Επανεπίσκεψη: Τζον Άσμπερυ, Wakefulness

John Ashbery, Wakefulness
Farrar, Straus and Giroux, Νέα Υόρκη 1998.
Ποίηση 13, Άνοιξη-Καλοκαίρι 1999.

Metaphors and transports

Τρία πράγματα με γοητεύουν πάντα στην ποίηση του Τζον Άσμπερυ (John Ashbery). Η ευφυΐα του, η μελαγχολία του και η αίσθηση του χιούμορ. Αυτά βέβαια δεν φτάνουν καθόλου να περιγράψουν επαρκώς μια ποίηση που με την καταφατική στάση της έχει ανοίξει έναν νέο, τεράστιο χώρο μετά την ποίηση των μεγάλων νεωτερικών. Πρόκειται για μια στάση, ένα πλησίασμα του άλλου, που δεν επιτρέπουν ούτε στην ευφυΐα ούτε στην μελαγχολία ούτε στο χιούμορ να προβάλλονται έτσι ώστε να προσβάλλουν την ευαισθησία του ποιήματος, πράγμα που νομίζω ότι γίνεται συχνά στην ποίηση της Κικής Δημουλά, ιδιαίτερα στο τελευταίο της βιβλίο. Η υπολογισμένη ευφυΐα στο Ενός Λεπτού Μαζί παρενοχλεί την υπαρξιακή αξιοπρέπεια του βιβλίου, οι μελετημένες εξυπνάδες πνίγουν την ανθρωπιά του. Ίσως όμως αυτός να είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η ποιήτρια νομίζει ότι ξεφεύγει από την αισθητική του μοντερνισμού, στον οποίο είναι ακόμη παγιδευμένη.

Η επιστροφή στον Άσμπερυ είναι ευεργετική. Η μελαγχολία του, που ποτέ δεν πηγάζει από κάποιον φανερό ή συγκαλυμμένο αυτοοικτιρμό, κάνει τη συμμετοχή της ευφυΐας διακριτική, κάνει το χιούμορ οικείο. Εδώ βέβαια έχουμε το παράδοξο της οικειότητας που συγχρόνως δεν αποκλείει το απρόσμενο, το νεόκοπο. Ποτέ όμως δεν ξαφνιαζόμαστε, ποτέ δεν τρομάζουμε. Ίσως επειδή ο ίδιος ο ποιητής δεν φαίνεται πουθενά στην ποίησή του, έχει αποτραβηχτεί πίσω από τις λέξεις και τους ρυθμούς του ποιήματός του. Η μελαγχολία δεν έχει πηγή, η ευφυΐα είναι διάχυτη. Η απουσία του ποιητή ταυτίζεται με την ελευθερία που εγγυάται την αδόκητη διεύρυνση του ποιήματος.

Εδώ έχουμε ένα ακόμη παράδοξο. Παρά την απουσία του ποιητή, η αίσθηση της αμεσότητας, της απτής προσέγγισης στην ποίησή του, ιδιαίτερα στα ποιήματα που απευθύνονται σ’ ένα «εσύ», είναι από τις πιο ωραίες στιγμές της ποίησης αυτής. Μπορούμε να το δούμε αυτό, μαζί με τα υπόλοιπα που ήδη αναφέραμε, στο ποίημα της νέας συλλογής, το οποίο έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Εγγύτητα»:

Χάρηκα πολύ που σε είδα τις προάλλες
στο καρναβάλι. Οι ενσιλάδας μου ήταν πολύ νόστιμες.

Κι ελπίζω και οι δικές σου να σου άρεσαν.
Ήθελα ν’ ανταποκριθώ στο όνειρο που έχεις για μένα

με τρόπο κατάλληλο. Χαρίζοντας τα καινούργια μου γάντια,
για παράδειγμα, ή σκεπάζοντας μ’ ένα κιβώτιο όλα μας τα στραβά.

Αυτές όμως οι λάμπες γουταπέρκας δεν ψιθυρίζουν για λογαριασμό μας.
Μερικές φορές τ’ απογεύματα τώρα ή μόνη μου παρέα

είναι ο τρόμος. Ένας θορυβώδης άνεμος φουσκώνει το πεύκο
Στο κατώφλι του σπιτιού μου, το αγιόκλημα έχει μαγευτεί,

και γω πρέπει να φύγω πριν το ρολόι σημάνει
οποιαδήποτε ώρα έχει τώρα σειρά.

Μη μ’ αφήνεις σ’ αυτήν την ερημιά!
Ή, αν μ’ αφήσεις, πλήρωσέ με να μείνω πίσω.

