
Βασίλης Παπαγεωργίου
Ο Οιδίπους τύραννος στη σύγχρονη φιλοσοφία.
Μια αριστοτεχνική ανάγνωση της τραγωδίας από τον καθηγητή Pietro Pucci.
Pietro Pucci, Oedipus and the Fabrication of the Father: Oedipus Tyrannus in Modern Criticism and Philosophy (Ο Οιδίπους και η κατασκευή του πατέρα: Ο Οιδίπους Τύραννος στη σύγχρονη κριτική και φιλοσοφία, Baltimore: The Johns Hopkins University Press, 1992, 230 σελίδες.
Καθημερινή, 23 November 1993.
Τον Οκτώβριο του 1966, στο κέντρο Ανθρωπιστικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο του Johns Hopkins, διεξήχθη ένα διεθνές συμπόσιο με τίτλο «Οι γλώσσες της κριτικής και οι επιστήμες του ανθρώπου». Θέμα του συμποσίου ήταν «το φαινόμενο του στρουκτουραλισμού» και στόχος του η συνεύρεση «Ευρωπαίων υποστηρικτών των στρουκτουραλιστικών σπουδών» με Αμερικανούς ερευνητές. Στο συμπόσιο έλαβαν μέρος γνωστοί επιστήμονες, μεταξύ των οποίων οι René Girard, Georges Poulet, Tzvetan Todorov, Roland Barthes, [Jean Hyppolite] Jacques Lacan, Jacques Derrida, Jean-Pierre Vernant. Εύκολα θα μπορούσε να προεικάσει κανείς, λοιπόν, ότι ένα τέτοιο γεγονός θα ήταν αποφασιστικής σημασίας για το μέλλον της φιλοσοφίας και της φιλολογίας στην Αμερική. Στο συμπόσιο όμως συνέβη και κάτι ακόμη πιο ριζοσπαστικό. Ο Ντεριντά παρουσίασε το κείμενο του «Δομή, σημείο και παιχνίδι στο λόγο των ανθρωπιστικών σπουδών» και εισηγήθηκε, έτσι, την παρουσία της αποδόμησης στην αμερικανική λογοτεχνική και φιλοσοφική σκηνή. Στα χρόνια που ακολούθησαν το Johns Hopkins μαζί με τα πανεπιστήμια του Yale και του Cornell, αποτέλεσαν τα κέντρα όπου αναπτύχθηκε η λεπτή στρατηγική της αποδόμησης, μέσω της οποίας συντελέστηκε η μεταμόρφωση των θεμελιωδών σημείων της αμερικανικής κριτικής.
Είκοσι έξι χρόνια μετά το αναφερθέν συμπόσιο τυπώνεται στον εκδοτικό οίκο του πανεπιστημίου του Johns Hopkins, η αποδομική ανάλυση του δράματος του Σοφοκλή Οιδίπους Τύραννος του Pietro Pucci, καθηγητή της κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Cornell. Το ίδιο δράμα χρησιμοποίησε και ο Βερνάν στο δοκίμιο που παρουσίασε στο συμπόσιο, το οποίο είχε τίτλο «Ελληνική τραγωδία: προβλήματα ερμηνείας». Στο δοκίμιο αυτό ο Βερνάν γράφει ότι «συμφωνεί με τον Levi-Strauss, όταν ο τελευταίος λέει ότι αυτό που οι φροϋδιστές έχουν να πουν για το μύθο του Οιδίποδα συνιστά ένα νέο μύθο». Και προσθέτει ότι «ο Οιδίποδας της τραγωδίας μπορεί να έχει συμπλέγματα, δεν έχει, όμως, οιδιπόδειο σύμπλεγμα – είναι καταφανές. Ο Σοφοκλής ίσως είχε οιδιπόδειο σύμπλεγμα, ο Οιδίποδας, όμως, δεν είχε, επειδή η Ιοκάστη, γυναίκα που παντρεύτηκε, δεν ήταν μητέρα του. Ποτέ δεν είχε σχέση υιού μαζί της. Τέτοια σχέση είχε με μια άλλη γυναίκα που τον φρόντισε όταν ήταν βρέφος. Δεν υπάρχει ούτε μια λέξη στο κείμενο που να δείχνει ότι ο Οιδίποδας είχε κάποια αισθήματα για την Ιοκάστη. Θα μπορούσε, ίσως, να πει κανείς ότι η Ιοκάστη είναι μητρικό υποκατάστατο, ο Οιδίποδας, όμως, δεν έχει υιικά αισθήματα γι’ αυτήν». Στη συζήτηση που ακολούθησε αναφέρθηκαν κι άλλοι συγγραφείς που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο καταπιάστηκαν με το οιδιπόδειο θέμα: ο Πλάτων, ο Ηρόδοτος, ο Αρτεμίδωρος. Κανένα από τα κείμενα αυτά, υποστηρίζει ο Βερνάν, δεν μιλά για κάποια μορφή οιδιπόδειου συμπλέγματος, «εκτός κι αν έχουμε αποφασίσει περί τούτου εκ των προτέρων». Το συμπέρασμά του είναι ότι ο οιδιπόδειος μύθος απόκτησε άλλο νόημα από τότε που ο Φρόιντ τον «χαρακτήρισε σύμπλεγμα».
