
Ποίηση της κατάφασης
Τζον Άσμπερυ [John Ashbery], Hotel Lautréamon. Alfred A. Knopt 1992, 157 σελ.
Εντευκτήριο 25, χειμώνας 1993-1994.
Ένα αίσθημα, ευτυχίας με γεμίζει πάντα και αυθωρεί όταν διαβάζω ποίηση του Τζον Άσμπερυ. Η πηγή της ευτυχίας αυτής θα πρέπει να αναζητηθεί στη επίγνωση ότι η ποιητική του αρχίζει εκεί που η ίδια η ποίηση ή η γεγυμνασμένη αντίληψη περί ποιήσεως φτάνει στο απώτατο όριό της, εκεί που ένας Derek Walcott, για παράδειγμα, δεν φαίνεται να έχει τίποτε περισσότερο να πει, εκεί που είτε αυτός είτε η ποιητική την οποία αντιπροσωπεύει αισθάνονται εντελώς ανίκανοι να διευρύνουν τον χώρο του υψηλού, όσο κι αν το επιδιώκουν.
Ένα χρόνο μετά την έκδοση του αριστουργηματικού ποιήματος Flow Chart (βλ. Εντευκτήριο 17, 1991), το οποίο εκτείνεται σε 214 γεμάτες σελίδες, ο Τζον Άσμπερυ επανέρχεται μ’ ένα νέο μεγάλο ποιητικό βιβλίο. Το Ξενοδοχείο Λωτρεαμόν αποτελείται από ογδόντα δύο ποιήματα και διπλάσιο, σχεδόν, αριθμό σελίδων. Και σε τούτο το έργο η λυρική μεταρσίωση δεν προέρχεται μόνο από την θεματική, την λεκτική, την εικαστική και την συνειρμική δύναμή του, αλλά και από μια πλούσια και ποικιλοτρόπως καταφατική χειρονομία, η οποία οδηγεί τον αποδέκτη της στην ελευθερία με το να μην σέβεται και με το να μην επιτρέπει κανενός είδους περιορισμούς.
Η κατανόηση του πως η καταφατική αυτή χειρονομία διαμορφώνει και διαμορφώνεται από την ποιητική του Άσμπερυ θα πρέπει να είναι από τους πιο ουσιαστικούς όρους για κάθε αναγνώστη που επιθυμεί κάτι παραπάνω από τη μέγιστη δυνατή απόλαυση λυρικών εξερευνήσεων. Και τούτο επειδή η καταφατική αυτή χειρονομία στηρίζεται στην αισθητική και την ηθική στάση που παίρνει ο ποιητής έναντι αυτού που ο ίδιος δημιουργεί και αυτού που καθιστά δυνατή την δημιουργία του. Ίσως να μην υπάρχει τίποτε πιο επείγον στην εποχή μας από την αδιάκοπη επιδίωξη της κατάφασης και της εφαρμογής της σε όλο και περισσότερους χώρους.
Ωστόσο δεν είναι καθόλου εύκολο να δείξουμε αυτό που στην ποίηση του Άσμπερυ αποτελεί το καταφάναι. Δεν είναι εύκολο να δείξουμε οτιδήποτε. Συγχρόνως κανένας αναγνώστης δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αισθάνεται κάποιο δάχτυλο στραμμένο καταπάνω του. Πάνω απ’ όλα το δεικνύναι, εμπρόθετο ή μη, είναι αδύνατο στην ποίηση του Άσμπερυ. Και τούτο ακριβώς δείχνει προς την κατεύθυνση μιας πρώτης κατανόησης των συστατικών της κατάφασης. Επειδή, βέβαια, ο Άσμπερυ θα πρέπει να είναι ελεύθερος να δείχνει. Δεν θα έλεγε όχι στην κίνηση αυτή, εφόσον δεν προϋποθέτει την παραμικρή μορφή βίας: Ο φίλος μου σκαρώνει το ωροσκόπιο λάχανο [cabbage horoscope] που καθημερινώς δείχνει [points to] επάρκεια. Και αυτός και όλοι οι άλλοι πάνε σπίτι. / Οι τοίχοι του δωματίου αυτού είναι σαν τη Μύκονο, και σίγουρα / πράσινα νέφη [plumes] κλυδωνίζονται έξω στην αύρα / και υπογραμμίζουν τη γαλήνη του τοπίου αυτού / που ούτε εντελώς δικό μας είναι ούτε το θέλουμε. Ωστόσο είναι υπέροχη, η ζωή αυτή· το να δείχνεις ένα δέντρο και να λες κάπου δεν σε ξέρω; / Ναι, βέβαια, τώρα θυμάμαι, από κάποιο τοπίο κάπου, / και τότε μπορούμε να βγάλουμε όλοι το καπέλο.
