
Βασίλης Παπαγεωργίου:
Geoffrey H. Hartman, Minor Prophecies: The Literary Essay in the Culture Wars. London: Harvard University Press, 1991, σσ. 252.
Λόγου χάριν, Καλοκαίρι 1996.
Ο GEOFFREY H. HARTMAN είναι από τους πολύ λίγους σύγχρονους θεωρητικούς της λογοτεχνίας που αποδίδουν αφομοίωση ευρύτατης και πολύπλοκης σκέψης και γνώσης με τρόπο εξαιρετικά καθαρό και αναλυτικό, που μπορούν να εκφραστούν με ειρμό λεπτό, πυκνό και ελλειπτικό, κι ωστόσο να επιτρέπουν στον αναγνώστη την άνετη παρακολούθηση μιας ασφαλούς, σχεδόν αφοπλιστικά πειστικής επιχειρηματολογίας.
Το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρημάτων και των κριτικών εξορμήσεων στο παρόν βιβλίο αφορά την ένταση που δημιουργείται από την αντιπαράθεση ενός λόγου ειδικού, επιστημονικού, θεωρητικού, σε έναν λόγο που απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Ο τελευταίος, ως φιλικός, κριτικός λόγος της φωτισμένης κοινής λογικής, θα πρέπει να γίνεται αποδεκτός μόνον υπό τον όρο ότι, συγχρόνως, θα αντιστέκεται σε οτιδήποτε περιορίζει, συνοψίζει, καταφεύγει σε ιδεολογία ή οδηγεί σε συναισθηματική συμφιλίωση: «η ολοκληρωτική εμπειρία [totalitarian experience] μας έμαθε ότι η απαίτηση για αδελφοσύνη [brotherhood and sisterhood] μπορεί να είναι ιδεολογική τυραννία» (σ. 12). Ο ερευνητικός, κριτικός λόγος και το έργο τέχνης ή η λογοτεχνία όχι μόνο δεν παραμένουν πέραν των ορίων του ιεραποστολικού λόγου αλλά και τον αντιμετωπίζουν με μια άγνωστη σ’ αυτόν ηθική αντίσταση. Δυό κεντρικά θέματα του τελευταίου του βιβλίου είναι η σχέση του λόγου με το αντικείμενό του, ο τρόπος με τον οποίο πλησιάζει και ερευνά το αντικείμενο αυτό, και η σχέση του λόγου με τον ίδιο του τον εαυτό, με την ιδέα, την έννοια που τον ορίζει, με τη στάση ή τις μορφές που παίρνει αυτός στο λογοτεχνικό δοκίμιο. Ένα τρίτο θέμα, ή μάλλον μια Τρίτη διάσταση, στο βιβλίο του Hartman αποτελεί ο τρόπος που επιλέγει και συζητά συγγραφείς – τον F.R. Leavis, τον Kenneth Burke, τον Paul de Man, τον Valéry, τον Malraux, τον Auerbach, τον Heidegger και αρκετούς άλλους – και το ρόλο της ορολογίας στην απαιτητική γλώσσα της θεωρίας της λογοτεχνίας, της αισθητικής και της φιλοσοφίας. Λόγω του εύρους της συζήτησης αναγκάζεται συχνά να περιοριστεί σε σύντομες αναφορές ή ακόμη και σε υπαινιγμούς, πράγμα που δημιουργεί στον αναγνώστη του την έντονη επιθυμία για έναν διεξοδικότερο σχολιασμό ορισμένων σημείων. Η ελλειπτικότητά του όμως ποτέ δεν καταλήγει σε απαγορευτική αινιγματικότητα. Αντίθετα, το διακριτικά παροτρυντικό ύφος του βιβλίου του Hartman επιδιώκει την ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη στη διαμόρφωση απόστασης και κριτικών συμπερασμάτων. Κατά νου έχει τον Ασυνήθη μάλλον, παρά τον Συνήθη Αναγνώστη [the Uncommon rather than Common Reader], ή την «αποδοτικότητα [productiveness] της μεταξύ των διαμάχης» (σ. 14).