Η απάντηση του Ντεριντά εξέφραζε απογοήτευση, επειδή ο Βερνάν έκανε μια ρεαλιστική ανάγνωση του δράματος. «Ο Οιδίποδας εμφανίζεται πάντα στο επίπεδο της εκπροσώπησης», είπε και διευκρίνισε ότι «η υποκατάσταση εξηγείται από το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Είναι φανερό ότι αν κανείς αντιλαμβάνεται τη μητέρα ως πραγματική μητέρα, τότε το οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν έχει κανένα νόημα». Πράγματι, επέμεινε ο Βερνάν, δεν έχει νόημα να μιλάμε για σύμπλεγμα στο δράμα του Σοφοκλή. Ως εκ τούτου η απάντησή του στις ερωτήσεις «εκπροσωπεί ή υποκαθιστά ο Οιδίποδας κάποιον» ή «υποφέρει από ή παραπέμπει ο Οιδίπους σε κάποια νεύρωση», είναι αρνητική.
Αρνητική είναι και η απάντηση του Pucci, ο οποίος εντελώς απρόσμενα εναντιώνεται στην άποψη του Ντεριντά, παραμένοντας αυστηρά, όπως και ο Βερνάν, στο κείμενο του Σοφοκλή. Ο Pucci, όμως – κι αυτό είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός – δεν ικανοποιείται με τις φανερές ομολογίες του κειμένου. Όπως ο Βερνάν, έτσι και ο Pucci δεν ανευρίσκει ασυνείδητες ορμές ή απωθημένα αισθήματα στο κείμενο. Αντίθετα, όμως, από τον Βερνάν, ο οποίος δέχεται ότι ο Οιδίπους δεν υποπτεύεται την ουσία του λόγου, ο Pucci θέτει το βασικό ερώτημα «τι είναι πατέρας».
Ο Pucci συναντά το ερώτημα και τους συλλογισμούς που το στηρίζουν στο δοκίμιο του Ντεριντά Πλάτωνος φαρμακεία (ελλ. μετ. Χ. Γ. Λάζου, Άγρα 1990) όπου καταδεικνύεται ότι ο όρος πατέρας είναι ανέκλητα εμπεπλεγμένος με τον όρο λόγος: «ο πατέρας», συνοψίζει ο Ντεριντά, «δεν είναι γεννήτορας ο «πραγματικός» γενέτης, πριν από και έξω από κάθε σχέση με τη γλώσσα. Διότι, πράγματι, ως προς τι διακρίνεται η σχέση πατέρας/γιος από τη σχέση αιτία/αποτέλεσμα ή γεννήτορας/γεννημένος, αν όχι από τη διάσταση του λόγους; (…) Με άλλα λόγια, μόνον με αφετηρία τον λόγο αναγγέλλεται και δίνεται στη σκέψη κάτι σαν την πατρότητα». Ο Pucci ακολουθεί τα επιχειρήματα του Ντεριντά και καταλήγει στο ότι ο πατέρας έχει πολλά πρόσωπα επειδή δεν είναι παρά μια «μορφή του λόγου». «Ο πατέρας εισέρχεται στο είναι όχι δια της σποράς των σπόρων του, αλλά δια του λόγου», αποκτά νόημα και εγγυάται τη γνησιότητα του γιου του μόνον εντός του λόγου.