Σε ποιο σημείο των λέξεων αυτών κρύβεται η κατάφαση; Προς τα πού και πώς δείχνει ο ποιητής; Μετά έφτασα στο χωράφι και σκέφτηκα / αυτό δεν είναι αστείο, δεν είναι βιβλίο / αλλά ποίημα για κάτι – τι όμως; Τα ποιήματα δεν είναι παρά παράξενα [odd] μικρά εξαρτήματα [jiggers], γράφει στην αρχή του ίδιου ποιήματος. Και σ’ ένα άλλο, λίγο παρακάτω, λέει: Εξηγήσεις / ούτε δίνονται ούτε χρειάζονται.
Όλη η ποίηση του Άσμπερυ φαίνεται να είναι η ανάπτυξη της ανάγκης να μην έχουμε ανάγκη από εξηγήσεις, να μην έχουμε ανάγκη οτιδήποτε θέλει να είναι απαραίτητο, να μην έχουμε ανάγκη την ανάγκη. Η ζωή θα πρέπει να είναι το δέντρο που δεν ανήκει σε κανέναν, και αν θέλει κανείς να το δείξει, τότε θα πρέπει να το κάνει με σκοπό να το χαιρετίσει. Αυτό δεν είναι το δέντρο της ζωής, κάποια ιερή βαλανιδιά, αφιερωμένη στον Δία προς χάριν των χρησμών ή κάποιας θρησκείας. Αυτά είναι γι’ αυτούς που ακόμη ονειρεύονται μύθους περί ριζών και διακλαδώσεων του ανθρώπου, και πώς θα βγουν οι καρποί της σοφίας του κόσμου. Όμως, δεν είναι καιρός να πούμε ως εδώ και μη παρέκει στη σοφία του κόσμου, σ’ αυτούς που δείχνουν πότε το ένα και πότε το άλλο και θέλουν να ακολουθήσουμε την κατεύθυνση που προτείνουν; Διεξάγονται πόλεμοι λίγο παραέξω, ο κόσμος πεινάει και γέρνει στο χώμα το κεφάλι, συχνά μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, για να πεθάνει.
Ο Άσμπερυ μιλά για ένα άλλο δέντρο, για το δέντρο που δεν κρύβει το δάσος πίσω του. Για μια άλλη σοφία, μια χαρούμενη και ουδέτερη σοφία, η οποία κάποτε συγκεντρώνεται για να τη ράψεις / στη φόδρα, όπου θα πρέπει να τη φροντίζεις με τρυφερότητα. Για μια άλλη ζωή. Αν και «μιλά» δεν είναι και πάλι η σωστή λέξη – πράγμα που ο Άσμπερυ γνωρίζει καλά. Φαίνεται από τον αβρό τρόπο με τον οποίο δημιουργεί, ή μάλλον από τον τρόπο με τον οποίο αμήχανα, προσεκτικά και διστακτικά αφήνει τη δημιουργία την ίδια να κάνει την κίνηση που μεταφράζεται ποίηση. Όλα του τα ποιήματα αναπνέουν έναν αέρα γεμάτον διακριτικότητα, έχουν βλέμμα θερμό που σχεδόν ζητά συγγνώμη επειδή, παρ’ όλα αυτά, θέλει να βλέπει και να διαπερνά, μια θέληση από ατσάλι που δεν αφήνει τη βία σε ησυχία. Γράφει για μια ζωή που έχει χώρο για τα πάντα, όπου ακόμη και η άρνηση υποτάσσεται στην υπερβατική κατάφαση του είναι και του γίγνεσθαι, χάνοντας έτσι τη δύναμή της.
Δεν απομένει παρά το ζην για τις ατέλειωτες λεπτομέρειες της ζωής, για τον χορό των λεπτομερειών αυτών και όχι για το πνεύμα της ζωής ή γι’ αυτό που κρύβεται πέρα από τα σύννεφα, στα βάθη των ουρανών: “Όταν την ακούς την γλώσσα [language] / (όχι το πνεύμα της γλώσσας [language]) ξεδιπλώνεται σαν ράφι μόνο και μόνο για να είναι στο ύψος σου. / Κάτι αλλάζει. Δεν στήνουν πια ατσάλινους κολοσσούς [leviathans] / σε σημεία εισόδου της πόλης. Τα σύννεφα κατέβηκαν / για να γίνουν ένα μ’ αυτό που και αυτά και εμείς τόσον καιρό τρέμαμε.
