Τζoν Άσμπερυ, Μακραίωνες μέρες

Τζον Άσμπερυ, Κάρεν και Κέννεθ Κοκ, Άγιος Δημήτριος, Θεσσαλονίκη 1997. Φωτο. ΒΠ.

Παινεύεσαι; Πάντως όχι γιατί νοιάζεσαι για
τα μισοφωτισμένα μηνύματα άλλων συγγραφέων
που αγαπάς και που θα ’θελες να ξεχάσεις.
Κάθισα στο γραφείο μου· απριλιάτικο πρωινό
κι όπου να ’ναι θα ξέσπαγε καταιγίδα. Ο ήλιος έλαμπε ακόμη
και το μπουμπούκι είχε μαραθεί. Υπήρχαν σκιές στη γη.
Έκατσα ωστόσο, χωρίς να κάνω τίποτε, χωρίς να ανησυχώ αν ζούμε σ’ αυτή σωστά.
Κι όταν η νεότερη αδελφή της καταλάβαινε τελικά ποιος είμαι, 
γιατί, θα δινόταν σ’ αυτό προτεραιότητα. Θα ήμασταν,
βέβαια, εδώ για λίγο ακόμη
που θα σήμαινε χρόνο για να βρούμε λύση,
να δοκιμάσουμε τις τυλιγμένες εντάσεις του βιολιού
σε περίπτωση που όλα τελείωναν καλά.

Αυτές ήταν μέρες για να ζει κανείς σ’ ένα σακί,
ένα φαρδύ σακί για ν’ ανοίγουμε μέσα την πόρτα.
Οι γείτονες δεν σ’ άφηναν να κοιμηθείς όλη νύχτα
με ψίθυρους και αναποφασιστικότητα. Ήταν καιρός να
ρίξεις μια ματιά στις «Δοκιμασμένες και γνήσιες συνταγές της θείας Αγαθής»
μόνο και μόνο για να δεις ποιος τις μελετά κι αν θα μπορούσαν
με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να επιστρέψουν σε σένα όταν κρυώσει το ψητό.
Αλίμονο, όμως, γιατί αυτοί μιλούσαν μόνο με όρους κατάλληλους για την περίσταση,
και υπερβολικά, μάλιστα. Που βρισκόταν το υπόλειμμα
ήρεμου φόβου, οι ειδοποιήσεις
για σύσκεψη με τις πολυθρόνες του κήπου που ενέπνεαν τον έλεγχο άλλων
προσφάτων διαταγών; Και το χαλάκι κουνήθηκε σαν φάντασμα
στο ρεύμα κάτω απ’ την πόρτα αλλά ήταν αρκετά αυτά που έπρεπε να πούμε
και κανείς που να θέλει να κατέβει, να παλέψει, αν χρειαζόταν, για να κατέβει τη βαμμένη σκάλα οι άκρες της οποίας ήταν αόρατες
σ’ αυτή την παλίρροια από άρρωστο καλοκαιρινό φως
οπουδήποτε διάλεγαν τα πόδια σου να σε πάνε, εδώ
ανάμεσα στα αγριόχορτα και τις προμήθειες, εκεί στους απήγανους,
και να κάνει ανεμίδια όλα όσα χτίσαμε, όλα τα τείχη που υψώσαμε;

Αυτός είναι ένας τρόπος ύπαρξης, είπε. Εντάξει, 
δεν θα διαφωνήσω, δείξε μου όμως την προσαύξηση, τη λεπτή σαν ξαντό,
προφανώς, που αποτελεί την αιχμή της, που στολίζει με γιρλάντες
ένα δέντρο στο δωμάτιο και που τελικά παραδίδει το βιβλίο
σ’ έναν εκδότη τη στιγμή που κλείνει η πόρτα; Δεν πρόκειται να τη ζηλέψω.
Αν είχα αγγέλου φτερά μερικά πράγματα, ή όλα,
θα ήταν κάπως διαφορετικά και θα ’βλεπες: θα
φαινόταν στο παιχνίδι. Οι διαφορές που μας κάνουν ανακριβείς τώρα θα μας
έκαναν να διδαχτούμε απ’ αυτόν τον χώρο, αυτόν τον άκρατο πόθο γιατις παύσεις που μόλις πέρασαν και που πολλαπλασιάζονται σαν μυθολογίες, σαν μήλα.

Εντευκτήριο 13, Δεκέμβριος 1990. Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.