Στο βιβλίο συγκεντρώνονται δέκα δοκίμια γραμμένα σε διαφορετικούς χρόνους και – εκτός από το τελευταίο – δημοσιευμένα ήδη αλλού. Ένας από τους ισχυρούς κοινούς τόπους όλων των δοκιμίων είναι το ηθικό στοιχείο στη σχέση του κριτικού λόγου, της θεωρίας, με τον αναγνώστη και την ιστορική ή πολιτισμική του διακειμενικότητα. «Η κατανόηση της λειτουργίας της γλώσσας συνεπάγεται την ηθική» και οδηγεί στην αποδόμηση τόσο των αποφάνσεων περί ουσίας όσο και του ύφους των αποφάνσεων αυτών. Μπορούμε τότε να πούμε ότι η «αποδόμηση είναι μια ευφρόσυνη επιστήμη» (σ. 42). Για να διατηρήσει και να καλλιεργήσει ο κριτικός της λογοτεχνίας [the literary critic] την ευτυχία αυτή, θα πρέπει να διατηρεί και να καλλιεργεί την έγνοια της ηθικής, η οποία, μαζί με την έγνοια της ανάγνωσης, θα απομακρύνει από τη έννοια του μέλλοντος την έννοια του τέλους: «η ανάγνωση της λογοτεχνίας αποτελεί για μένα εσκεμμένη τύφλωση» (σ. 207), καταλήγει ο Hartman. Το ηδονιστικό, μερικές φορές, σκουντούφλιασμα στον κόσμο των λέξεων είναι προνόμιο του Ασυνήθους Αναγνώστη, ο οποίος, σε έναν κόσμο που ταυτίζει την πρόοδο με την κατάκτηση της αλήθειας, παραμένει μη προοδευτικός.
«Ο Ασυνήθης Αναγνώστης δεν είναι το αντίθετο του Συνήθους Αναγνώστη», διευκρινίζει ο Hartman. O Ασυνήθης Αναγνώστης, προσθέτει, «χρησιμοποιεί τη θεωρία όσο αποτελεσματικά χρησιμοποιούσε ο Συνήθης Αναγνώστης τους κλασικούς συγγραφείς. Ο Trilling ήταν αυτός που είπε ότι η μελέτη των κλασικών έδωσε σε στοχαστές όπως ο Freud την ευκαιρία να απαλλαγούν από την υποταγή στην παιδεία τους [culture]. Η παλαιότητα ακριβώς αυτού του «άλλου» κόσμου των κλασικών ευνόησε ένα φιλάνθρωπο συνώνυμο [humane equivalent] της επιστημονικής αμεροληψίας. Το «πέραν» της παιδείας [culture] παρέμενε εντός της παιδείας. Είναι όμως δύσκολο για μας να διανοηθούμε την θεωρία ως γλώσσα, όπως τους κλασικούς, εντός της δική μας γλώσσας. Η θεωρία φαίνεται να ανήκει κάπου αλλού, σε κάποιο άλλο μέρος του μυαλού» (σσ. 79-80).
Η θεωρία θα πρέπει να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να δημιουργήσει και να υπερασπίσει την ορολογία της. Πάνω απ’ όλα, θα πρέπει ανενδοίαστα να υπερασπίζει τις προϋποθέσεις της ίδιας της διακριτής, λόγω του «άλλου», ύπαρξής της. Ανάμεσα στον F.R. Leavis, που παίρνει αρνητική στάση απέναντι στη θεωρία «την οποία αντιλαμβάνεται ως άκαμπτη και κατηγορηματική, ανίκανη να διακρίνει την έντονα επιτόπια ζωή των λέξεων», και τον Kenneth Burke, που δεν φοβόταν τεχνικούς όρος και για τον οποίο η «θεωρία είναι μια ενδιαφέρουσα και επινοητική ανθοφορία ορολογίας ή στρατηγική κατά του καθωσπρεπισμού» (σ. 122) ο Hartman διαλέγει βέβαια τον τελευταίο. Παρ’ όλο που ο Leavisυποστηρίζει την «ευρετική» [«heuristic»] και «δημιουργική» σχέση του αναγνώστη με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία. Ένα από τα προβλήματα, στην περίπτωση αυτή, είναι ότι η υποστήριξή του περιορίζεται στο χώρο τα αγγλικής γλώσσας και λογοτεχνίας και γίνεται στο όνομα της αγγλικότητας [«Englishness»], η ποία με τη σειρά της επικαλείται την πίστη στις ικανότητες του Συνήθους Αναγνώστη. Αυτό σήμερα δεν εκπλήσσει μόνο ως αφελώς περιοριστικό αλλά και ως άκρως επικίνδυνο. «Ο Leavis, ως κριτικός και παιδαγωγός, συμμερίστηκε ένα ιστορικό παράδοξο. Η ίδια η έννοια του φυλετικού ή του γλωσσικού γνωρίσματος ενός τόπου [vernacular genius], που είχε ενθαρρύνει την ανάπτυξη διαφοροποιημένων εθνικών λογοτεχνιών στην Ευρώπη, γίνεται συντηρητική και συσταλτική όταν αυτά τα έθνη-κράτη παγιώνονται» (σσ. 116-117). Η στερεότυπη γλώσσα που απευθύνεται στον Συνήθη Αναγνώστη, παρά κάποιες χρήσιμες πλευρές της, γίνεται «επικίνδυνη και φορέας μίσους παρά ανεκτικής διαθέσεως», όταν «οι Ναζί στην έννοια της φυλής και των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων προσθέτουν την έννοια της καθαρότητας» (σ. 116).