Το νέο βιβλίο του Άσμπερυ έχει μόνο ογδόντα σελίδες και δεν συμπεριλαμβάνει κανένα μακροσκελές ποίημα, πράγμα ασυνήθιστο. Τα πολυσέλιδα ποιήματα δίνουν την ευκαιρία στον ποιητή να περιγράψει τις παραλλαγές ενός ποθεινού αντικειμένου, τις αποχρώσεις μιας διάθεσης καθώς την παρακολουθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε αντίθεση με τον Κέννεθ Κοκ (Kenneth Koch) ο Άσμπερυ αποφεύγει την αφήγηση που στηρίζεται στη γνώση και την ανάπτυξη κάποιου χώρου. Ίσως επειδή ο χώρος συνήθως απαιτεί το συγκεκριμένο, το επακριβές, πράγμα που θέτει όρους και φυσικά περιορισμούς, ενώ ο χρόνος είναι ένα μέγεθος που εύκολα μπορεί να τροποποιήσει κανείς.

Στην νέα αυτή συλλογή, ωστόσο, έχουμε ποιήματα που είτε οι τίτλοι τους είτε διάφοροι στίχοι τους αναφέρονται σε χώρους, όπως η Βαλτιμόρη, το Βουκουρέστι, η Αλάσκα. Στους χώρους αυτούς, όπως και στα πάρκα, στα βουνά, στις κοιλάδες, στα αγροκτήματα ο Άσμπερυ ανακαλύπτει καινούργια συναισθήματα, παρακολουθεί την κίνηση ασύνδετων σκέψεων, καταλήγει σε ανατρέψιμα πάντα συμπεράσματα. Η γεωγραφία για τον Άσμπερυ είναι απλώς ένα πεδίο ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια πηγή συνειρμών που ουδέποτε ψηλαφούν ή έστω επιστρέφουν στη γεωγραφία αυτή. Πάντως διαβάζοντας κανείς το βιβλίο της Δημουλά, έχοντας διαβάσει το βιβλίο του Άσμπερυ, μαθαίνει πολλά για τον τρόπο που η ποίηση μπορεί να εκμεταλλευτεί συνειρμικές διαδικασίες. Θα ήταν πιο σωστό να πει κανείς ότι ακριβώς στη λέξη «εκμεταλλεύομαι» βρίσκεται μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ του Άσμπερυ και της Δημουλά.

Ο Άσμπερυ αφήνεται στη ροή που προς στιγμήν και με απαλές κινήσεις διοχετεύει στο ποίημα, μια ροή που οπωσδήποτε τον υπερβαίνει και η οποία στα συμβατικά και πρόχειρα όρια του ποιήματος χρωματίζεται από την ιδιαιτερότητα της ασμπερικής αισθητικής. Καμιά προσπάθεια από μέρους του να δαμάσει τη ροή αυτή, να εκμεταλλευτεί την ορμή της, να την κατευθύνει με τρόπο που θα εξυπηρετούσε κάποιον σκοπό. Αντίθετα η φροντίδα του είναι να διατηρήσει την εύροια της πάντα απροκαθόριστης ροής.

Έτσι πολλά ποιήματα και πάλι είτε ξεκινάνε με τίτλους που σπάνια έχουν κάποια, ελάχιστη, σχέση με το υπόλοιπο ποίημα είτε τελειώνουν αβίαστα με εκφράσεις αβεβαιότητας ή απορίας, όπως «θα δούμε», «μπορούμε να έρθουμε για να το ακούσουμε», «ίσως είναι πολύ αργά / ίσως έφτασαν σήμερα». Το ποίημα τελειώνει, ο κόσμος του ποιήματος δεν τελειώνει ποτέ. Είναι πολύ εύκολο να πει κανείς εδώ ότι όλα τα ποιητικά βιβλία του Άσμπερυ δεν είναι παρά τμήματα ενός μεγάλου ποιήματος – ποταμού. Κάθε ποίημα όμως έχει τη δική του διάθεση, τον δικό του ρυθμό, τα δικά του μυστικά. Και κάθε ποίημα καταφάσκει μία άγνωστη ως τώρα στιγμή των ρευστών συναλλαγών μας. 

Ο Άσμπερυ ανοίγει την πόρτα σε όλους, λέει ναι ακόμη και σε κείνους που για διάφορους λόγους τον απορρίπτουν. Στην τελευταία στροφή του τελευταίου ποιήματος της νέας συλλογής διαβάζουμε:

Αργότερα σου το ταχυδρομώ αυτό.
Μόλις σε σκέφτηκα, ξέρεις, όπως άλλωστε κάνω
αρκετές χιλιάδες φορές την ημέρα. 
Έχω ανάγκη την αποδοκιμασία σου,
δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τους
άξεστους τρόπους σου.

Βασίλης Παπαγεωργίου