Αμφίδρομη πλεύση

Το κείμενο για το μυθιστόρημα Ανάπλους του Θανάση Βαλτινού (Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2012) δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία 171, 1855 (Ιούνιος 2012).

Από τον κήπο της μαμάς. Φωτ. Φίλιππος Πετρόπουλος

 

ΝΟΗΜΑ/ΕΠΙΝΟΗΜΑ

Το νέο βιβλίο του Θανάση Βαλτινού αρχίζει και αυτό με ένα οικείο του τέχνασμα, μια μικρή εισαγωγή στην οποία παρουσιάζεται το συγκυριακό πλαίσιο μέσα στο οποίο καταγράφτηκε ό,τι επακολουθεί. Στις 27 Ιουνίου 2009 η φιλόλογος Κρύστα Στρατήγη συναντά τον Θανάση Βαλτινό με αφορμή τη διατριβή της πάνω σε ένα διήγημα του συγγραφέα και του θέτει μια σειρά ερωτήσεων που αφορούν την παιδική του ηλικία (την οποία σημάδεψε «ο Πόλεμος, η Κατοχή και ο Εμφύλιος», 9) και τον ρόλο που αυτή έπαιξε στη διαμόρφωση του συγγραφικού του έργου. Η τακτική αυτή του τεχνάσματος είναι εμφανώς ελεγχόμενη από τον συγγραφέα καθώς μας ακολουθεί σε όλη την αφήγηση είτε μέσω των ερωτήσεων που θέτει η ερευνήτρια της εισαγωγής είτε μέσω των αναφορών του συγγραφέα σε υπαρκτά και μή υπαρκτά, όπως διευκρινίζει ο ίδιος, πρόσωπα που περνούν από τη ζωή και από τα κείμενά του. Το αν υπήρξε η ερευνήτρια αυτή ή όχι δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το τέχνασμα και απευθύνονται οι ερωτήσεις (κατευθυνόμενες όπως προδίδει η λιτή λεκτική και νοηματική οικονομία και η υποβοηθητική τους τακτική στη δραματουργία της αφήγησης) επιτρέπει, επιβάλλει μάλιστα, το παιχνίδι ανάμεσα στο συμβάν και σε ό,τι το υπερβαίνει, αυτό που προϋποθέτει το συμβάν και αυτό που παράγεται από το συμβάν, πραγματικό ή φανταστικό. Ωστόσο, όπως σε όλα τα κείμενα του Θανάση Βαλτινού, το πιο σημαντικό είναι τι προηγείται: το τέχνασμα ή αυτό που γεννά το τέχνασμα, την ανάγκη του τεχνάσματος; Και ποιος είναι ο ρόλος της ανάγκης αυτής στο κρίσιμο πέρασμα από το ακριβές νόημα της ιστορικής, βιογραφικής και αυτοβιογραφικής καταγραφής στην τέχνη του επινοήματος, στον κόσμο του μύθου και της τέχνης; Και επιπλέον ποιοι είναι όροι της ανάγκης αυτής και τι επιζητούν από τον συγγραφέα και τον αναγνώστη, και από την κοινή ιστορία και ζωή τους; Τι κρύβει η παραδοξότητα που ενέχεται στη συμπλοκή της αφηγηματικής τέχνης του Βαλτινού με τον εαυτό της;

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ

Το τέχνασμα εισάγει αναπόφευκτα τον προβληματισμό περί της λειτουργίας του, τη συνειδητοποίηση της λειτουργίας αυτής ώστε να πλησιάσουμε με μεγαλύτερη ευχέρεια τόσο τη σχέση του λόγου με τον μύθο, όσο και τη σχέση της ιδέας με την πραγμάτωσή της. Τι είναι πραγματικό και τι είναι μη πραγματικό; Τι καθορίζει την πραγματικότητα; Πότε γεννά η πραγματικότητα τον μύθο και πότε συμβαίνει το αντίστροφο στο κείμενο του Βαλτινού; Υπάρχει λόγος δίχως μύθο και αντιστρόφως; Θα μπορούσαμε λοιπόν να μιλήσουμε για την παρουσία στο κείμενο ενός μύθου που αμφισβητεί τον λόγο, και μάλιστα για την παρουσία ενός λόγου δίχως λόγο, δίχως τη βία του λόγου, για την παρουσία ενός καταφατικού λόγου, τον οποίο εντοπίσαμε σε κείμενά του και άλλοτε; Στην αρχή της πρώτης απάντησής του ο Βαλτινός υπογραμμίζει τη σχέση αυτή:

– Θα ήθελα να μου περιγράψεις το τοπίο, το χώρο στον οποίο πέρασες τα παιδικά σου χρόνια.

