
Βασίλης Παπαγεωργίου
Η σχέση του ξεναγέτη με τη γλώσσα ή το επέκεινα της πεντζικικής αναζήτησης
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Ψιλή ή περισπωμένη. Άγρα 1995, 71 σελ.
Εντευκτήριο 35, Καλοκαίρι 1996.
Στο πεζό Μητέρα Θεσσαλονίκη ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης καταλήγει με κύρος σε μια εξαίσια συνόψιση που μόνο αυτός, βέβαια, θα μπορούσε να κάνει: δεν θα πρέπει «να φοβόμαστε τη γεωγραφία, ότι μπορεί να σκοτώσει την ποίηση». Η συνεύρεση, η συνεργιακή αυτή σχέση της τεκμηρίωσης, της πραγματογνωσίας, της πραγματολογίας, με τον ποιητικό λόγο παίζει κεντρικό ρόλο στη σύνθεση του νέου, για μας, οδοιπορικού Ψιλή ή περισπωμένη. Το κείμενο γράφτηκε το 1967 αλλά παρέμενε καταχωνιασμένο σε μέρος άγνωστο ως το 1995, διαβάζουμε στο πολύ χρήσιμο και καλογραμμένο επίμετρο του Γ. Ν. Πεντζίκη.
Η περιήγηση που παρακολουθούμε στο μικρό βιβλίο γίνεται σε μέρη της Μακεδονίας και της Θράκης με κατεύθυνση από δυτικά προς ανατολικά. Σημείο εκκίνησης η Φλώρινα και κατάληξης η Αλεξανδρούπολη. Αν θέλουμε πάλι να τιμήσουμε την αγάπη του συγγραφέα για την ποίηση των συμμετριών και των άκρων θα λέγαμε, με τα λόγια του γιου του, ότι συνδιανύουμε «τη διαδρομή από το Άργος Ορεστικό στην Ορεστιάδα». Η Βόρεια Ελλάδα «μοιάζει στον χάρτη να επικάθεται σαν πνεύμα ή τόνος, ψιλή ή περισπωμένη, επί του υπολοίπου ελλαδικού σώματος», μας εξηγεί ο Πεντζίκης στην πρώτη παράγραφο του οδηγού του. Στην παρομοίωση αυτή, με την οποία επίσης κλείνει την αφήγησή του, έχει στο μεταξύ επανέλθει στο Ένας καλός περίπατος (1973), σε μια προσπάθεια, κατά το επίμετρο, «να σώσει κάτι από το κείμενο που θεωρούσε πλέον χαμένο».
Πόλεις και χωριά, ήρωες και άγιοι, γεγονότα και μύθοι εμπλέκονται στην προσωπική σχέση του ξεναγέτη με τη γλώσσα. Συγκινεί και πάλι ο τόσο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο η ποίηση δίνει την ευκαιρία στον Πεντζίκη να ανοίξει την καρδιά του για να αφήσει την καλοσύνη και την ομορφιά να γεμίσουν τον χώρο. Ο ίδιος, ίσως, επέμενε σεμνά ότι ο χώρος είναι που γεμίζει με τόσο κατανυκτική κατάφαση τα μύχια του. Ούτως ή άλλως, η αμοιβαία αυτή γενναιοδωρία επιτρέπει στον ποιητή να εντοπίζει αλληγορίες, αναλογίες και μεταμορφώσεις, οι οποίες διαφορετικά θα ήταν ανεπινόητες για πάντα, να μας εξηγεί με τον εορταστικό του τρόπο πως ο χώρος ο γεωγραφικός, τα ονόματα, τα αντικείμενα, η μυθολογία και η ιστορία του δεν νοούνται χώρια από το σώμα, τα συναισθήματα και τις αφηρημένες ή συγκεκριμένες κατασκευές του ανθρώπου. Ιδού ένα ακόμη ποιητικό και καταφατικό παράδειγμα υποστασιακής διεύρυνσης και πολλαπλότητας:
Ουσία του Βυζαντινού πνεύματος, κατά τα εν Θεσσαλονίκη, είναι η δια της αμεσότητος, εκστατικά συμβολική ερμηνεία των απεικονιζομένων λατρευτικών θεμάτων. Ιδού μέσα από τον σωρό τέσσερα χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το σχήμα του Αγίου Σεργίου (Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου) θυμίζει σκαρί πλοίου. Η κατακεκλιμένη, τριγυρισμένη με τα κλινοσκεπάσματα Αγία Ελισάβετ (Ιερός Ναός Δώδεκα Αποστόλων) θυμίζει θαλάσσιο κοχύλι ή μήτρα εν χαλάσει. Το πρόσωπο της Πλατυτέρας των Ουρανών Θεοτόκου (Ιερός Ναός Αγίας Σοφίας) σαν ανεστραμμένη στάμνα. Τα θυμίζοντα υπόγειο βολβό μητρικά πιθάρια του θαύματος εν Κανά (Ιερός Ναός Αγίας Αικατερίνης).
Χώρος, σώμα, γλώσσα. Η σειρά είναι βέβαια, τυχαία. Επιπλέον, στον Πεντζίκη θα πρέπει πάντα να μας ενδιαφέρει και αυτό που κρύβεται πίσω και πέρα από τις τρεις αυτές έννοιες και δομές, πέρα από την αναγωγή του φυσικού σε θείο και του θείου σε φυσικό, του χώρου σε σώμα και του σώματος σε χώρο, πέρα από τη «ρηματοποίηση» του χώρου και του σώματος, για την οποία κάνει, πολύ καίρια άλλωστε, λόγο το επίμετρο.