Το επόμενο βήμα του Pucci είναι να εξετάσει στο δράμα του Σοφοκλή τις απαντήσεις που δίνονται στο ερώτημα «τι είναι πατέρας», από τον Οιδίποδα, από τον αναγνώστη και από το ίδιο το κείμενο. Οι κριτικές αναγνώσεις των τελευταίων ετών είχαν, κατά τον Pucci, στόχο τους τη μοίρα του Οιδίποδα, όπως αυτή διαμορφώνεται από τη σύγκρουση των ανθρώπινων δυνάμεων με τις θεϊκές, ενώ «ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της υπέρβασης των οικογενειακών δεσμών από τον Οιδίποδα» δεν λαμβάνονταν υπόψη. Σ’ αυτήν, ακριβώς, την υπέρβαση, η οποία στην πραγματικότητα είναι υπέρβαση του πατέρα και του νόμου, στηρίζει ο Pucci όλη του την ανάλυση. Ο πατέρας αρχίζει να υπάρχει για τον Οιδίποδα τη στιγμή που ο τελευταίος έχει επιτελέσει την υπέρβαση του πρώτου, τη στιγμή που ο γιος μετατρέπει την απουσία του πατέρα σε παρουσία. Όταν ο Οιδίποδας ανακαλύπτει το βιολογικό του πατέρα, ανακαλύπτει επίσης και τον πατέρα ως νόμο, ως αλήθεια και ως αυθεντία. Η εξαιρετικά λεπτομερής και αριστοτεχνική ανάγνωση του δράματος από τον Pucciδείχνει πως ο Οιδίποδας κατασκευάζει τον πατέρα διά της δολοφονίας του. Στο σημείο αυτό η ανάγνωσή του παρεκκλίνει ουσιαστικά από προηγούμενες αναγνώσει, εφόσον γι’ αυτόν η μοίρα του γιου δεν είναι να σκοτώσει τον πατέρα του, αλλά να τον υπερβεί και να του δώσει μορφή εντός του λόγου. Πράγμα που επαναφέρει το ρόλο, διαφορετικό τώρα, της απουσίας, αφού ο πατέρας δεν είναι παρά μια εικόνα του λόγου.
Η απουσία παίζει αποφασιστικό ρόλο και στην αντιμετώπιση από τον Pucci της φροϋδικής ερμηνείας του Οιδίποδος Τυράννου, κατά την οποία η εχθρική στάση του γιου απέναντι στον πατέρα εξηγείται από τον πόθο του για τη μητέρα. Ο Pucci γνωρίζει βέβαια ότι η ερμηνεία του Φρόυντ είναι πολύπλοκη και ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ της κλασικής ψυχαναλυτικής ερμηνείας και της ερμηνείας, στην οποία καταλήγει ο Φρόυντ σε ορισμένες από τις προσεγγίσεις του του οιδιπόδειου θέματος.
Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει την εικόνα αυτού που ο Pucci αποκαλεί «φροϋδική ιδέα της καθολικότητας του οιδιπόδειου συμπλέγματος». Το δράμα του Σοφοκλή μας δείχνει, υποστηρίζει ο Pucci, ότι δεν μπορούμε να φορτώσουμε στο Οιδίποδα απωθημένα αισθήματα. Και τούτο όχι επειδή δεν γνωρίζει τον πατέρα του, όπως είναι η άποψη του Βερνάν, αλλά επειδή δεν ξέρει τι είναι πατέρας. Η άγνοια αυτή «προηγείται του εναύσματος των αισθημάτων».
Μόνον όταν έχει υπερβεί τον πατέρα έρχεται ο Οιδίποδας αντιμέτωπος με το ερώτημα «τι είναι πατέρας». Μόνον τότε κατασκευάζει τον πατέρα εντός των ορίων του λόγου και συνειδητοποιεί τη σχέση μεταξύ του πατέρα και του νόμου ή της αλήθειας. «Ο Οιδίποδας νομίζει ότι έχει σκοτώσει έναν άγνωστο. Ο φροϋδιστής αναγνώστης, αντίθετα, γνωρίζει ότι ο Οιδίποδας σκότωσε, δίχως να το ξέρει, τον πατέρα του και αντιδρά στη σκηνή με αφύπνιση του απωθημένου του πατροκτονικού και αιμομικτικού πόθου. Αποτέλεσμα αυτής της αντίδρασης είναι η απόδοση στον Οιδίποδα των ιδίων πόθων και φοβιών που ανακύπτουν στη δική του συνείδηση». Ο Pucci παραπέμπει στην Cynthia Chase, η οποία βρίσκει ότι «το δράμα του Σοφοκλή παρουσιάζει τον Οιδίποδα ως το μόνο άτομο στην ιστορία δίχως οιδιπόδειο, με τη συνηθισμένη έννοια, σύμπλεγμα».