Στη δεκτικότητα του μορφωμένου ή Συνήθους Αναγνώστη, η προσωπικότητα του οποίου συγκροτήθηκε στις αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα – δεν πρόκειται ακόμη για τον «μέσο αναγνώστη» [«ordinary public reader»] (σ. 227 σημ.), ο οποίος εμφανίζεται αργότερα –, απευθύνονταν οι συγγραφείς του περιοδικού The Spectator και όλοι όσοι έγραφαν έναν «κανονιστικό [normative] και κλασικό πεζό λόγο. Ξέρουμε επίσης ότι ο πεζός αυτός λόγος. Ξέρουμε επίσης ότι ο πεζός αυτός λόγος εμφανίστηκε στην Αγγλία μετά το 1660 και γρήγορα απόκτησε την ηγεμονική θέση την οποία κατέχει μέχρι και τη σύγχρονη εποχή» (σ. 75). Ύφος φιλικό, συγκρατημένο, ευγενικό, άνετο, «ήπια διδακτικό», κομψό, προσεχτικό, ευχάριστο, φιλοπαίγμον. Το ύφος του «honest man about town» (ο Hartman προχωρεί σε μια σύντομη, αλλά εξαιρετικά χρήσιμη, τόσο για τις συγκλίσεις όσο και για τις αποκλίσεις που παρουσιάζονται, αντιπαραβολή του Συνήθους Αναγνώστη με τον Γάλλο honnête homme και το ρόλο που αυτός έπαιξε στην καλλιέργεια της «ισότητας», της μέσης οδού μάλλον, παρά της απλότητας), αυτού που είναι διατεθειμένος να παραμείνει αναποφάσιστος μεταξύ πίστης και δυσπιστίας, μεταξύ ελαφρότητας και σοβαρότητας. «Σήμερα αντιλαμβανόμαστε ότι ο Συνήθης Αναγνώστης ίσως να μην υπήρξε ποτέ», παρά μόνο στις σελίδες του Spectator ή μεταξύ των μελών μιας μικρής ελίτ. «Ακόμη και η αβρή, επιτακτική φωνή του Eliot», προσθέτει ο Hartman, «δεν μπόρεσε να διατηρήσει [αυτή] την παράδοση» (σ. 79).
Η θεωρία, και μάλιστα η κριτική θεωρία, απευθύνεται στον Ασυνήθη ή Κριτικό Αναγνώστη από τον οποίο απαιτεί τον συνυπολογισμό του «άλλου» και μια πολύ πιο υπεύθυνη στάση απέναντι σε οτιδήποτε αφορά όχι μόνο στη σχέση του με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, αλλά και στη σχέση του με την πραγματικότητα που διαμορφώνει και διαμορφώνεται από τη γλώσσα αυτή. Η θεωρία θα πρέπει να είναι μορφή αντίστασης όχι μόνο εναντίον σε κάθε είδους ιδεολογίας αλλά και εναντίον της προσπάθειας αποκλεισμού αυτού που δεν μπορεί να νοηματοδοτήσει η θεωρία ή η γραφή. Ως «κίνητρο της θεωρίας» παρουσιάζεται, παραδόξως, «το μη δυνάμενον να θεωρητικοποιηθεί» (σ. 82). Η γλώσσα της κριτικής νεολογίζει, αλλά αυτό είναι απαραίτητο στη συνειδητή προσπάθεια πρόσβασης στους χώρους όπου δεν μπορεί να εισχωρήσει ο συναινετικός, ο συγκαταβατικός και, για το λόγο αυτό, συγκαλυπτικός λόγος. «Χρειαζόμαστε τον Ασυνήθη Αναγνώστη», γράφει ο Hartman, «αν ο Συνήθης Αναγνώστης είναι, όπως έδειξε καθαρά ο Ναζισμός, δυνάμει Ευθυγραμμισμένος [Coordinated] Αναγνώστης – ευθυγραμμισμένος (gleichgeschaltet) με την Κρατική ιδεολογία ή με μια απατηλή Δημόσια Φιλοσοφία» (σ. 87). Χωρίς να ανταγωνίζεται ή να συγχέεται με την τέχνη ή την τέχνη ή την φιλοσοφία, από την οποία μάλιστα μερικές φορές είναι πιο αποτελεσματική στην εκκάλυψη της πλάνης του αμεσολάβητου λόγου, η κριτική θεωρία μπορεί και πρέπει να είναι εξίσου δημιουργική, διερευνητική και διευρυντική.
