Deirdre Bair, Samuel Beckett.
Vintage, 1990.
Enoch Brater, Why Beckett.
Thames & Hudson, 1989.
Εντευκτήριο 14, Μάρτιος 1991.

Μερικοί συγγραφείς δεν είναι μεγάλοι μόνο για την προσφορά τους στη λογοτεχνία, στην εξέλιξη των μορφών και των θεμάτων της, στην ιστορία της. Είναι μεγάλοι και για την ξεχωριστή θέση που έχουν στην καρδιά μας. Είναι αγαπημένοι μας φίλοι, στους οποίους γυρίζουμε και ξαναγυρίζουμε για να κάνουμε την παρουσία μας και τη συμμετοχή μας στον κόσμο πιο ουσιαστική, πιο υποφερτή, πότε λιγότερο απαιτητική πότε περισσότερο. Ένας τέτοιος συγγραφέας και φίλος για πολλούς, για πάρα πολλούς, είναι ο Samuel Beckett, ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, πεζογράφος, συγγραφέας και σκηνοθέτης θεατρικών έργων, δημιουργός μιας πρωτοφανούς για την επιμονή της στη σωματική, πνευματική και ψυχική παράλυση κοσμολογίας.
«Γιατί γράφεις», τον ρωτά ο φίλος του, ο γλύπτης Giacometti. «Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά», απαντά ο Μπέκετ. Και στον John Kobler (που δημοσίευσε τις αναμνήσεις του από τη φιλία του με τον Μπέκετ στο περιοδικό Connoisseur, Ιούλιος 1990) λέει: «Είναι αδύνατο να εκφράσεις τι σου συνέβη. Γράφεις, όμως, γιατί διαφορετικά θα πεθάνεις».
Η γραφή του ένα μικρό βήμα πριν από τον θάνατο, πριν από την τελική κατάρρευση των πάντων. Μικρά, δύσκολα βήματα παρέα με τον θάνατο, στο κενό που αφήνει ο θάνατος. Οι λέξεις βγαίνουν όλο και πιο δύσκολα, οι σκηνές ελαχιστοποιούνται. Σιωπή και ακινησία. Πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου 1989. Λίγους μήνες πριν, στις 17 Ιουλίου, είχε πεθάνει η Suzanne, η γυναίκα του.
Την επιστροφή (πότε το αφήσαμε;) στο πρόσωπο του Μπέκετ προκάλεσε τη φορά αυτή η επανέκδοση της βιογραφίας της Deirdre Bair Samuel Beckett (Vintage, 1990) και μια εισαγωγή στη ζωή και το έργο του, γραμμένη από τον Enoch Brater. Τίτλος της Why Beckett (Thames & Hudson, 1989). Το πολυσέλιδο βιβλίο της Bair κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1978. Η νέα του έκδοση είναι διορθωμένη και επαυξημένη με λίγες σελίδες που καλύπτουν τη ζωή του Μπέκετ ως τον θάνατό του.
Στον ίδιο τον Μπέκετ δεν είχε αρέσει καθόλου η μοναδική του βιογραφία, και σαν ιδέα και σαν αποτέλεσμα, και δεν δίστασε να μιλήσει αρνητικά γι’ αυτή. Τη βρήκε σε πολλά σημεία αδιάκριτη και αναξιόπιστη, και δίχως δύναμη κριτική. Την ίδια γνώμη είχε και ο Martin Esslin, ένας από τους πρώτους και πιο σημαντικούς μελετητές του Μπέκετ και όλου του θεάτρου του παραλόγου, και ο Richard Ellmann, ο περίφημος βιογράφος του James Joyce. Δεν είναι καθόλου δύσκολο να διαπιστώσουμε ότι ο Ellmann έγραψε ένα βιβλίο που σήμερα θεωρείται κλασικό και αξεπέραστο, τόσο για τον πλούτο της έρευνας, για τις πηγές και τις λεπτομερείς πληροφορίες του, για την ευαισθησία με την οποία διεισδύει στην προσωπικότητα του Joyce και την γνώση και υπομονή με τις οποίες τον τοποθετεί στον ευρύτερο κοινωνικό, ιστορικό και γεωγραφικό χώρο, όσο και για την δύναμή του να ρίχνει πολύτιμο αναλυτικό φως στη λογοτεχνική του παραγωγή. Ποιός, όμως, ορίζει και πως τα όρια της αδιακρισίας; Ποιός ξέρει καλά τι πρόκειται να πληγώσει, τι είναι ασήμαντο για να ληφθεί υπόψη;
Η Bair μπορεί να στηρίχτηκε αρκετές φορές σε άλλους για τις λογοτεχνικές και ψυχολογικές της παρατηρήσεις, αλλά ο πλούτος των πηγών της και των πληροφοριών που έχει αντλήσει απ’ αυτές δεν θα πρέπει να αφήσουν ασυγκίνητο αυτόν που ενδιαφέρεται, έστω και λίγο, για τον Μπέκετ. Μια πολύ σημαντική βιογραφική πηγή που η Bair χρησιμοποίησε είναι τρεις μεγάλες συλλογές επιστολών που για πολλά χρόνια έστελνε ο Μπέκετ σε τρεις φίλους του. Από το βιβλίο της Bair μαθαίνουμε και για τη στάση του Μπέκετ στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Είναι τώρα γνωστό ότι ο Μπέκετ έλαβε μέρος στην γαλλική αντίσταση μεταφέροντας μηνύματα και φωτογραφίζοντας έγγραφα με μικροφίλμ. Μόλις που γλίτωσαν, και αυτός και η Suzanne, από την έφοδο των Γερμανών και κατάφεραν να διαφύγουν στη μη κατεχόμενη Γαλλία. Το 1945 ο de Gaulle απένειμε στον Μπέκετ τον Σταυρό του Πολέμου.