O Pucci παραδέχεται ότι βρίσκεται πιο κοντά στον Λακάν, ο οποίος στο ασυνείδητο διαβάζει τη γλώσσα του Άλλου. Ο ασυνείδητος κόσμος του Οιδίποδα εκφράζεται από έναν λόγο που δεν είναι δικός του. Το οιδιπόδειο πρόβλημα δεν αφορά τα κρύφια αισθήματα του ήρωα, αλλά την ανικανότητά του να αναγνωρίσει την ίδια του την ιστορία ως τη στιγμή που του φανερώνονται τα πάντα. Όταν αυτό συμβαίνει, δε συνιστά διαπιστωτικό γεγονός, αλλά επιτελεστικό: ό,τι φανερώνεται παραμένει εντός των ορίων της γλώσσας και εκφράζει ένα νέο μύθο. Η λακωνική, δηλαδή, ανάλυση καθίσταται ατέρμονη. Ο Pucci παραπέμπει τώρα στην Shoshana Felman, κατά την οποία «ο Οιδίποδας δεν είναι ο μύθος της απόκτησης ιστορίας, αλλά ο μύθος, ακριβώς της αποστέρησης που επιτελεί η ιστορία».
«Με άλλα λόγια», γράφει ο Pucci, «ο μύθος αυτός δεν εκφράζει παρά την ανακάλυψη της ατέλειωτης φύσης κάθε αφήγησης». Η ανάγνωση του Pucci διαφέρει από την ανάγνωση του Λακάν στο ότι το άλλο, το οποίο καθορίζει τη μοίρα του Οιδίποδα και των άλλων προσώπων του δράματος, δεν εντοπίζεται στο ασυνείδητο, αλλά στη δομή του λόγου. Έτσι εξαλείφεται «η πρωταρχική παρέμβαση του ασυνείδητου» και διευρύνεται ο χώρος του άλλου, το οποίο στο δράμα ονομάζεται τύχη.
Ο Pucci, λοιπόν, ξεκινά από το θεμελιώδες ερώτημα «Τι είναι πατέρας» και καταλήγει στην ακατάληκτη και εξαιρετικά περίπλοκη προβληματική που εισάγει η περιπέτεια των όρων τύχη και τέλος στο κείμενο του Σοφοκλή. Το τραγικό, κατά τον Pucci, εμφανίζεται τη στιγμή κατά την οποία ο τελεσίφρων λόγος υπονομεύεται από τα ίδια του τα συμπτωματικά πλανήματα. Η σύμπραξη τέλους και τύχης οδηγεί πέρα από το χώρο του ψυχολογικού και παρουσιάζει το έργο ως μέσον έρευνας των ορίων της οντολογίας. Η υπέρβαση του πατέρα, του νόμου και ορίων της ύπαρξης είναι απαραίτητη για τη διαμόρφωση των όρων του είναι.
Ο ίδιος ο λόγος του Σοφοκλή, ωστόσο, δεν φαίνεται να επιδιώκει την υπέρβαση του εαυτού του.
Ο Pucci δεν θέτει ποτέ ανοιχτά αυτή την ερώτηση. Όλες οι συγκρούσεις που συζητά δείχνουν να συμβαίνουν εντός των ορίων του λόγου, όσο αυθυπονομευτικός κι αν είναι. Η ανάγνωση του Pucci θα παίξει, χωρίς αμφιβολία, σημαντικό ρόλο σε μελλοντικές αναλύσεις του Οιδιπόδειου δράματος, Σ’ αυτούς που θα θέσουν ερωτήσεις του είδους «δεν θα’ πρεπε να γνωρίζει ο Οιδίποδας τι είναι πατέρας, ώστε το περί πατρός ερώτημα να έχει γι’ αυτόν νόημα;» ή «δεν είναι κι αυτή η ανάγνωση, όμοια με τη φροϋδική, ένας ακόμη μύθος», ο Pucci θα απαντήσει με την αβεβαιοποίηση των φανερών και κρυφών αποθεμάτων του κειμένου, γνωρίζοντας ότι ένα δράμα είναι πάντα παραπάνω από το χρονικό μιας νεύρωσης, από τα μέρη που το αποτελούν, από την πολυσημία, για την οποία είναι υπεύθυνο, από φιλοσοφικές και φιλολογικές συνόψεις.
