ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Ο μεγάλος Νορβηγός δραματουργός Χένρικ Ίψεν έγραψε το τετράπρακτο έργο του Χέντα Γκάμπλερ στο Μόναχο το 1890. Το έργο ανέβηκε εκεί, παρουσία του συγγραφέα, τον Ιανουάριο του επόμενου έτους. Δημοσιεύτηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1890 στην Κο- πεγχάγη και την Χριστιανία (Όσλο) από τον ίδιο εκδοτικό οίκο σε 10.000 αντίτυπα, αριθμός εξαιρετικά σημαντικός την εποχή εκείνη, όπως και τη δική μας. Η μετάφραση αυτή έγινε έπειτα από πρόταση του θεάτρου Ακτίς Αελίου και βασίζεται, όχι όμως αποκλειστικά, στο κείμενο που περιλαμβάνεται στα Άπαντα του Ίψεν, τα οποία δημοσιεύτηκαν από το 1898 ως το 1902 στην πρωτεύουσα της Δανίας.
Ήδη από την πρώτη σελίδα με απορρόφησε ο τρόπος με τον οποίο ο Ίψεν χτίζει τον άμεσο,- πειστικό ρεαλισμό του έργου, η άνεση με την οποία αναπαράγει την πραγματικότητα με τις λεπτομέρειές της, τις καθημερινές μικροσυνήθειες και ανησυχίες της, τα παρορμητικά συναι- σθήματα, την ανεπεξέργαστη κακία και τις αυθόρμητες αντιδράσεις της. Στη γλώσσα αυτό γίνεται αντιληπτό από τις μικρές εμβόλιμες λέξεις που σαν διάσπαρτα ημερόχορτα χαλαρώνουν ήεντείνουν τον γραπτό λόγο, τον λειαίνουν και του δίνουν την αβίαστη χροιά του προφορικού. Πρόκειται για λέξεις όπως «λοιπόν», «πάντως», «βέβαια», «καν», «πια» ή «μα» που συχνά δεν έχουν άμεση αντιστοιχία στα Ελληνικά. Αυτό ήταν και η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα. Να διατηρήσω και να μεταφέρω στα Ελληνικά τη φυσική ροή της ιψενικής στιχομυθίας, χωρίς να θυσιάσω καμιά από τις μικρές αυτές λέξεις. Η σπουδαιότητα του ρεαλισμού της γλώσσας αυτής και της πραγματικότητας που αυτή δημιουργεί γίνεται φανερή και από το γεγονός ότι η πρώτη πράξη του έργου είναι σχεδόν διπλάσια από την τέταρτη. Πρώτα δημιουργείται ο κόσμος του δράματος, τα ευρύτερα όρια της πλοκής, τα οποία στη συνέχεια θα δεχθούν την εξέλιξη, την δραματικότητα και τις καταλήξεις των γεγονότων και των συγκρούσεών τους.
Και μέσα στη φυσικότητα της καθημερινής ζωής που ο Ίψεν αναπτύσσει αργά και ανεπαίσθητα, οι επιθυμίες, τα λόγια και οι πράξεις της Χέντας Γκάμπλερ, το ηθικό τους υπόβαθρο και οι σκοτεινές πηγές τους γίνονται ακόμη πιο απροσδόκητες, ακατανόητες, σκαιές και ασυγχώρητες. Και ενώ η Νόρα Χέλμερ του Κουκλόσπιτουβρήκε τη δύναμη να διαρρήξει τον πνιγηρό της κλοιό και να αναζητήσει την ανθρώπινη αξία της, και η Τέα Έλβστεντ να κάνει το ίδιο και επιπλέον να προλάβει να εμπνεύσει κάποιον να ξαναβρεί την αυτοεκτίμησή του, η ΧένταΓκά- μπλερ παραμένει δειλή, υπονομεύει τη δική της ύπαρξη και των άλλων γύρω της, επιδιώκει να εξουσιάσει, όπως ή ίδια λέει, μια ανθρώπινη μοίρα, και επειδή δεν τα καταφέρνει εξουσιάζει αμετάκλητα τη δική της.