Τα πράγματα όμως δυσκολεύουν πολύ όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε την αναπόφευκτη πραγματικότητα, να λάβουμε μέρος ή να αποφανθούμε για συγκεκριμένα γεγονότα της. Τι είδους λόγο θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε σήμερα, για παράδειγμα, όταν αναφερόμαστε στον «σφετερισμό και την ιδιοποίηση της ονομασίας «Μακεδονία», ώστε να μην περάσουμε από τη νόμιμη άμυνα στην απαράδεκτη επίθεση; Τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει η φράση «για μας η ψυχή μας είναι το όνομά μας», αν προϋποθέτει άκριτα ή απερίφραστα (ασύμφραστα μάλλον – δίχως να λαμβάνει υπόψη την τόσο προβληματική διακειμενικότητα) την υπερβατική έννοια της ταυτότητας και της ακέραιας παρουσίας της ψυχής ενώπιον του αδιαφιλονίκητου εαυτού της; Πως θα πρέπει να πράξει κανείς για να διατηρήσει την απαραίτητη λειτουργία της διαφοράς και εντός της ίδιας της έννοιας της ταυτότητας και της ψυχής, και στη σχέση τους με άλλες ταυτότητες και ψυχές; Μπορεί μια δημοκρατία να λειτουργήσει χωρίς συναινετικό λόγο; Αν η απάντηση είναι αρνητική, τότε ποια μέρη ή μέλη της πρέπει να περιοριστούν ή να θυσιαστούν;
Ο Hartman προσεγγίζει την προβληματική της αντιπαράθεσης της πραγματικότητας στο λόγο στο δοκίμιό του για τον Paul de Man. Η πραγματικότητα αυτή είναι τόσο του de Man όσο και του αναγνώστη. Η στάση του Hartman, ο οποίος έχει κάθε λόγο να βρίσκεται πιο κοντά στην προβληματική του de Man, ως φίλος, ως συνάδελφος, ως Εβραίος, κάθε άλλο παρά αμφίλογη είναι. Ο ώριμος de Man δεν έχει καμιά σχέση με τον de Man των πρώιμων δημοσιογραφικών άρθρων στη Le Soir. Η μόνη σχέση ίσως θα ήταν το αποτέλεσμα μιας άβολης και επώδυνης επιμονής, δικής του και δικής μας, στο είδος του αρνητικού βάρους του απόλυτου χαρακτηρισμού «καμία». Ωστόσο, ο Hartman θα ήθελε από τον deMan να είχε επιστρέψει στη σχέση αυτή και να είχε αντιμετωπίσει το νεανικό του λάθος, «όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι της σιωπής του». Έχουμε το δικαίωμα όμως να είμαστε τόσο κατηγορηματικοί, να λέμε «όποιοι κι αν ήταν», όταν δεν ξέρουμε πράγματι ποιοι θα μπορούσε να ήταν οι λόγοι αυτοί; Ο Hartman απαντά θετικά: δεν πρόκειται για σιωπή που αφορά το παρελθόν του de Man μόνο αλλά για σιωπή που αφορά και σε μια ιδεολογία η οποία «ενέχεται σε γενοκτονία» (σ. 145). Ο Hartman τονίζει και πάλι την υπευθυνότητα του διανοουμένου ενώπιον της ιστορίας και της πραγματικότητας. Αυτός που, για παράδειγμα, θα προσπαθήσει να κρίνει την «υπόθεση de Man», θα πρέπει να «μεταβάλει την ιστορία σε μνήμη: να καταδείξει τι θα πρέπει να θυμούμαστε και πως θα πρέπει να το θυμούμαστε. Η υπευθυνότητα αυτή μετατρέπει κάθε κρίση σε κρίση για το άτομο που την εξέφερε» (σ. 148).
Ο Hartman μας προσφέρει ένα πολύτιμο βιβλίο, έναν ευθήσαυρο τρόπο σκέψης, ο οποίος, μεταξύ άλλων πολύ σημαντικών παρατηρήσεων και τοποθετήσεων, δεν βρίσκει καμιά αντίφαση στην ταυτόχρονη χρήση ενός λόγου αυστηρά υπεύθυνου και ενθουσιωδώς παντεχνήμονος. Επιπλέον, τα δοκίμια που έχουμε μπροστά μας δεν πραγματεύονται μόνο την τέχνη της θεωρίας της λογοτεχνίας στη δοκιμιακή της μορφή, αλλά αποτελούν και τα ίδια υποδείγματα της τέχνης αυτής. Μια τέχνη που, χωρίς να μπορεί να αποφύγει εντελώς την προφητική γλώσσα, εκφράζει την ποιητική της κατάφασης, την ποιητική του κριτικού λόγου που αντιστέκεται στον αποκλειστικό λόγο, τον λόγο των προφητειών, της εξουσίας και του επιβεβλημένου εφησυχασμού.
You must be logged in to post a comment.