Και στο νέο του βιβλίο ο Άσμπερυ αφήνει τα ποιήματά του να ξεδιπλωθούν στο ύψος του αναγνώστη, πράγμα που οδηγεί τον τελευταίο και πάλι στην μοναχική του αναμέτρηση με το αδόκητο. Κανένας ήρωας, καμιά λέξη-κλειδί, καμιά βοήθεια από λογοτεχνικές ή άλλες συμβάσεις. Ακόμη και ο τίτλος του βιβλίου δεν αποτελεί κάποιου είδους λεβιάθαν που θα συγκρατούσε ό,τι έπεται εντός συγκεκριμένων ορίων. Το θαυμάσιο επικολυρικό ποίημα δεκαέξι στροφών με τον ίδιο τίτλο, όπου οι δεύτεροι και οι τέταρτοι στίχοι της μιας στροφής επανέρχονται ως πρώτοι και τρίτοι στίχοι αντίστοιχα στην επόμενη στροφή, δημιουργώντας μια μουσική αφήγηση (παντούμ [pantoum]), δεν κάνει καμιά αυτονόητη αναφορά ούτε σε κάποιο ξενοδοχείο ούτε στον Λωτρεαμόν. Το ποίημα μιλά για βαλλισμούς – γεγονός που εξηγεί, ως ένα σημείο, τη ρυθμική του κατασκευή – και για τον κόσμο στον οποίο ζούμε: Η έρευνα έχει δείξει ότι οι μπαλάντες φτιάχτηκαν απ’ όλη την κοινωνία / που εργάστηκε ομαδικά. Δεν έγιναν από μόνες τους ούτε με μαντεύματα. Έτσι ξεκινά το ποίημα, και προς το τέλος διαβάζουμε: Τώρα σιωπηλά, όπως κανείς ανεβαίνει μια σκάλα, ξεπροβάλλουμε στ’ ανοιχτά / που, όμως, είναι αποκρυμμένα, καλυμμένα: θα πρέπει να έχουμε κάνει κάποιο φριχτό λάθος. / Για να δώσουμε τέλος στο διέξοδο που η ιστορία ξεκίνησε εδώ και πολύ καιρό / πρέπει να χωνόμαστε όλο και πιο βαθιά στη διαστροφή;
Έχουμε ξεχάσει ότι δεν ζούμε δωρεάν, ότι στην πραγματικότητα μένουμε σ’ ένα ξενοδοχείο, στο οποίο τα άσματα του Λωτρεαμόν έχουν παίξει πολύ πιο απελευθερωτικό ρόλο από πολλές πράξεις τις οποίες στηρίζουν ιστορικά μαθήματα; Ο Άσμπερυ δεν δίνει, βέβαια, καμιά απάντηση: Η νύχτα μόνο ξέρει σίγουρα× το μυστικό είναι καλά κρυμμένο μέσα της. Κι αυτό ισχύει για όλους και για όλα, ακόμη και για τις ίδιες τις μπαλάντες, σύμφωνα με τους τρεις τελευταίους στίχους του ποιήματος: Η έρευνα έχει δείξει ότι οι μπαλάντες φτιάχτηκαν απ’ όλη την κοινωνία· / Η νύχτα μόνο ξέρει σίγουρα. Το μυστικό είναι καλά κρυμμένο μέσα της: / ο κόσμος τότε ήξερε τι ήθελε και πως να το αποκτήσει.
Η ποίηση του Άσμπερυ δεν δίνει καμιά απάντηση επειδή δεν θέτει ερωτήσεις τις οποίες υπαγορεύει η διαλεκτική μηχανή. Αφήνει μόνο να ακουστεί η ίδια τραγική φωνή που ακούμε στον Ευριπίδη, στον Σαίξπηρ, στον Τζόυς. Μια φωνή που εισχωρεί στα πιο λεπτά συστατικά της ζωής, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει ότι είναι απείρως λεπτότερα. Δίνει στις ερωτήσεις φωνή επειδή με κανέναν τρόπο δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, επειδή θα πρέπει να δείχνουμε πάντα σεβασμό, όπως όταν συναντάμε κάποιο δέντρο και του βγάζουμε το καπέλο.
Το να έχει κανείς τα πάντα στο νου του. Να τα έχει, κι ωστόσο να μην τα έχει πραγματικά. Να ξέρει ποιος είναι αυτός ο Άσμπερυ και τι γράφει, κι ωστόσο να μην το ξέρει πραγματικά. Να διαβάζει κανείς πραγματικά μεγάλη ποίηση, κι ωστόσο να αισθάνεται σαν στο σπίτι του.
Δεν απομένει παρά να βγάλω το καπέλο.
Βασίλης Παπαγεωργίου
You must be logged in to post a comment.