Επανεπίσκεψη: Τζον Άσμπερυ, Flow Chart

Ο βόμβος της ζωής
Τζoν Άσμπερυ, Flow Chart. Alfred A. Knopf, 1991, 216 σ.
Εντευκτήριο 17, Δεκέμβριος 1991.

Framingham Earl, 1915, a companion.

Κάθε τόσο η ποίηση αισθάνεται την ακαταδάμαστη επιθυμία να γοητέψει τον ίδιο της τον εαυτό, να του αποδείξει ότι έχει πάντα τη δύναμη να ξεπεράσει τα όρια της δημιουργικής της ικανότητας. Φαίνεται ότι κάποιος ευλογημένος ποιητής γίνεται τότε το μέσον που θα ικανοποιήσει και θα δώσει φωνή στην επιθυμία αυτή. Ο ρόλος του ποιητή αυτού είναι εξαιρετικά λεπτός και πολύτιμος, επειδή πρόκειται για μια φωνή που έρχεται στην επιφάνεια από ένα ανεξιχνίαστο βάθος, το οποίο θα πρέπει να διατηρηθεί και να καλλιεργηθεί. Εάν, όπως γράφει ο Τζαίημς Τζόυς, «το υπέρτατο ερώτημα που αφορά ένα έργο τέχνης είναι: από πόσο βαθιά ζωή πηγάζει;», δεν υπάρχει αμφιβολία πως το τελευταίο βιβλίο του Τζων Άσμπερυ θα κάνει οποιονδήποτε θέτει το ερώτημα αυτό εξαιρετικά ευτυχισμένο. Ο ποιητής, από τους κορυφαίους της εποχής μας, έχει για μία ακόμη φορά καταδυθεί στο βάθος εκείνο που προσδίδει στο «Flow Chart», ένα ποίημα διακοσίων δεκατεσσάρων γεμάτων σελίδων, την ιδιότητα του αριστουργήματος. Πρόκειται για ένα βάθος το οποίο, με μία πολύ γνωστή ασμπερική κίνηση και δίχως να χάσει την ουσιώδη αινιγματικότητα και άκρατη μεγαλοπρέπειά του, απεκδύεται κάθε διάθεση για δραματοποίηση και μετατρέπεται σε άνετη και αβρή επιφάνεια.

Και στο βιβλίο αυτό βρίσκουμε όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ποίηση του Άσμπερυ στα δεκατρία προηγούμενα βιβλία του: την ειρωνεία, την ανεξάντλητη διάθεση για παιγνίδι, τη σύζευξη του υψηλού με το χαμαίζηλο, την πλήρη αμηχανία ενώπιον της απαίτησης να παρατάξει αναγνωρίσιμους συνειρμούς, τα αναρίθμητα, με σοφό τρόπο ψευδή ή παραπλανητικά συμπεράσματα, τις εξομολογήσεις που ο προσωπικός τους τόνος μερικές φορές φέρνει σε δύσκολη θέση τον αναγνώστη, τις ιδιότροπες αντιρρήσεις που συνοδεύονται από την απότομη εγκατάλειψη μιας σκέψης προς χάριν μιας ολωσδιόλου ξένης την οποία εισάγει ένα αθώο δήθεν «ωστόσο», τις ανακλαστικές, αυτοαναφορικές παρατηρήσεις πάνω στους όρους της ποίησης. Στο δεύτερο μισό του ποιήματός του γράφει: «σκέψου όμως αν η ποίηση ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό, και όχι αυτός ο πορφυρός καιρός με το μάτι κάποιου θεού προσαρτημένο που βλέπει προς τα μέσα και προς τα έξω. Σκέψου αν ήταν μόνο ένας ασήμαντος, ένας διαφορετικός τρόπος ζωής, σαν να βρίσκεσαι σε άνεμο, σαν να αφήνεις τους διάφορους ήχους που καταλαγιάζουν και τους οποίους ακούμε τώρα να αναπαυθούν καταγράφοντας την προσπάθεια που κάθε πλάσμα πρέπει να καταβάλει για να συγκαλέσει τις δυνάμεις του για μια στιγμή και μετά να σιωπήσει, ελπίζοντας ότι αρκετά έχουν συμβεί».

