίτη 28 Οκτωβρίου, και στο μόνο σημείο που το μονοπάτι κάτω από ψηλές βαλανιδιές ανηφορίζει για πενήντα μέτρα περίπου, τα πατημένα και μερικώς λιωμένα φύλλα στο έδαφος πήραν τη μορφή της απόγνωσης και του θυμού της Ράνιας, ξεστόμιζαν ένα ένα και όλα μαζί τις τελευταίες της λέξεις, «Στο διάολο», πριν αυτή αρχίσει «να κλαίει με λύσσα» – που είναι και οι τελευταίες λέξεις του διαλογικού αφηγήματος Φτερά μπεκάτσας (σ. 100, Άγρα, 1992). Μια εξαντλημένη γυναίκα που είναι αναγκασμένη στη διάρκεια της συζήτησης που περιγράφει το κείμενο να ξαναζεί την παρατεταμένη συμπαγία της άρνησης που αναδίδει το τέλος της σχέσης της με έναν άντρα που δεν τον υποφέρει πια. Η επιμήκυνση του τέλους, που ο άντρας με την ασημαντολογία του επιβάλλει, επιτείνει την απόγνωσή της και κορυφώνεται στη λύσσα που αυτή νιώθει, καθώς ο άντρας δεν είναι σε θέση ή δεν θέλει ή προσποιείται ότι αγνοεί (ακριβώς όμως επειδή δεν είναι σε θέση να ξεπεράσει τον μικρό του εαυτό) να κατανοήσει την πραγματικότητα του αμετάκλητου τέλους.

Από την αρχή του επεισοδίου η Ράνια δείχνει τον χωνεμένο θυμό της, την εξαντλημένη επιθετικότητά της. Θα προτιμούσε να μην απαντά καθόλου και να μην τον κοιτά. Ο Γιάννης προσδιορίζει από την αρχή τη θέση του, αυτή που έφερε τη Ράνια σε απόγνωση: «Όταν σου μιλάω να με κοιτάς…» Ο αφηγητής ωστόσο, ακριβώς πριν από τα επιτακτικά λόγια του Γιάννη, μας έχει αφήσει να καταλάβουμε ότι η θέση του, αυτή της κατά τη νοσηρή αντίληψή του εξουσίας, είναι βέβαια μέρος ενός κόσμου με ψεύτικες πλευρές: «Η Ράνια μέτραγε σιωπηλά τις ψεύτικες πέρλες μπροστά της. Τρία λεπτά πιο πριν είχαν κάνει έναν ψεύτικο ήχο καθώς σκόρπαγαν πάνω στο μωσαϊκό» (σ. 7). Η Ράνια δεν θέλει άλλη ψευτιά πια (θα πρέπει να είχε η ίδια λίγο πριν σπάσει βίαια το κολιέ: «Στον λαιμό της ένιωθε ακόμα τη χαρακιά του σπάγκου»), άλλη επιτακτικότητα και αυταρχικότητα που από μόνες τους οπωσδήποτε δημιουργούν τον δικό τους ψεύτικο κόσμο. Ζει τον ατέρμονο εφιάλτη του τελεσίδικου «πια» που την εξωθεί να απαντά με κοφτές, συχνά μονολεκτικές ή επαναλαμβανόμενες εκφράσεις («Παρακάτω», «Κάθαρμα», «Τέλειωνε», «Σκατά στα μούτα σου», «Δεν με ενδιαφέρει», «Άσε με ήσυχη», «Α, παράτα με», «Βλαμμένο», «Ναι» το οποίο είναι το ναι της άρνησης και απαξίωσης, όχι αυτό της κατάφασης στο οποίο καταλήγει η Μόλλυ Μπλουμ). Ζει τη βία ενός τέλους που δεν αποδέχεται την ιδιότητά του, που αποκτά τη μονόπλευρη σημασία του ενόσω μετατρέπει τον εαυτό του σε τέλμα ανούσιου και κουραστικού για τη Ράνια διαλόγου (τον οποίο απολαμβάνει ο Γιάννης που ξέρει να ελίσσεται και να αλλάζει θέμα).

