Επανεπίσκεψη: Τζον Άσμπερυ, And the Stars Were Shining

St Andrew’s Framingham Earl

Απουσία παντός είδους έπαρσης 
Τζον Άσμπερυ [John Ashbery], And the Stars Were Shining [Και τ’ άστρα έλαμπαν]. Farrar, Strauss, Giroux 1994, 100 σελ.
Εντευκτήριο 31, καλοκαίρι 1995.

Στην παρουσίαση του βιβλίου του Άσμπερυ Hotel Lautréamont, (Εντευκτήριο 25, Χειμώνας 1993-1994) είχα γράψει ότι «ένα αίσθημα ευτυχίας με γεμίζει πάντα και αυθωρεί όταν διαβάζω ποίηση του Τζόν Άσμπερυ». Θέλω τώρα να προσθέσω, διευρύνοντας ή απολαμβάνοντας ακόμη περισσότερο το αρχικό αίσθημα, ότι εννοώ μια τραγική ευτυχία, την ευτυχία του τραγικού που κάνει και διαβάζω τον Άσμπερυ ως έναν από τους τελευταίους μεγάλους τραγικούς ποιητές. Ευτυχία που γεννά και γεννιέται από το τραγικό, αλλά δεν είναι χώρος εδώ ν’ αναφερθώ σε θέματα αίτιου και αιτιατού, αρχής και επομένων. (Για την προβληματική του θέματος, που, δίχως αμφιβολία, είναι τραγική, έχει εκφραστεί ο ίδιος ο Άσμπερυ με τόπο τολμηρό, που παραπέμπει στον Νίτσε και στον εξονυχιστικό Ντεριντά).

Έχω, λοιπόν, πάντα την ευδαίμονα και ευδαιμονική αίσθηση ότι ο Άσμπερυ είναι τραγικός ποιητής. Ο ίδιος, πριν από μερικά χρόνια (Εντευκτήριο 13, Δεκέμβριος 1990), εξήγησε ότι τη στιγμή που γράφει καταφέρνει ν’ αγνοεί το τραγικό ή, για την ακρίβεια, κάνει προσπάθειες να εξορκίσει το τραγικό, πράγμα που μπορεί να «εκλάβει κανείς ως το ίδιο το τραγικό». Αυτό που τελικά καταφέρνει να εξορκίσει είναι το υπερβολικά δραματικό, αυτό που με τη βοήθεια υψηλής γλώσσας θα οδηγούσε στην αριστοτελική κάθαρση ή στην εγελιανή σύγκρουση μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου. Και οι δύο αυτές τραγικές μορφές προϋποθέτουν μια καθαρή, υπερβατική αντίληψη του κόσμου, πράγμα ξένο στην ποίηση του Άσμπερυ.

Το τραγικό στον Άσμπερυ παραμένει και εντοπίζεται σε ένα πολυδιονυσιακό, ένα ηρακλείτειο ή ένα νιτσεϊκό πεδίο (όσο καλά κι αν το κρύβει η αναπάντεχα φιλική γλώσσα του ποιητή και η πυκνή βλάστηση των καθημερινών μεταφορών του) συγκρούσεων ανάμεσα στον λόγο και σε ό,τι του υπεκφεύγει, τον ειρωνεύεται και, φυσικά, τον υπονομεύει. Ο Άσμπερυ και κατασκευάζει και διαλογίζεται πάνω σ’ ένα τέτοιο πεδίο, παρόλο που ποτέ δεν θεματοποιεί το τραγικό και ποτέ δεν του δίνει καθαρό περίγραμμα – ακόμη κι όταν το αναφέρει, όπως κάνει στο ποίημα «Free nail polish» [Δωρεάν βερνίκι νυχιών]: «Χρειάζομαι ένα τραγικό μέλλον για τις επενδύσεις μου» [I need a tragic future to invest in]. Ο Άσμπερυ έχει προσεχτικά επενδύσει τον στίχο αυτόν σ’ ένα ποίημα που μιλά για άγνοια, ανικανότητα, αδυναμία για επενδύσεις. «Οι άνθρωποι είναι παιχνίδια» [Men are playthings] στον χρόνο του Άσμπερυ, ενώ «Ο Θεός δεν είναι φως / αλλά Θεός, το ίδιο αινιγματικός για τον Εαυτό Του όπως και μείς γι’ Αυτόν» [God is not light / but God, as mysterious to Himself as we are to Him].

