
Βασίλης Παπαγεωργίου
Ευφορική αίσθηση και διάνοια των πραγμάτων στην ποίηση της Αριάδνης Καλοκύρη
Ποιητική, Άνοιξη Καλοκαίρι 2023
Αριάδνη Καλοκύρη
Χώρα αναμονής
Κίχλη 2021
Στο τελευταίο πολύ ελλειπτικό, εχέμυθο και κρυπτικό, όπως και άλλα, ποίημα της συλλογής Χώρα αναμονής, διαβάζουμε για ένα τοπίο στο οποίο ο ήλιος «έτρεχε πίσω μας κι εμείς κρυβόμασταν / στο θυμάρι και στο μέλι». Με διαυγή αίσθηση πληρότητας διαβάζω τους στίχους αυτούς σαν επιμύθιο μιας ευχής που άρχισε να σχηματίζεται ήδη στο πρώτο ποίημα της συλλογής και η οποία ευχή συνέχισε να τελειοποιεί την όλο και πιο διακριτή μορφή της σιγά σιγά και στίχο στίχο: Η ευχή να ολοκληρώσω την εμπειρία της ανάγνωσης με δυνατό αίσθημα κατάφασης και ευφορίας. Βρισκόμαστε εδώ τη στιγμή αυτή σ’ ένα τοπίο ανοιχτό, μέσα σε φως, αέρα, βουητά, μυρωδιές και γεύσεις ευχάριστες και γλυκιές. Χώρος, χρόνος, σώματα, σκέψεις και αισθήσεις βρίσκονται σε κίνηση συντονισμένη σ’ ένα ποίημα που δεν τελειώνει, δεν τελεσιδικεί, που, αντίθετα, ανοίγεται προς μια ερώτηση, «και τώρα να μπορώ να ρωτήσω:». Μα φυσικά ούτε για ερώτηση πρόκειται παρά για τη δυνατότητα ή την υπόσχεση μιας ερώτησης, μια υπόσχεση επίσης απροσδιόριστης αναμονής, την οποία επιβεβαιώνει η άνω και κάτω τελεία (το δίστιγμο αποτελεί έτσι από μόνο του μια χώρα αναμονής) στο τέλος του τελευταίου αλλά όχι οριστικά τελικού στίχου της συλλογής.
Ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η ερώτηση; Νομίζω οποιαδήποτε. Δεν με φέρνει καθόλου σε αμηχανία η παρουσία της, δεν μου δημιουργεί καμιά εκκρεμότητα. Και αυτό επειδή η πυκνή πια ευφορία των εικόνων και των νοημάτων της συλλογής έχει εγκατασταθεί για καλά μέσα μου, μια ευφορία που είναι αδιαχώριστη από το αίσθημα και τις προϋποθέσεις μιας άμεσης ανοιχτότητας. Να εδώ το πλούσιο άγγιγμα της ευφορίας στο πρώτο ποίημα:
Άρωμα τριαντάφυλλου με αγκυλώνει.
Να το λουλούδι, άνθισε μπροστά μου·
Κάθε του πέταλο γλιστρά από τα χέρια
Αιωρείται.
Στις παλάμες ένας κόκκινος κήπος
Με τριαντάφυλλα ριζώνει.
Τον διασχίζει ένα λευκό ποτάμι.
Είναι ο αφρός που έχει ποτίσει, έχει κρύψει κάθε χέρι.
Η κίνηση με τον χρόνο της, το σώμα της, τα αντικείμενά της και ο αισθησιασμός που αυτά δημιουργούν μας προσφέρεται σ’ έναν γήινο και ευχάριστο χώρο, σ’ έναν locus amoenus, που όμως δεν βρίσκεται κάπου μακριά μας, δεν είναι μια χώρα ιδεατή. Η χώρα της συλλογής βρίσκεται και ανοίγεται μπροστά μας, εδώ τώρα, τη στιγμή αυτή, είναι άμεση και απτή, αγγιχτή. Δεν είναι η χώρα του πλατωνικού Τίμαιου που αιωρείται σε κάποιο μεσοδιάστημα, ή η χώρα του Ζακ Ντεριντά, στην οποία η διαφορετικότητα δεν μας αφήνει ν’ αναπαυθούμε και να νιώσουμε ή ν’ απολαύσουμε την αμεσότητα των στιγμών. Ούτε πάλι είναι η χώρα του Χάιντεγκερ, εκεί όπου το είναι κατοικεί και στα ξέφωτά της οποίας παρουσιάζεται. Τα ποιήματα της Αριάδνης Καλοκύρη κρατούν πολλά μυστικά σε κρύπτες, οι οποίες είναι μέρος ενδογενές, φυσικό της ροής τους και κάνουν τη ροή αυτή ακόμη πιο απρόσκοπτα προσωπική. Η χώρα εξερευνάται παραμένοντας ανεξερεύνητη, είναι οικεία και ανοίκεια μαζί, αποκρυπτική και αποκαλυπτική, αλλά πάντα σ’ ένα ανοιχτό και ευφορικό εδώ τώρα.