Ο Θανάσης Βαλτινός, στο σημείωμα που έγραψε όταν το κείμενο έγινε παράσταση από το Θέατρο Τέχνης τον Φεβρουάριο του 1993, μας αποκαλύπτει ότι η Ράνια «αδυνατεί να κατονομάσει» και η ίδια τις «βασικές της ανάγκες», ότι η «διεκδικεί μιαν ελευθερία της οποίας δεν έχει συνείδηση. Και την διεκδικεί με λύσσα […] Βεβαίως αν κάποιος της επεσήμαινε ότι εκείνο που τελικά επιδιώκει είναι να δραπετεύσει από τον κλοιό που συνιστά η ζωή στο σύνολό της, θα κάγχαζε πρώτη». Και μπορούμε να τη φανταστούμε να καγχάζει ενώπιον ενός τέτοιου φιλοσοφικού προβληματισμού μέσα στην απόγνωση που τώρα βρίσκεται, μέσα στο τέλος που έχει μεταμορφωθεί σε ψυχολογικό και άμεσα υπαρξιακό έλος και την πνίγει. Αυτό που τη φαντάζομαι να πιστεύει ότι προέχει δεν είναι να βρει μια ελευθερία της οποίας δεν έχει συνείδηση, αλλά να ξαναβρεί τη συνείδηση του τι ίσως είναι ελευθερία και τι είναι ένα τέλος που, ακόμη και όταν δε σου επιτρέπει να το αποτρέψεις, σου δίνει κάποιες δυνατότητες να το προεικάσεις, να το επηρεάσεις ή να το διαμορφώσεις, να το στοχαστείς και να το δεχτείς με κάποιους από τους δικούς σου όρους. Σαν τη Νόρα, η οποία στο τέλος του Κουκλόσπιτου του Ίψεν, όταν η αγάπη της για τον σύζυγό της έχει σβήσει για πάντα, έχασε κάθε διάθεση να εξηγεί και να επιχειρηματολογεί ή σαν τη γυναίκα στο πρόσφατο θεατρικό έργο της Έλενας Πέγκα Γυναίκα και λύκος (Κάπα Εκδοτική, 2014) που θέλει να αφήσει τη συμβατική της σχέση και να γίνει ελεύθερος λύκος για να ζήσει μια αγριότητα που τη νιώθει σαν πόθο για μια άγνωστη ευτυχία μόνο, η Ράνια, που και αυτή, για άλλους λόγους, νιώθει ότι θέλει να κατασπαράξει τον Γιάννη («Θα πάρω μαχαίρι να σε καρφώσω», σ. 51), δεν ξέρει τι θα συμβεί μετά το τέλος. Σε αντίθεση με τη Μήδεια ή τον Διόνυσο (μια επεξεργασμένη μορφή της Μήδειας αυτός) του Ευριπίδη, το τι θα γίνει μετά την κρίση στην οποία η αποπνιχτική τους συμβίωση τις έχει οδηγήσει είναι άγνωστο με τον πιο λυτρωτικό τρόπο, αυτόν που θα απαλλάξει τις γυναίκες αυτές από την υποκρισία, την ακρισία, την αδικία και την ασημαντότητα στις οποίες ήταν παγιδευμένες.

Στο ήρεμο και υγρό φως του προχωρημένου απογεύματος, όταν κάπως ξέπνοος βρέθηκα στην κορυφή της ανηφόρας, όπου αραιώνουν οι βαλανιδιές και η λίμνη ανοίχτηκε γαλήνια μπροστά μου, η Ράνια μου φάνηκε σαν την κουρασμένη από το τέλος που ποτέ δεν πεθαίνει, που τίποτε δεν το σκιάζει, κάτοικο της τωρινής Ελλάδας, την εξαντλημένη από την ασημαντολογία, την ποταπολογία, την ιταμολατρεία, την εξαγριωμένη όχι τόσο από την άθλια και οδυνηρή κατάσταση (αυτή είναι θεωρητικά δυνατόν να αλλάξει και γρήγορα, υπάρχουν λογικές προτάσεις), όσο από το ότι αυτή δεν τελειώνει, από το ότι αναγκάζει τόσο κόσμο να ζει μέσα στη γελοιότητα του βασανιστικού τέλους που μέσα στη μικρονοϊκή τύφλα του θέλει να υπολογίζεται ως υπόβαθρο μέλλοντος, το τέλος που δεν είναι κρίση αλλά κατάρρευση ύστερα από χρόνια κρίσης, ακρισίας και υποκρισίας. Χάθηκα μέσα σε μια Ελλάδα γεμάτη απεγνωσμένες Ράνιες και γυναίκες που έγιναν λύκοι, άντρες που έγιναν γυναίκες που έγιναν λύκοι, μια λύσσα που με το μαχαίρι ψηλά και με τα σαγόνια ανοιχτά στρέφεται προς το ίδιο το σερνάμενο, αρρωστημένο τέλος.

Το τι θα γίνει μετά είναι άγνωστο, και αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να υποθέσω για τη Ράνια. Ένα μέλλον ανοιχτό, ένα τέλος ανοιχτό, έναν δρόμο ανοιχτό προς ένα ανοιχτό τέλος. Ένα τέλος που δεν είναι παρά μια νέα αρχή, μια αρχή που οφείλει τον εαυτό της στο τέλος και ένα τέλος που οφείλει τον εαυτό του σε μια αρχή. Ένα τέλος που είναι και αρχή συγχρόνως και αντιστρόφως, ένας χώρος και ένας χρόνος όπου τέλος και αρχή συναναπνέουν, διευρύνονται προς απρόβλεπτες κατευθύνσεις, όπου η αυταρχικότητα και κάθε είδους άρνηση αναιρούνται από την καταφατικότητα του απεριόριστου. Θέλω να συναντήσω τη Ράνια, σύντομα, τώρα, εδώ, και να την δω να αναπνέει, να είναι ήρεμη επειδή μπορεί να προσθέσει τη δική της ανήσυχη στιγμή σε αυτή που μόλις έχει τελειώσει, να απολαμβάνει την απρόβλεπτη γενναιοδωρία της στιγμής αυτής, να στοχάζεται τα όριά της, την προσωρινότητά τους και όλα αυτά που της δίνει την ελευθερία να κάνει. Να τη δω ακριβώς τη στιγμή που η λύσσα της σαν εφιάλτης έχει ήδη διαλυθεί σαν τα σύννεφα πάνω από τη λίμνη.

Τον πόθο για τη λυτρωτική αυτή στιγμή τον δομεί ο Βαλτινός από την πρώτη ως την τελευταία λέξη του ασυνήθιστα και τόσο πιεστικά για τη Ράνια πολύλογου κειμένου του.