Το θέμα όμως του τραγικού παραμένει προκλητικό, ιδιαίτερα στη σχέση του με τη σύγχρονη αισθητική και φιλοσοφία, όπου η υπέρβαση του λόγου θεωρείται αναγκαία για την καταφατική σύλληψη του κόσμου. Αν το τραγικό, εφόσον θα πρέπει να είναι αποτελεσματικό, συμβαίνει κατ’ αυτήν την έσχατη υπέρβαση, τότε μας επιτρέπεται να αναρωτηθούμε αν ο Οιδίπους Τύραννος μπορεί πράγματι σήμερα να θεωρηθεί τραγωδία.
Απ’ όλες τις σημαντικές θεωρίες περί του τραγικού ο Pucci μεταποιεί σε πράξη αυτή που ο Νίτσε στηρίζει στη μορφή του Διονύσου. Η θεωρία του τραγικού, όπως αναπτύσσεται στο βιβλίο Η γέννηση της τραγωδίας, αλλά και στα κατοπινά κείμενα – κυρίως σ’ αυτά – όπου η συμμετοχή του Απόλλωνα έχει εξαλειφθεί. Ο Αριστοτέλης προσδίδει στο τραγικό αισθητικό και ψυχολογικό μέγεθος, το οποίο δεν είναι καθόλου σε θέση να επηρεάσει τη φιλοσοφία και τη σχέση της με τον κόσμο. Στον Χέγκελ, το δεύτερο μεγάλο φιλόσοφο που έγραψε εκτενώς περί του τραγικού, το τελευταίο προκαλείται από την εντός του λόγου σύγκρουση του ανθρώπινου και ατομικού, από τη μια μεριά, με το θείο και οικουμενικό από την άλλη.
Ο Νίτσε είναι ο μόνος που κάνει, βοηθούμενος από τη μορφή του Διονύσου, ηρωικές προσπάθειες για να προσεγγίσει το χώρο πέραν του λόγου. Ο Διόνυσος τούτος επιστρέφει στον Ντεριντά με ανανεωμένη δύναμη και εμμονή στην αναγκαιότητα της κατάφασης, καθώς καθήκον του είναι να ρίξει φως στις εντός του λόγου κρύπτες, οι οποίες πάντα θα αφαιρούν από το λόγο την πρώτη και τελευταία λέξη, ενώ θα παραμένουν για πάντα κρύπτες. Ο Pucci, όπως και ο Ντεριντά, δεν απαντά το τραγικό στη σύγκρουση μεταξύ ανθρώπου και εσωτερικού ή εξωτερικού του κόσμου, ή μεταξύ ανθρώπου και θεού ή μοίρας, αλλά στην κρίσιμη κατάσταση που συνοδεύει τις ερωτήσεις «τι είναι άνθρωπος;» ή «τι είναι μοίρα;». Το τραγικό εντοπίζεται τώρα στην ένταση ανάμεσα στο λόγο και σε ό,τι του υπεκφεύγει.
Αν ο Pucci δεν θέτει ποτέ το ερώτημα της υπέρβασης του ίδιου του λόγου, είναι επειδή αυτό περιττεύει, καθώς γίνεται φανερό ότι η υπέρβαση δεν είναι παρά ένας από τους όρους για την ύπαρξη και την αποτελεσματικότητα του λόγου – διττά, ως εκ τούτου, καταληπτικού. Και εφόσον αφαιρείται από το λόγο η πρώτη και η τελευταία λέξη, μπορούμε στον Pucci και στον Ντεριντά να διακρίνουμε μια σιωπηλή και διακριτική κίνηση, η οποία, ούτε λίγο ούτε πολύ, μετατρέπει τον κόσμο σε κόσμο, σε διάκοσμο, παρουσιάζοντας εντελώς αδιαχώριστο το τι της οντολογίας από το πώς της αισθητικής.
Ερχόμαστε, δηλαδή, αντιμέτωποι με μια ουσιώδη κοσμητική η οποία προηγείται της οντολογίας και της αισθητικής. Ίσως αυτό εννοεί ο Pucci, όταν γράφει ότι τα αινίγματα της τραγωδίας δεν οδηγούν σε λύση ή σε γνώση, αλλά σε νέα τραγικά αινίγματα. Είναι, οπωσδήποτε, κατόρθωμα η κατάδειξη ότι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη Μήδεια ή στις Βάκχεςτου Ευριπίδη, όπου η επίθεση κατά του λόγου είναι σήμερα ευδιάκριτη, αλλά και στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή.
You must be logged in to post a comment.