Επανεπίσκεψη: «Ώ, αντι-εκστατικές μέρες!»

James Knowlson, Damned to Fame: The Life of Samuel Beckett
London, Bloomsbury, 1996, 872 σελ.
Anthony Cronin, Samuel Beckett: The Last Modernist
London, Harper Collins, 1996, 645 σελ.
Εντευκτήριο 38, Άνοιξη 1997.

Οι δύο πολυσέλιδες αυτές βιογραφίες του Μπέκετ έρχονται να προστεθούν στην επίσης πολυσέλιδη βιογραφία που δημοσίευσε η Deirdre Bair το 1978. Το 1991, έναν χρόνο μετά την επανέκδοση του βιβλίου της Bair, έγραφα στο Εντευκτήριο, τχ. 14, ότι η βιογραφία αυτή «όπως φαίνεται, θα είναι και η οριστική». Είχα οδηγηθεί στη σκέψη αυτή κυρίως από το γεγονός ότι ο Μπέκετ απεχθανόταν γενικά τη δημοσιοποίηση ιδιωτικών θεμάτων και οδών, δικών του ή φίλων του, και από το ότι οι πηγές άντλησης πληροφοριών θα είχαν με τα χρόνια λιγοστέψει σε κρίσιμο βαθμό. Χαίρομαι πραγματικά που έπεσα έξω. Όχι μόνο επειδή έχουμε σημαντικά νέα στοιχεία για τη ζωή ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του αιώνα αλλά και για ότι ο Μπέκετ μπορούσε να αντιφάσκει ή να αναιρεί, πράγμα που οι δύο νέες βιογραφίες επιβεβαιώνουν σε μεγάλο βαθμό. Θα πρέπει να προσθέσουμε όμως ότι οι δύο νέοι βιογράφοι του Μπέκετ, όσο κι αν διορθώνουν και ξεπερνούν το βιβλίο της Bair, αναφέρονται σ’ αυτό με σεβασμό, πράγμα που δεν είχε γίνει απ’ όλους όταν το βιβλίο της είχε πρωτοεμφανιστεί.

Από τις δύο νέες βιογραφίες αυτή του Knowlson είναι η πιο λεπτομερής και μάλλον η πιο αξιόπιστη. Και τούτο επειδή ο Knowlson, γνωστός μελετητής και φίλος του Μπέκετ, είχε τη συγκατάθεση και τη βοήθεια του τελευταίου. Ο Μπέκετ πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου 1989, έξι μήνες μετά την έναρξη της έρευνας του Knowlson. Είχε προλάβει στο μεταξύ να δώσει μια σειρά συνεντεύξεων στον Knowlson και να τον συστήσει σε συγγενείς, φίλους και συνεργάτες του. Συχνά βέβαια η φιλοδοξία του Knowlson να καλύψει κάθε πλευρά των γεγονότων που αφηγείται τον κάνει κάπως στεγνό, ενώ ο Cronin, στην προσπάθειά του να εικάσει σωστά, χρησιμοποιεί πιο πλούσιο ύφος και φτάνει σε τολμηρότερα συμπεράσματα.

Έν πάση περιπτώσει, η εξαντλητική ακρίβεια είναι προτιμότερη από την υπερβατική εικασία, όταν δεν μπορούμε να έχουμε έναν συνδυασμό των δύο. Για παράδειγμα, η σκακιστική δεινότητα του Μπέκετ σε σχέση με αυτήν του Μαρσέλ Ντυσάν. Ο Cronin αναφέρει τις παρτίδες των δύο φίλων, τονίζει τις πρωταθλητικές ικανότητες του Ντυσάν, αλλά δηλώνει ότι δεν υπάρχουν πληροφορίες για το ποιος από τους δύο ήταν ισχυρότερος σκακιστής. Ο Knowlson αντίθετα, με σίγουρο χέρι γράφει ότι ο Ντυσάν κέρδιζε όλες τις μεταξύ τους παρτίδες. Το πάθος του Μπέκετ για το σκάκι αναδιπλώνεται αισθητικά στα κείμενά του. Στο Τέλος του παιχνιδιού η σημασία μιας συγκεκριμένης παρτίδας σκακιού, όπως την είχε περιγράψει ο Ντυσάν σε ένα κλασικό σήμερα κείμενο, ήταν καθοριστική. Ούτε ο Knowlson  ούτε ο Croninαναφέρονται, παρόλο που κάνουν τον παραλληλισμό με το σκάκι, στον ρόλο του Ντυσάν στην περίπτωση αυτή. Ίσως επειδή το έχει ήδη κάνει η Bair.

Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, η λογοτεχνική διακειμενικότητα μεταξύ του Μπέκετ και του Μπλανσό, ενός ακόμη πραγματικά μεγάλου συγγραφέα του αιώνα μας, δεν έχει ακόμη ερευνηθεί από τη δοκιμιακή σκέψη στο βάθος και στο εύρος που της πρέπει. Ίσως αυτό να γίνεται στο νέο βιβλίο του φιλοσόφου Simon Critchley για τον Μπέκετ, το οποίο κυκλοφορεί τις μέρες αυτές. Σε πρόσφατο δοκίμιό του ο Critchley αναφέρεται στη συγγένεια του έργου του Μπέκετ με το έργο του Μπλανσό, το οποίο έχει διεξοδικά μελετήσει, και διευκρινίζει ότι ορισμένες βασικές σκέψεις για τη σιωπή, τη μοναξιά και το τίποτε τις είχε εκφράσει ο Μπλανσό μερικά χρόνια νωρίτερα από τον Μπέκετ. Ο Cronin δεν έχει λοιπόν δίκιο όταν ισχυρίζεται το αντίθετο. Ο Μπλανσό έγραψε μια πολύ οξυδερκή και επαινετική κριτική του Ακατονόμαστου όταν πρωτοβγήκε στα γαλλικά, τον Ιούλιο του 1953. Στην κριτική αυτή, που βοήθησε πολύ στην καθιέρωση του Μπέκετ στον απαιτητικό χώρο της γαλλικής διανόησης, ο Μπλανσό μιλά για το ουσιαστικά ανέφικτο έργο και υπογραμμίζει την αυθυπονομευτική δύναμη που κρύβεται, που θα πρέπει να κρύβεται, στην καρδιά κάθε μεγάλου λογοτεχνικού κειμένου. Παρόμοιες σκέψεις, υπενθυμίζει ο Cronin, είχε στο μεταξύ διατυπώσει ο Μπέκετ στους περίφημους Τρεις διαλόγους με τον Georges Duthuit το 1949. Το λάθος του Cronin είναι ότι αγνοεί το Faux pas, τον τόμο με τα δοκίμια του Μπλανσό, τα οποία δημοσιεύτηκαν το 1943, δηλαδή πριν από τους Διαλόγους, και στα οποία ήδη γίνεται λόγος για τον ρόλο του συγγραφέα και της γραφής, όπως ακριβώς με θαυμασμό τον διάβασε ο Μπλανσό στο κείμενο του Μπέκετ. 

Αυτού του είδους είναι οι αδυναμίες στο βιβλίο του Cronin. Το ίδιο συμβαίνει εκεί και με την ερωτική ζωή του Μπέκετ. Ο Knowlson από την άλλη μεριά παρουσιάζει περισσότερες και πιο ουσιαστικές πλευρές μιας δραστηριότητας που ο Μπέκετ προστάτευε με αποτελεσματική διακριτικότητα. Μας δίνει επίσης μια νέα εικόνα του επεισοδίου του μαχαιρώματος του Μπέκετ από άγνωστο του μαστρωπό στο κέντρο του Παρισιού. Περιγράφει διαφορετικά την αντίδραση του Μπέκετ στην απονομή του Νομπέλ λογοτεχνίας. Δίνει νέες λεπτομέρειες για την πολύτιμη παρέα του συγγραφέα με τον φαιό Αλμπέρτο Τζιακομέττι, τοποθετεί στις σωστές της διαστάσεις τη συμμετοχή του στη γαλλική αντίσταση και παρουσιάζει τη σκηνοθετική του δραστηριότητα. Ο κατάλογος τελικά είναι μακρύς. Πάντως, τα δύο βιβλία, που οπωσδήποτε αλληλοσυμπληρώνονται, κάνουν ακόμη πιο συμπαγή την εικόνα που έχουμε για τον Μπέκετ, την εικόνα δηλαδή ενός ανθρώπου απέραντα καλού, σεμνού, χαρούμενου με τους φίλους του και γενναιόδωρου. Η γενναιοδωρία του αποτελεί μέγιστο ηθικό μάθημα, ιδιαίτερα σε καιρούς που μας πνίγει η χυδαία λογική της αγοράς. Ο Μπέκετ μοίρασε τα χρήματα του Νομπέλ, βοήθησε οικονομικά νέους συγγραφείς και καλλιτέχνες, στήριξε σε δύσκολους καιρούς ακόμη και τον Γάλλο εκδότη του, που εξαρχής, και σε κρίσιμο για τον συγγραφέα στάδιο, είχε πιστέψει στην πρωτοφανή δύναμή του.

Η σύγκριση του Μπέκετ με τον Τζόυς ήταν πάντα και αναπόφευκτη και αναγκαία. Με τις βιογραφίες που σχολιάζουμε εδώ και με τις βιογραφίες που έχουμε του Τζόυς, η σύγκριση αυτή παίρνει νέες διαστάσεις, επειδή γίνεται ακόμη πιο φανερό το πόσο στον Μπέκετ το βιογραφικό στοιχείο υποβαθρώνει το αισθητικό. Τούτο ήταν πάντα δεδομένο στην περίπτωση του Τζόυς, ο οποίος μεταμόρφωσε τις εμπειρίες του και τις μνήμες του σε λογοτεχνία, τις προσωπικές του στιγμές σε παγκόσμιες. Αν στον Τζόυς έχουμε μια κίνηση από το συμβατικό περιεχόμενο προς την ανατρεπτική μορφή, στον Μπέκετ, με δεδομένη πια τη δυναμική της εμβρόντητης αυτής μορφής, έχουμε την κίνηση προς το ανατρεπτικό νόημα. Με τις νέες βιογραφίες μπορούμε πιο εύκολα να παρακολουθήσουμε την τεχνική με την οποία ο Μπέκετ, σε αντιδιαστολή με τον Τζόυς, συμπίεσε, συμπύκνωσε την εμπειρία, κάλυψε ή αγνόησε τα συμφραζόμενά της και κράτησε έναν πυρήνα που, όταν δεν υπερβαίνει, περιτρέχει με αντιεκστατική έμφαση τα όρια της ανθρώπινης έκτασης.

Βασίλης Παπαγεωργίου