Στον χρόνο και τον χώρο του Άσμπερυ μπορεί κανείς πράγματι να συναντήσει την κάθαρση και τα σημεία της υψηλής σύγκρουσης, αλλά τότε έχουν ήδη αυτά παραδοθεί στην αβρή κατάφαση που δημιουργεί η απουσία παντός είδους έπαρσης. Αυτός λοιπόν που θα επιθυμούσε «ένα όραμα» [a vision], το ξανασκέφτεται και το αντικαθιστά μ’ «ένα μπισκότο» [a cookie]. Και στη νέα αυτή συλλογή (την οποία αποτελούν 57, σχετικώς μικρά, ποιήματα, καθώς και το ποίημα 25 σελίδων «Και τ’ άστρα έλαμπαν», το οποίο έδωσε το όνομά του σ’ όλη τη συλλογή) μπορεί κανείς εύκολα να περάσει μια απίθανη μεταφυσική για αλλοπαρμένο ζαχαροπλαστείο. Το τραγικό και το καταφατικό εμφανίζονται σ’ αυτήν την συχνή σύγχυση ή μεταπήδηση, η οποία βγάζει πέρα στο «μοναδικό αποτέλεσμα όλων των πραγμάτων / που είναι συνεπή με τον εαυτό τους [being themselves], δηλαδή θεότρελα [stark mad] / δίχως να ζητούν συγνώμη από τον κόσμο ή τον αιθέρα». Μόνο τότε μπορούμε και στη συλλογή αυτή να αντιληφθούμε και να σεβαστούμε τα ποιήματα ως αντικείμενα, τα οποία συλλέγουμε «για την ασύγκριτη αδιαφορία που δείχνουν το ένα στο άλλο και στο τσίρκο στο οποίο όλοι μας κατοικούμε, και για τη συλλεκτική τους αξία [collectibility] – / ακριβώς, και για την τάση τους να διαλύονται».

Οι σκέψεις για τους όρους της ύπαρξης, του κόσμου και της γραφής αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος της νέας συλλογής του Άσμπερυ. Πριν μας οδηγήσει στις σκέψεις αυτές, ο ποιητής προλαβαίνει να μας μιλήσει για τα πιο απίθανα και τα πιο ασυνάρτητα, φαινομενικώς, πράγματα, για τις σχέσεις τους, για τις ενέργειες που τα ρίχνουν στο ποτάμι μιας πολυδαίδαλης και εύοχθης αμηχανίας, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα, το εσωτερικό βασίλειο της οποίας δεν γνωρίζει τα ίδια του τα όρια. Και όλα αυτά μόλις τρία χρόνια μετά το ποίημα Flow Chart, διακοσίων σελίδων, και δύο χρόνια μετά τη συλλογή Hotel Lautréamont, εκατόν πενήντα σελίδων.

Και στα τρία αυτά βιβλία που θαρρείς γράφτηκαν με μια βαθιά ανάσα, μπορούμε άνετα να ακολουθήσουμε τις κινήσεις με τις οποίες ο Άσμπερυ εξασφαλίζει την περιβόητη φιλοπαιγμοσύνη του. Κανένας ποιητής δεν μπορεί με τόση επίμονη διακριτικότητα και τόσο φιλικό χέρι να μας βάλει και να μας βγάλει από την κόλαση του Rimbaud. Η δυσοίκητη νύχτα του Άσμπερυ, που είναι βέβαια και δική μας, υποχωρεί, παραδεχόμενη την ήττα της ενώπιον της αναπάντεχης κι ωστόσο οικείας γνώσης που κρύβεται σ’ αυτήν τη διακριτικότητα και φιλία. Κανένας ποιητής δεν είναι τόσο εξοικειωμένος με τη μελαγχολία του Baudelaire, την οποία ο Άσμπερυ με εγκάρδιες χειρονομίες μεταμορφώνει σε ακατονόμαστη βιωτή ευδαιμονία. Κανένας άλλος δεν μπορεί να εισχωρήσει στην απελπισία του Hölderlin με τόσο απλή και άνετη αποφασιστικότητα. Ο Άσμπερυ είναι ήρεμος και σεμνός στην άγρια ασέβειά του, επειδή έχει καταλήξει στο ότι «στα ποιήματα/ δεν υπάρχουν ιδέες. Ούτε και στα πράγματα», ότι «ζούμε σ’ έναν αλλόκοτο και εξοργισμένο / γαλαξία»[In a bizarre and furious / galaxy].

Αυτό που κατεξοχήν προκαλεί δέος στην ποίηση του Άσμπερυ είναι η υπευθυνότητα την οποία και προϋποθέτει και επιβάλλει η καταφατική στόχαση του ποιητή. Στην πιο απλή της μορφή η υπευθυνότητα αυτή σημαίνει ότι τίποτε δεν μπορεί να γίνει δεκτό ως αυτονόητο. Ο Άσμπερυ συνοψίζει την ηθική διάσταση της ποίησής του στην τραγικότερη (όχι μόνον λόγω ηλικίας) των φράσεων «δεν γνωρίζουμε τίποτε για οτιδήποτε». Θέλοντας, όμως, να αποτρέψει κάθε αναφορά ή υπαινιγμό διδακτικών προθέσεων, προσθέτει ειρωνικά: «Ο άνεμος μας διαπερνά σαν να είμαστε ένα σακί / αγριοκάστανα».

Παρόλο που ο Άσμπερυ δεν γράφει περί πεποιθήσεων, καταφέρνει εύκολα και πείθει. Παρόλο που δεν γράφει για το ωραίο, γράφει με πρωτόγνωρη ομορφιά. Η τελευταία του ποιητική συλλογή επιβεβαιώνει ακόμη μια φορά ότι δεν είναι μόνον από τους μεγαλοπρεπείς και πολυμήχανους ποιητές του καιρού μας, αλλά και από τους πιο απαραίτητους, τους πιο καθοριστικούς για το πλησίασμα της τραγικής γνώσης που οδηγεί στην καταφατική στάση απέναντι στον κόσμο.

Βασίλης Παπαγεωργίου