Η προϋπόθεση και το επέκεινα της πεντζικικής αναζήτησης δεν μπορεί να είναι άλλο από τη συγκλονιστική αγάπη του συγγραφέα για τον συνάνθρωπό του, ο οποίος στον χώρο και τον χρόνο των κειμένων του αιωρείται μεταξύ θανάτου και θανάτου. Ο θάνατος ως εξουθενωτική, λόγω ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών, ζωή και ως όριο προς υπέρβασιν. Η αγάπη ως πλησίασμα του άλλου. Η ηθική αυτή κίνηση που τόσο ξεκάθαρα στρέφει τη σκέψη στη φιλοσοφία του Λεβινάς, που ξεπερνά δηλαδή τα χριστιανικά της όρια και το θείο ως ταυτότητα, αρχή ή τέλος, διαπερνά όλο το έργο του Πεντζίκη. Στο «Θεσσαλονίκη και ζωή» διαβάζουμε: «Ο καθένας νομίζω, άμα ξεχάσει τη θέση όπου βρίσκεται μονάχος, γυρεύοντας να πάει προς τον άλλον, ολοκληρώνοντας την κίνηση της ψυχής του μέσα στο περιβάλλον της πόλης μας […]» Αντί για πόλη, για Θεσσαλονίκη, εύκολα εννοούμε κόσμο, καθώς η πραγματικότητα της πόλης αυτής «λόγω των όρων των πολλαπλών αντιθέσεων που αναφέραμε [φαίνεται] ασυμβίβαστη με οποιαδήποτε σημερινή θεωρία ή ιδέα […]» Η ηθική αυτή αντίληψη είναι αδιαχώριστη από την κίνηση της υπέρβασης. Στο δοκίμιο «Για τον Μαλλαρμέ» διαβάζουμε για τον μύθο που «εκφεύγει του λόγου ακόμα και στα αφορώντα τον θεό λόγο»× για τον λόγο που «διαλύει το μύθο» και «καταστρέφει τη μορφή»× για τη μορφή που ως «ατομική, θνητή ζωή, αφήνει το γεγονός της απάνω στο λόγο, τον παραλλάζει σε μύθο πέρα από το θάνατο».
Η σχέση του Πεντζίκη με τη γλώσσα περνά μέσα από την αγάπη και την ευθύνη για τον συνοδοιπόρο του. Η στάση προς τον θάνατο και τον έρωτα εμπνέει μια ποίηση που επιδιώκει την υπέρβαση του κλειστού λόγου, χώρου και χρόνου. Η στάση αυτή είναι ήδη ποίηση και η ποίηση ήδη ευθύνη. Το επέκεινα βρίσκεται ήδη ανάμεσά μας, όπως η πολλαπλότητα στο απλό.
Παρενθετικά: σκέφτομαι τη δύναμη με την οποία το πέρασμα από τον θάνατο στα Επιφάνεια, η γλώσσα και το ξάφνιασμα των συσχετισμών της, η έκθεση και το σημάδεμα του σώματος, η θαυμαστή χαρτογράφηση ή, ίσως, γεωγράφηση επανέρχονται, με διαφορετικό πάντα τρόπο, στα κείμενα του Δημήτρη Δημητριάδη και του Δημήτρη Καλοκύρη. Διαβάζοντας στο προηγούμενο τεύχος του Εντευκτηρίου (αριθ. 34, Άνοιξη 1996) την πολύ ωραία κριτική του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για το νέο βιβλίο του Δημήτρη Καλοκύρη Η ανακάλυψη της Ομηρικής, μου έλειψε η αναφορά στον Πεντζίκη. Σχετικά με τον Δημητριάδη, η απόσταση μεταξύ του Ο πεθαμένος και η ανάσταση και του Πεθαίνω σα χώρα είναι ελάχιστη. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για την απόσταση μεταξύ των Καταλόγων του Δημητριάδη και των ποικίλων καταλόγων ονομάτων που βρίσκουμε στον Πεντζίκη και στον Καλοκύρη. Παραμένει η λυτρωτική λεξιθηρία και λεξιπλασία, κοινή και στους τρείς.
Όσο κι αν το οδοιπορικό του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη είναι προσωπικό και ποιητικά επιλεκτικό, υπάρχουν σ’ αυτό παραλείψεις που δεν εξηγούνται εύκολα και τις οποίες συναντάμε και σε άλλα ανάλογα κείμενά του. Οι παραλείψεις αυτές εκπλήσσουν στον χώρο που διανοίγει η καταφατική δύναμη του συγγραφέα, η οποία, διαφορετικά, και ως ένα σημείο, μπορεί και εξουδετερώνει μερικές ελληνοκεντρικές παρεκκλίσεις. Στην περιδιάβασή του ο Πεντζίκης περιορίζει τις αναφορές του σε ό,τι του προσφέρει η αρχαία, η ελληνιστική, η βυζαντινή και η μεταβυζαντινή Ελλάδα. Σε χώρους όπως η Θεσσαλονίκη και η Θράκη, όπου μεγάλο μέρος της πολιτισμικής γεωγραφίας είναι, μεταξύ άλλων, εβραϊκό και μουσουλμανικό, ο αναπάντεχος αυτός περιορισμός είναι αδικαιολόγητος.
Τη σχέση της ηθικής με την αισθητική δεν θα πρέπει να την αφήνουμε σε ησυχία στους συγγραφείς που αγαπάμε, καθώς έτσι δεν αφήνουμε σε ησυχία τη συνείδησή μας και τις εκφραστικές μας επιλογές. Και μιλώντας για επιλογές, θα ήταν απαράδεκτο να αγνοήσει η υπεύθυνη επιτροπή για τις εκδηλώσεις της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας την πολυπολιτισμική διάσταση της Θεσσαλονίκης – διάσταση που με μεγάλη άνεση ξεπερνά τον ελληνικό ορίζοντα.
You must be logged in to post a comment.