Τι είναι όμως αυτό που από την αρχή του έργου την ωθεί να λέει και να κάνει πράγματα γεμάτα κακία και φθόνο; Τι είχε στον νου του ο Ίψεν όταν διαμόρφωνε τον χαραχτήρα της; Όπωςμας λέει ο ίδιος, πάντοτε και πριν ακόμη γράψει την πρώτη λέξη έπλαθε στο μυαλό του τη λεπτομερή εικόνα του κεντρικού προσώπου του έργου, εισχωρούσε «ως τα μύχια της ψυχής του», ήταν «βέβαιος για κάθε άποψη της ανθρώπινης φύσης του». Τα υπόλοιπα πρόσωπα και η πλοκή ακολουθούσαν κατόπιν με τρόπο «φυσικό». Στην περίπτωση της Χέντας Γκάμπλερ σημείωσε επίσης ότι ήθελε να φέρει σε αντιπαράθεση «δυο κοινωνικές τάξεις που δεν καταλάβαιναν η μια την άλλη». Και στο χάσμα που δημιουργεί αυτή η ακατανοησία, το οποίο βέβαια δεν είναι καθόλου άσχετο με το χάσμα που δημιουργεί το ανδροκρατούμενο κοινωνικό πλαίσιο του έργου, οι περισσότεροι χαρακτήρες του δείχνουν και την κακόβουλη πλευρά του εαυτού τους. Υπερέχει όμως η καλοσχεδιασμένα ασυλλόγιστη εθελοκακία της Χέντας Γκάμπλερ (που έχει επιπτώσεις πέρα από τον στενό της κύκλο, όταν καίγοντας το χειρόγραφο στερεί τον κόσμο από κάτι σημαντικό) και το αίνιγμα της εθελοκακίας αυτής, την οποία τόσο εσκεμμένα ο Ίψεν τοποθέτησε στην καρδιά του έργου, δίχως να δίνει στην Χέντα Γκάμπλερ τη δυνατότητα νατην στοχαστεί, δίχως έναν μικρό έστω μονόλογο ενδοσκόπησης, όπου θα μπορούσε να αναλογιστεί την ομολογημένη από την ίδια δειλία της ή την ευθύνη της για το παιδί που κυοφορεί. Έτσι η Χέντα Γκάμπλερ με τις πράξεις της προβληματίζει ή τρομάζει διαφορετικά πάντα, μας βάζει να σκεφτόμαστε νέες ηθικές διαστάσεις και τις συνέπειές τους σε όλους μας κάθε φορά που επιστρέφουμε στον αδιαπέραστο και για τον λόγο αυτόν πιο βίαιο πυρήνα των πράξεών της.
Παρόλα αυτά ο πολύπλοκος, ασυμπόνετος, δειλός, υπεροπτικός και αμαζόνιος χαρακτήρας της, ο οποίος έχει μετατρέψει το εγώ της σε έναν μηχανισμό που ενδιαφέρεται μόνο για την επιρροή του πάνω σε άλλους και για το είδωλό του, μας προσφέρει κάτι παγιωμένο από τον εσωτερικό της κόσμο: το θάρρος της να ομολογήσει τη δειλία της και τις απόψεις της για την ομορφιά και τον θάνατο. Η Χέντα Γκάμπλερ φοβάται την ανατροπή των συμβάσεων και τα επακόλουθα σκάνδαλα, και με τρόπο νευρωτικό αγαπά την ομορφιά και τον ωραίο θάνατο. Και ορίζει τον δικό της όταν η αυτοκαταστροφική της πορεία δεν της επιτρέπει πια να επιλέξει την ομορφιά για τον εαυτό της σε βάρος των άλλων, όταν η συμβατική ανεξαρτησία της απειλείται από την ασχήμια των πράξεών της.
Παραμένει όμως το αίνιγμα στον πυρήνα του χαρακτήρα της Χέντας Γκάμπλερ, το ερώτημα γιατί αυτοπαγιδεύεται μια έξυπνη και δυναμική γυναίκα, όπως βέβαια παραμένει και ο αριστο- τεχνικά ρεαλιστικός τρόπος με τον οποίο ο Ίψεν φροντίζει την τόσο ασυνήθιστη και αντιφατική προσωπικότητά της, τις ανθρώπινες συνθήκες και σχέσεις που επιτρέπει ή δεν επιτρέπει να ανα- πτυχθούν, τον σιωπηλό ρόλο που παίζει, για όλους σχεδόν τους χαρακτήρες, η ηθική ανάμεσα στις ατάκες του έργου. Και αυτοί είναι μερικοί από τους λόγους που κάνουν το έργο αυτό του Ίψεν από το πιο πολυπαιγμένα αριστουργήματα της παγκόσμιας δραματουργίας.
ΘΈΑΤΡΟ ΕΤΑΙΡΟΤΗΤΑ
Πρεμιέρα 19-10-2016
You must be logged in to post a comment.