Και είναι στη χώρα αυτή που η αναμονή μπορεί και συμβαίνει, που μπορεί και λαμβάνει χώρα. Μια αναμονή ως ανά, ξανά, μονή, ως παραμονή, η χώρα όπου μένουμε και παραμένουμε, όπου υπομένουμε ξανά και ξανά, όπου επίσης ανήκουμε και ταιριάζουμε, όπου διαμένουμε, όπου ζούμε τη διάρκεια και τη δυναμική της αναμονής, χώρα που γεμίζουμε με στιγμές, και μας γεμίζει με στιγμές. Μια απολαυστική αναμονή, όπου ο χρόνος χαίρεται να φανερώνει την επόμενη στιγμή του. Και δεν πρόκειται τότε βέβαια για την αναμονή του Καβάφη ή του Μπέκετ. Ούτε βέβαια γι’ αυτή του Ντεριντά, κατά τον οποίο η σημασία και η ουσία πράγματος ή γεγονότος είναι πάντα μελλοντική, δηλαδή επ’ άπειρον άπιαστη.
Στην ποιητική συλλογή της Καλοκύρη μας περιμένει η ίδια η χώρα (το ποιος αναμένει), και είναι η χώρα για την οποία ή σαν την οποία περιμένουμε εμείς (το ποιοι αναμένουν), η χώρα που μας προσφέρεται (το γιατί αναμένουμε), η χώρα αυτή εδώ μέσα στη συλλογή, αλλά και οποιαδήποτε καταφατική χώρα που οπωσδήποτε θα την ακολουθήσει (το πόσο αναμένουμε). Είναι πάνω απ’ όλα η πρόσληψη της χώρας και της αναμονής που τη στιγμή αυτή μέσα στη συλλογή ανοίγεται μπροστά μας. Και επιπλέον, το πιο σημαντικό, πρώτον, η ιδιαίτερη ομορφιά με την οποία ανοίγεται, από την οποία προέρχεται και την οποία δημιουργεί, και, δεύτερον, ο τρόπος με τον οποίο η ομορφιά παρουσιάζεται.
Πρώτα, λοιπόν, τα αντικείμενα και οι περιγραφές της παρουσίας και λειτουργείας τους. Το πρώτο ποίημα της συλλογής μιλά για το σαπούνι, την υφή του, τους συνειρμούς που προκαλεί η χρήση του. Ίσως για να μας κατευθύνει εξ αρχής προς τον πονζικό ρόλο των αντικειμένων στη συλλογή, για την δύναμη που έχουν να ορίζουν και να χρωματίζουν οτιδήποτε γύρω τους. Ή πάλι για τη δύναμη που έχουν να υπομένουν και να περιμένουν διαμένοντας. Πάνω απ’ όλα, πιστεύω, για την ευφορία που πηγάζει από το άγγιγμά τους. Ένα άγγιγμα αισθησιακό και νοητικό: τα αντικείμενα μας προτρέπουν να στοχαστούμε τη σχέση μας με αυτά, όπως και τον λόγο ύπαρξής τους. Έτσι το ποίημα «Σαπούνι» τελειώνει με τρεις στίχους που μιλούν για την αυτοσυνειδησία του ίδιου του αντικειμένου:
Φαίνεται τώρα μόνο το σαπούνι
να κυνηγάει λυσσασμένα
Τη μορφή του.
Πιο κάτω διαβάζουμε το ποίημα «Μαξιλάρι». Και εδώ δίχως αόριστο ή οριστικό άρθρο. Είναι το αντικείμενο αυθύπαρκτο, ανεξάρτητο στην προσκλητική, σαγηνευτική εμμένειά του, από την οποία πηγάζει και ρέει ο κόσμος του τη συγκεκριμένη στιγμή που το ποίημα το ζει αυτό και το στοχάζεται. Και όπως συμβαίνει με το σαπούνι και τη μορφή του, το μαξιλάρι στο τέλος του ποιήματος, και με τη συνδρομή του ανθρώπινου σώματος και των χεριών, ξεφεύγει από το σχήμα του, απελευθερώνεται από αυτό και φτερό φτερό, πούπουλο πούπουλο, χάνεται μέσα σ’ ένα σχήμα ανοιχτό, αυτό του αέρα.