Όπως πάντα με τον Άσμπερυ, δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε τι έχει συμβεί ή με τι ήχους έχουμε να κάνουμε. Πάνω απ’ όλα δεν επιτρέπει την πρόσβαση στους όρους τους απαραίτητους για την συγκρότηση του επιστητού στην ποίησή του – η οποία, απρόβλεπτη όπως η ζωή η ίδια, καταλήγει πάντα σε τόπο διαφορετικό από τον προσδόκιμο. Το βιβλίο αυτό παραπέμπει ευκολότερα στην ερώτηση του Τζόυς, επειδή τη φορά αυτή δεν διαβάζουμε για τη σχέση του ποιητή με τον εαυτό του, με την ποίηση ή με κάποια από τις εκφάνσεις και τις διαστάσεις της ζωής, αλλά για την ζωή την ίδια με όλη την αφερεγγυότητα που ρυθμίζει τον κόσμο της. Η ζωή ως ποίηση, ή ποίηση ως ζωή. Το ερώτημα δεν είναι ποια από τις δύο μιμείται την άλλη, ούτε πρόκειται για ανέγερση μνημείου που θα διαιωνίσει εξυψώνοντας είτε τη μια είτε την άλλη, πράγμα που συναντάμε συχνά στη νεωτερική ποίηση (παρά την αποφατική στάση της και την τεχνική της της περιστολής).

Ωστόσο δεν πρόκειται ούτε για την ποίηση ούτε για τη ζωή, αλλά για τον βόμβο που η ζωή αφήνει στο πέρασμά της, για τον βόμβο που δημιουργείται από την μάταιη προσπάθεια της ζωής να αποκτήσει συμφραζόμενα. Για τον άλαστο βόμβο της διαδοχής των δευτερολέπτων και της σύγκρουσής τους με τον χώρο. «Ξέρουμε ότι η ζωή είναι πολυάσχολη, αλλά την αποκρύπτει μια ευρύτερη δραστηριότητα, κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε ποτέ να το αισθανθούμε, παρά μόνο περιστασιακά», προαγγέλλει στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του ο Άσμπερυ.

Flow chart σημαίνει διάγραμμα, γραφική παράσταση πορείας, εξέλιξης, προόδου, ακολουθίας διαφόρων φαινομένων, καταστάσεων ή σταδίων μιας παραγωγικής ή μη διαδικασίας. Το ποίημα περικλείει όλα όσα μπορούν να καταγραφούν στο σχεδιάγραμμα ροής της ζωής και καταλήγει στη βαθιά συμφιλίωση των συστατικών μερών του κόσμου τη στιγμή ακριβώς που, σεβόμενο το αναντίρρητο δικαίωμά τους να παραμένουν ανεξάρτητα, δείχνει ότι μια τέτοια συμφιλίωση είναι αδύνατη. Ή, με τα λόγια του ποιητή: «Και ποιοι είμαστε εμείς που θα ερευνήσουμε τις γοητευτικές αντιφάσεις οι οποίες θα ζήσουν περισσότερο από μας, μπλεγμένοι σε γεγονότα του δρόμου, συνθλίβοντες κάποιο εξάνθημα μέχρι να βγει κανένα πλήρως ικανοποιητικό πύο;».

Καμιά πλευρά της ζωής δεν του είναι αδιάφορη. Αντίθετα. Με την δαιμόνια και ευδαίμονα δύναμή του διεισδύει σε χώρους και σε καταστάσεις που είναι εντελώς αδιανόητες ή απρόσιτες σε άλλους και επιστρέφει στην επιφάνεια του ποιήματός του με το πιο ασυνήθιστο υλικό που μεταβάλλει συνεχώς την εικόνα στο διάγραμμα της ζωής. Στο FlowChart, εκτός από κάποιο συναίσθημα απροσδιόριστης ευτυχίας, λύπης, νοσταλγίας που επανέρχεται συχνά, εκτός από την επιβλητική στόχαση πάνω σε κάθε είδους κοινοτοπίες, τις απόπειρες να ειπωθεί κάτι που πάντα καταλήγουν στο να λέγεται κάτι άλλο, συναντάμε κάθε τόσο κι έναν αυτοχλευαστικό σαρκασμό, μια πικρία, μια ήρεμη αγανάκτηση που επειδή δεν στρέφεται εναντίον κανενός διατηρεί την αξιοπρέπειά της, ένα αναγκαίο για την αντιμετώπιση της ζωής κυνισμό. Προς το τέλος του ποιήματος κάνει μια μικρή παύση για την ανάγκη του: «Με συγχωρείτε, θα κλάσω. Α, υπέροχα. Νιώθω πράγματι ξαλαφρωμένος». Μετά, συνεχίζει την πορεία του ενάντια στο ρεύμα του κόσμου, θέτει σε λειτουργία το ράδιο του σύμπαντος ελευθερώνοντας όλους τους σταθμούς του και καταπλήσσει και εμάς και τον ίδιο του τον εαυτό με το ότι ο γιορταστικός και συγχρόνως τραγικός βόμβος που πολλοί αποκαλούν ποίηση, στην πραγματικότητα είναι ζωή.

Δεν γνωρίζω κανέναν ποιητή της γενιάς του Άσμπερυ που με τόσο θωπευτική λυρική δύναμη μπορεί να εκφράσει πειστικότερα την πιο ουσιώδη ανάγκη της ζωής και της ποίησης: να εξουδετερώνουν κάθε προσπάθεια περιορισμού τους.

Βασίλης Παπαγεωργίου