Πιστός στον εαυτό του ο Μπέκετ είπε στην Bair, όταν αυτή ξεκίνησε την έρευνά της, ότι ούτε θα τη βοηθήσει ούτε θα την εμποδίσει. Τελικά τη βοήθησε, και αρκετά. Το πόσο πραγματικά το μετάνιωσε είναι δύσκολο να το ξέρουμε. Σίγουρα δεν του άρεσε καθόλου που κάποιος ξένος εισχωρούσε στην ιδιωτική του ζωή και που αυτή θα γινόταν τώρα γνωστή σ’ όλον τον κόσμο. Για τον ίδιο λόγο δεν του άρεσε και η βιογραφία του Joyce από τον Ellmann. Λίγο πριν πεθάνει, μάλιστα, συμβούλεψε τον αγαπημένο εγγονό του Joyce, τον Stephen Joyce, να κάψει μερικά άγνωστα γράμματα του παππού του, πράγμα που έγινε, παρά τις διαμαρτυρίες πολλών, κυρίως πανεπιστημιακών φιλολόγων. Το αναμφίλεκτο επιχείρημα του Μπέκετ: ο καθένας έχει δικαίωμα να κάνει με την ιδιωτική του ζωή ό,τι θέλει.
Η Bair έχει διορθώσει μερικά σημεία του βιβλίου της (τυπογραφικά λάθη που αλλοίωναν χρονολογίες και ονόματα, και την περιγραφή της γνωριμίας του Μπέκετ με την Suzanne) και έχει προσθέσει λίγες σελίδες με σημαντικές πληροφορίες. Όπως και τότε, έτσι και τώρα διαβάζω το βιβλίο αυτό με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Οι τυχόν αντιρρήσεις που θα είχε ο καθένας, εγώ ή ο ίδιος ο Μπέκετ, δεν καταφέρνουν, όπως δεν κατάφεραν και την πρώτη φορά, να κάνουν το βιβλίο λιγότερο συναρπαστικό και ευθήσαυρο. Πολλοί από μας έχουμε πράγματα που δεν θα θέλαμε ποτέ να γίνουν γνωστά, όπως και πράγματα που πιστεύουμε ότι δεν αξίζει να γίνουν γνωστά. Και πολλοί από μας, επίσης, διαβάζουμε με σχεδόν διεστραμμένο ενδιαφέρον τα μυστικά και τα τετριμμένα περιστατικά της ζωής ανθρώπων που θαυμάζουμε και που δεχόμαστε ότι έχουν παίξει έναν σημαντικό ρόλο στις πνευματικές και ψυχικές μας περιπέτειες και επιλογές. Πιστεύουμε ότι το κάνουμε αυτό διακριτικά, ιδιωτικά, ελπίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό οι κοινότοπες λεπτομέρειες θα γίνουν «ιδιότοπες» για να μας βοηθήσουν στη κατάρριψη ιδεότυπων παραδοχών ή ότι θα δικαιολογήσουμε την ασημαντότητά μας. Μέσα απ’ όλα αυτά, όμως, δεν πρέπει να χάνεται το πιο ουσιώδες: η προσφορά, στην περίπτωσή μας του Μπέκετ, στον χώρο της λογοτεχνίας και της ηθικής. Κι αυτό η βιογραφία της Bair δεν το δέχεται μόνο ως δεδομένο, αλλά καταφέρνει να το κάνει ακόμη πιο επιβλητικό. Η αγωνία του Μπέκετ, ο αγώνας του να της δώσει μορφή και διέξοδο, ο τρόπος με τον οποίο την παγιδεύει και την καλλιεργεί, το πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής που φαντάζει τώρα όλο και πιο ηρωική.
Τα γεγονότα, οι διαδικασίες και οι πνευματικές επεξεργασίες μέσα από τις οποίες βγήκαν τα έργα του, οι μαρτυρίες των φίλων, οι εξομολογήσεις του ίδιου του Μπέκετ, οι αναγνώσεις του, τα ταξίδια του, διάφορα ασήμαντα συμβάντα ή συναισθήματα – όλα αυτά παίζουν έναν αποφασιστικό ρόλο στην γέννηση και διαμόρφωση του έργου του.