Τα αντικείμενα με τα συστατικά τους μέρη και ο αισθησιακά θαυμαστός τους κόσμος επανέρχονται ως μια από τις κύριες διαστάσεις της συλλογής. Διαβάζουμε για «Το δαχτυλίδι», την «Κατοικία», την «Κλωστή», για «φρέσκα αμύγδαλα», για τη «σχισμή στον λαιμό» τη «χειροποίητη», για «λευκή σάλτσα», ενώ ο τίτλος του τελευταίου ποιήματος είναι «Ποιος έχτισε τον ήλιο, μαμά;», αναλογίζοντας όχι μόνο το αντικείμενο, αλλά και την ίδια την ύπαρξή του.
Κατόπιν, τώρα, η σχέση των αντικειμένων με τις νοητικές, αναστοχαστικές προεκτάσεις που γεννούν, επινοητικά απρόσμενες, δημιουργώντας έτσι τη μια έκπληξη μετά την άλλη, όπως στο ποίημα «Δορυφόρος» που τελειώνει με τις εικόνες:
Κάπου εκεί
το όνομά σου
το ακούω που βράζει
ξεχειλίζει
γίνεται ατμός.
Και στο ποίημα «Κυριακή»:
Σέρνει ένα μακρύ δίχτυ φορτωμένο
γιαπωνέζικα γράμματα.
Το δίχτυ πλέκεται με το νερό
τραβάει τη θάλασσα
την ξεγυμνώνει.
Τη σηκώνει σαν σεντόνι και την τινάζει.
Πετάγονται τα ψάρια
στο στρώμα του βυθού μεγαλώνουν αχινοί.
Αντικείμενα, στοχασμοί και η τρίτη κύρια διάσταση, η γλώσσα με τις λέξεις, τα ψηφία, τους ήχους της που διαμορφώνει, που επιτελεί τις ευφορικές εκπλήξεις της λυρικής φωνής. Μερικά παραδείγματα:
Ήχος βροχής
σκόρπια ψηφία σε ελεύθερη πτώση.
Ή
Αίθριο η εσοχή της παραγράφου, γέφυρα το τέλος της.
Ή
-Πρώτος όροφος.
Υφάσματα παντού, ρολά τοπία, ραδιόφωνο.
Νήματα υφαίνουν χρώμα με λέξεις.
Νήματα, νοήματα, λέξεις σαν αφρός σαπουνιού, γέλια που είναι γρύλοι που είναι τζιτζίκια. Ένας κόσμος που στοχάζεται, αυτοστοχάζεται και απολαμβάνει τις δυνατότητες και την υλικότητα της ίδιας της γλώσσας. Ένας ανοιχτός κόσμος:
Χώρα αναμονής
η εξορία του χρόνου.
Να μην υπάρχει τέλος και αρχή
αέναος κύκλος – στη ροή της ανάγνωσης.
Η δική μου ανάγνωση βρίσκει τον χρόνο (εξίσου σημαντική με τον χώρο διάσταση στη συλλογή) κάπου αλλού, σε εξορία είτε με μας είτε δίχως εμάς, χωρίς πάντως όρια εκεί που βρίσκεται και εκτός σχημάτων, σε μια αναμονή σαν ροή, την οποία διαμορφώνει η ερμηνεία της γλώσσας τη στιγμή της ανάγνωσης. Διαβάζοντας πάλι τον τελευταίο στίχο της συλλογής, την ερώτηση και την απάντηση που αναμένονται και που είτε είναι ο τίτλος του ποιήματος είτε κάτι άλλο στην πορεία μέσα από ηλικίες, όπου το παιδί γίνεται μαμά και η μαμά παιδί, το σαπούνι αφρός και το μαξιλάρι πούπουλα, η απάντηση ίσως είναι πιο αινιγματική, πιο κρυμμένη από την ερώτηση, κάτι για το οποίο όμως είμαστε ήδη ρητά προετοιμασμένοι:
Καταγράφω με άναρθρους ήχους
την παρουσία σου
τα έτοιμα λόγια, που μέσα τους κρύβεις
τα λόγια σου.
Εμείς έχουμε στο μεταξύ από την αρχή της συλλογής ως το τέλος της, που είναι και η γέφυρά της, απολαύσει υπέροχες λυρικές στιγμές μεγάλης, απέραντης διάρκειας. Στιγμές ενθουσιώδους συνεύρεσης λέξεως, διάνοιας και συναισθήσεως.
You must be logged in to post a comment.