Επανεπίσκεψη: John Ashbery, Can You Hear, Bird [Ακούς, πουλί]

John Ashbery, Can You Hear, Bird [Ακούς, πουλί]. 
New York: Farrar, Straus, Giroux, 1995.
Ποίηση 7, Άνοιξη-Καλοκαίρι 1996.

Περιπατητικά πουλιά.

Τι συμβαίνει τελικά με τον Τζον Άσμπερυ και που θα μας βγάλει η φοβερή αυτή ενεργητικότητά του; Σε δύο χρόνια ο ποιητής κλείνει τα εβδομήντα. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχει εκδώσει τέσσερις πολυσέλιδες συλλογές, οι οποίες όχι μόνον επιβεβαιώνουν την τεράστια δύναμη των ανεξάντλητων λυρικών του αποθεμάτων, αλλά και δείχνουν πως είναι πάντα σε θέση και διάθεση να διευρύνει μορφή και περιεχόμενο και να καλλιεργεί νέες εντάσεις και αποχρώσεις. Το 1991 δημοσιεύτηκε το Flow Chart, ένα ποίημα 250 σελίδων. Το 1992 η συλλογή Hotel Lautreamont, 157 σελίδων, όπου συναντάμε και το ομώνυμο ποίημα-παντούμ, μορφή που ο Άσμπερυ χρησιμοποίησε ήδη στη συλλογή Some Trees, από το 1956, που σήμερα αναφέρεται ως η πρώτη του. Το 1994 κυκλοφόρησε το And the Stars Were Shining, 100 σελίδων, και τον επόμενο χρόνο το Can You Hear, Bird, 175 σελίδων.

Η ποιητική του άνεση είναι και εδώ έκδηλη σε κάθε στίχο, η ιδιαίτερη εκείνη άνεση που ούτε στιγμή δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να χαλαρώσει την προσοχή του. Το παράδοξο αυτό δεν είναι το μοναδικό που περιδιαβάζει ευφόρως στην ποίηση του Άσμπερυ. Η ίδια αποτελεί έκφραση του παράδοξου, της ιδιότητας και δομής των ηθικών και αισθητικών συνεπειών της παραδοξολογίας. Αυτό είναι εξάλλου που αφήνει την ποίησή του ανοιχτή προς κάθε κατεύθυνση, που επιτρέπει στην κατάφαση να βρει τον απεριόριστό της χώρο, όπου είναι τέτοια η επικράτησή της, ώστε ούτε η ίδια γνωρίζει ότι είναι κατάφαση ούτε την ενδιαφέρει να το γνωρίζει ή να καταφάσκει. Είναι η πλήρης, η αγνή κατάφαση, η ακραιφνής διαβεβαίωση που τίποτε δεν βεβαιώνει, τίποτε δεν επιβεβαιώνει, τίποτε δεν καταφάσκει, που απλώς είναι. Στο ποίημα «Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο» αναφέρεται ως «pure / Affirmation that doesn’taffirm anything».

Αυτό συνεπάγεται έναν τρόπο γραφής που δεν εξαρτάται από τη θεματοποίηση της κατάφασης ή του παράδοξου, όπως δεν εξαρτάται και από τη θεματοποίηση άλλων ιδεών ή φαινομένων. Το ίδιο συμβαίνει με ο,τιδήποτε απαιτεί περιορισμό, προδιαγραφή και επιβεβαίωση, πράγμα που καθιστά αναπότρεπτη τη διάσταση του τραγικού και της ειρωνείας, της αβύσσου και της ασέβειας. Ένα εξαιρετικά διασκεδαστικό δείγμα ασέβειας στη νέα συλλογή αποτελεί το εικοσασέλιδο ποίημα «Τρίτη βράδυ», όπου η ομοιοκαταληξία των δυσπαράβλητων τετράστιχων φαίνεται ότι είναι σημαντικότερη του περιεχομένου, αρχικά τουλάχιστον, επειδή κατόπιν η ίδια ασέβεια, και όσο προχωρά το ποίημα, προσθέτει στους στίχους όλο και περισσότερες συλλαβές, τους διογκώνει και τους παραμορφώνει ρυθμικά, έτσι που η ομοιοκαταληξία χάνει στο τέλος την αποτελεσματικότητά της, αν όχι τον ίδιο τον λόγο ύπαρξής της. Το κέφι του ποιήματος παρασύρει και έτσι κάνουμε μια απόπειρα να αποδώσουμε στα ελληνικά τις πέντε πρώτες στροφές:

Λεηλάτησαν το κέφι στα μαλλιά του τα δάχτυλά της.
Να φύγουνε στους άλλους είχε αφήσει.
Ένα άστρο υγρό καθόταν στα σκαλιά της.
Στο πάνω πάτωμα θέλησε να χιονίσει.

Όλοι τους στην στάση αυτή δεν πάνε,
είπε ο εισπράκτορας που έμοιαζε χελώνα. 
Αλλά αν θα ’θελες ν’ ακούσεις τα φασόλια να πηδάνε
μπορεί μες στο κεφάλι σου να ρυθμιστεί καλά.