Εξάλλου, πολλά απ’ αυτά που αφηγείται ο Μπέκετ στα κείμενά του είναι αυτοβιογραφικά, και, έτσι, έχουμε την πρόχειρη δικαιολογία ότι κάθε βιογραφική λεπτομέρεια βοηθά στην καλύτερη κατανόηση της λογοτεχνικής του δημιουργίας.
«Η ζωή μου είναι βαρετή και χωρίς ενδιαφέρον», είπε στην Bair το 1971, τότε που η τελευταία ξεκίνησε τη βιογραφία της. «Ποτέ δεν είχα μια ξένοιαστη στιγμή στη ζωή μου», είπε μια άλλη φορά στον Peter Lennon. Ο Lennon διηγείται τις αναμνήσεις του από τις συναντήσεις του με τον Sam, όπως φώναζαν τον Μπέκετ όλοι οι φίλοι του, στην εφημερίδα του Λονδίνου Guardian, στις αρχές του περασμένου έτους. Ιρλανδός κι αυτός, εργαζόταν στο Παρίσι ως δημοσιογράφος και συναντούσε συχνά τον Μπέκετ από το 1961 ως το 1970. Όλοι, γράφει ο Lennon, ήταν διακριτικοί με τον Μπέκετ. Ο ίδιος ήταν συχνά αποτραβηγμένος σε μια σκοτεινή γωνιά του εαυτού του, πίνοντας και καπνίζοντας βαριά. Ήταν, όμως, αντίθετα απ’ ότι θα περίμεναν πολλοί, ένας ευχάριστος, ευγενικός και πολύ θερμός συνομιλητής, με μεγάλη παρακαταθήκη ανεκδότων, γενναιόδωρος και πρόθυμος πάντα να βοηθήσει με τη μεγαλύτερη λεπτότητα τους άλλους.
Τα δέκα χρόνια μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου ήταν τα πιο δημιουργικά του Μπέκετ. Τότε γράφει τα μεγάλα του μυθιστορήματα και τα δύο πιο σημαντικά θεατρικά του έργα: το 1945 τελειώνει το Βάττ, το 1947 το Μολλόυ, το 1948 τελειώνει το Ο Μαλλόν πεθαίνει και το 1949 το Περιμένοντας τον Γκοντό. Το 1950 είναι έτοιμο το Ο Ακατονόμαστος. Το 1956 τελειώνει το Τέλος του παιγνιδιού. Τα θεατρικά του έργα, είπε ο ίδιος αργότερα, τα έγραφε για να ξεκουράζεται από την επίπονη και οδυνηρή συγγραφή των πεζών του κειμένων. Ήταν γι’ αυτόν το διάλλειμά του, ένα διάλλειμα που άλλαξε με τον πιο συνταρακτικό τρόπο την ουσία και την ιστορία του θεάτρου. Η Bair κατόρθωσε να συγκεντρώσει μεγάλο πλήθος βιογραφικών λεπτομερειών και να αναπλάσει την ατμόσφαιρα των γεγονότων γύρω από τη δημιουργία των έργων με τρόπο εξαιρετικά πειστικό, έναν τρόπο που κρατά την προσοχή του αναγνώστη καθηλωμένη στις σελίδες της βιογραφίας της – η οποία, όπως φαίνεται, θα είναι και η οριστική.
Το βιβλίο του Enoch Brater (γνωστού από τις μελέτες του πάνω στα τελευταία θεατρικά έργα του Μπέκετ) είναι, όπως αναφέρθηκε, μια εισαγωγή, μια συνοπτική και πανοραμική παρουσίαση της ζωής και του έργου του Μπέκετ, συνοδευμένη από πολλές φωτογραφίες, που σίγουρα ενδιαφέρουν και τους ειδικούς. Πρόκειται πάντα για τον ίδιο Μπέκετ, την ίδια ψηλή, ασκητική μορφή, την ίδια στάση μέσα και απέναντι στον κόσμο. Τον εξαιρετικό κάποτε παίκτη του κρίκετ, τον πανεπιστημιακό λέκτορα, τον κλειδούχο της σιωπής φίλο του James Joyce, τον μανιώδη σκακιστή φίλο του Marcel Duchamp, τον παθιασμένο εραστή, τον πιστό σύντροφο, τον μεγάλο πότη και μοναχικό καπνιστή, που στην απελπισία του άφηνε την μπύρα να τρέξει απ’ το ποτήρι του αργά και ήρεμα στο κεφάλι του, τον παράξενο αυτόν Ιρλανδό που, πάνω απ’ όλα, ήταν άνθρωπος με τεράστια σεμνότητα και καλοσύνη, με απαρασάλευτη και ανεξάντλητη αυτοπειθαρχία, και με απαράμιλλη ευφυΐα.
Βασίλης Παπαγεωργίου
You must be logged in to post a comment.