Μπαίνουν κορίτσια απ’ όλες τις μεριές που επευφημούν,
τ’ αγόρια τους με μάτια μεγάλα στρόγγυλα μπαίνουν μαζί,
ταΐστρες για πουλιά ψηλά κρεμούν
κι αυτά το ρίχνουνε αμέσως στο φαί. 

Σίγουρα ήτανε η λαχτάρα τους μεγάλη.
Η τιμωρία δεν έρχεται στη δικιά μας εποχή.
είπε το γέρικο χέλι με το σοφό κεφάλι.
Η έναρξή της είναι κόμη πέρα στην επιγραφή

την μπλε ενός κενού εργοστασίου. Θα καταλάβεις πότε
θ’ αρχίσει να δουλεύει. Ω, διάβολε! Αυτό ακριβώς
φαντάστηκα και γω. Δεν βρίσκεται ένα σκαλιστήρι τότε
να ξεριζώσω τ’ αγριόχορτα αυτά ολοσχερώς;

Ένα από τα πιο γνώριμα και για πολλούς από τα πιο αγαπητά χαρακτηριστικά της ποίησης του Άσμπερυ επανέρχεται συχνά και στο νέο βιβλίο. Πρόκειται για την ανάγκη που αισθάνεται ο ποιητής να μιλά σε κάποιον, να μοιράζεται με κάποιον τις πιο κρυφές του σκέψεις και τις πιο απίθανες παρεκκλίσεις των συλλογισμών του. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι δίχως τη συνεχή παρουσία του άλλου δεν θα είχε λόγο να γράψει, δεν θα είχε καν λόγο. Η σχέση του με τον άλλο, η οποία όταν διατυπώνεται έτσι εύκολα παραπέμπει στην πρωταρχική θέση που δίνει στον άλλο ο Λεβινάς, εντάσσεται στην ευρύτερη καταφατική δύναμη της ποίησής του, υπογραμμίζοντας ακόμη μια φορά ότι ηθική και αισθητική είναι αδιαχώριστες διαστάσεις της ποίησης αυτής.

Πάντως όσο αναγκαία κι αν είναι για τον Άσμπερυ η παρουσία του άλλου, καθόλου δεν σημαίνει ότι θα μπορούσε κανείς να τη συστηματοποιήσει. Ήδη στον τίτλο της νέας συλλογής ο ποιητής απευθύνεται σε ένα πουλί. Στο ομώνυμο ποίημα ωστόσο το πουλί δεν αφήνει το κλαράκι του τίτλου. Επιπλέον κανένας άλλος δεν παίρνει τη θέση του. Το «εσύ» απουσιάζει ως το τέλος του ποιήματος, όπου όμως μαθαίνουμε ότι καιροφυλακτεί χάρη στην άρνηση του «εγώ» (η επικείμενη εμφάνιση του διευκολύνεται μάλιστα και από το ότι μετά το «εγώ», που είναι η τελευταία λέξη του ποιήματος, δεν ακολουθεί τελεία): «Στο κάτω-κάτω ποιος μέσα από τα αναφιλητά του αποκάλυψε την αλήθεια / όχι πάντως εγώ» [After all who blubbered the truth / It wasn’ I].

Ένα άλλο πράγμα που μπορεί κανείς να διαπιστώσει εύκολα και στο καινούργιο αυτό βιβλίο είναι το πόσο καλά ο Άσμπερυ εκμεταλλεύεται, ελέγχει και μεταμφιέζει τις έκκεντρες και εκκεντρικές εμφανίσεις του τυχαίου. Διότι ο ποιητής ουδέποτε εγγράφει τυχαία το τυχαίο, ουδέποτε παραδέχεται ότι η ζωή παίζει ζάρια με τον εαυτό της ή με την ποίησή του. Δεν υπάρχει τίποτε στην ποίησή του από την ωμότητα την οποία πρέπει να αντιμετωπίσει κανείς όταν παραδέχεται την αυθαιρεσία της αμετάκλητης μοίρας. Δεν παρέχεται ούτε στιγμή η δυνατότητα σε κάποιον ή σε κάτι να ασκήσει εξουσία. Ίσως μια σύντομη ανάκληση της σκέψης αυτής να τον οδήγησε να τυπώσει τα ποιήματα της νέας συλλογής αλφαβητικά, με βάση τους τίτλους. Λες και δεν ήθελε να θεωρήσουμε την καλλιέργεια του απείρου δεδομένη, λες και για μια στιγμή φοβήθηκε, δηλαδή, ότι ίσως δώσουμε προτεραιότητα στο δεδομένο και όχι στο άπειρο.

Έτσι για μια φορά ακόμη δεν δημιουργείται η παραμικρή αμφιβολία ότι στις ερωτήσεις «τι είναι Άσμπερυ» και «τι θέλει από μας», προστρέχει με συνέπεια η πιο προσωπική, αλλά και πιο συλλογική απάντηση: Αυτό και κείνο και το άλλο, αλλά πάνω απ’ όλα ένα εξαιρετικά απλό και πολύπλοκο, ένα δεσμευτικά άνετο ναι: «Είμαστε όλοι ένας έρωτας. / Αυτό φτάνει». [We are all a falling in love. / Let’s leave it that way.] Έχει κανείς αντίρρηση;

Βασίλης Παπαγεωργίου