– Για εφτά χρόνια ο ήλιος έβγαινε από τη Δύση. Έδυε στην Ανατολή – κατά λογική συνέπεια. Αναρωτιέμαι αν το παράδοξο τούτο προδήλωνε κάτι. Εφτά χρόνια. Μετά φύγαμε από κει. Το σπίτι βρισκόταν στην κοιλάδα του Τάνου ποταμού. Μια βαθιά γραμμή, κατά τη στρατιωτική ορολογία. Ορεινή Αρκαδία, βόρειες καταπτώσεις του Πάρνωνα. Οι δυο πλαγιές που έκλειναν αυτή την κοιλάδα ήσαν αρκετά άγριες – ιδιαίτερα η δεξιά. Πετρώδης με σκληρή βλάστηση. Πρίνους και αγραπιδιές. Όχι τις αγραπιδιές του Καρυωτάκη. Γκορτσιές. Πριν να φανεί ο δίσκος του ήλιου στον ουρανό, το φως του κατέβαινε ήδη σαρώνοντας την αριστερή, τη δυτική πλαγιά. Ο ήλιος έβγαινε λοιπόν από κει. Από τη Δύση. (13-14)

Στο πετρώδες αυτό τοπίο με τη σκληρή βλάστηση, ο τρόπος πρόσληψης και απόδοσης του οποίου παραπέμπει στο αφηγηματικό ύφος όλων σχεδόν των κειμένων του συγγραφέα, η φύση προσφέρει ένα τέχνασμα, και επιπλέον τον μηχανισμό ενός τεχνάσματος, τη λογική και τη μυθοπλαστική δύναμη του παράδοξου. Το φως της μέρας έρχεται από τη Δύση, από τη μεριά του ύπνου και της νύχτας. Το παράδοξο αυτό εμπεριέχει πολλές διαστάσεις μέσα του. Δυο από αυτές τουλάχιστον μας τις δίνει εξαρχής ο συγγραφέας. Η μια: Ο ανάπλους, μεταξύ άλλων, είναι το ξημέρωμα της ζωής σε μεγάλη της ηλικία. Η άλλη: Το φως φέρει μέσα του τη σκοτεινή του πηγή. Ο συγγραφέας δικαιολογημένα αναρωτιέται «αν το παράδοξο τούτο προδήλωνε κάτι». (13) Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος σύντομα, όπως θα δούμε, όταν μιλά για τη σαφήνεια με την οποία αντιλαμβάνεται ό,τι συμβαίνει γύρω του στη μακρινή εκείνη παιδική ηλικία. Υπάρχει «κάτι» που τον «καταδίωκε» και τον «καταδιώκει ακόμα», κάτι που μπορούμε χωρίς καθόλου δυσκολία να το ερμηνεύσουμε ως από τις σημαντικότερες ομολογίες επίγνωσης τούτου του ανάπλου, η «σκοτεινή ρίζα αυτής της σαφήνειας» (23, η σημασία της ομολογίας αυτής υπογραμμίζεται και στη σελίδα 125). Τα πράγματα λοιπόν, παρά τη γύμνια και την αμεσότητά τους, δεν είναι όπως αυτοπαρουσιάζονται ή όπως προσμένουμε να είναι. Η ροή τους ανατρέπεται είτε λόγω φυσικών ιδιομορφιών είτε συμπερασμάτων που είναι προέκτασή τους είτε γλωσσικών και γνωστικών μηχανισμών που επιτρέπουν τον εντοπισμό και την προέκτασή τους. Το φως ερχόταν από τη Δύση, ενώ η δυνατότητα της συνειδητοποίησης του γεγονότος αυτού ως παράδοξου, οι μηχανισμοί του παράδοξου αυτού και οι επιπτώσεις του καλλιεργούνται από τον συγγραφέα. Όμως η ίδια η παραδοξότητα του παράδοξου, το παράδοξο ώς μηχανισμός, το τέχνασμα που προσφέρει η φύση ή που ως τέτοιο αναγνωρίζει ο συγγραφέας, δεν είναι κάτι ιδιαίτερα σημαντικό από μόνο του. Το σημαντικό είναι η επίγνωση με την οποία το παράδοξο ή το τέχνασμα καθορίζει τη σχέση του συγγραφέα με τη ζωή, τους συνανθρώπους του και την ιστορία.

ΑΝΑΠΛΟΥΣ

Ο ανάπλους του Βαλτινού είναι ένα ταξίδι πίσω στην παιδική ηλικία, το οποίο συγχρόνως είναι ένα ταξίδι προς τα εμπρός, προς μια νέα θέαση, νέα βίωση της παιδικής ηλικίας, προς μια νέα μέρα, έναν νέο χρόνο που έχει ξεκινήσει από το παρελθόν, περνά από το σήμερα και μέσω του παρελθόντος συνεχίζεται προς το μέλλον. Ο Βαλτινός είναι κατεξοχήν συγγραφέας του πολλαπλού αυτού ανάπλου, συγγραφέας του παρελθόντος, όπως αυτό εξετάζεται από το παρόν προσβλέποντας στο μέλλον. Ο συγγραφέας βλέπει μπροστά κοιτάζοντας πίσω, φωτίζει τη μέρα από τη μεριά της Δύσης. Βλέπει πίσω κοιτάζοντας μπροστά. Φωτίζει τη Δύση με το φως της ημέρας. Η μέρα μεγαλώνει μικραίνοντας και μικραίνει μεγαλώνοντας. Συγχρόνως. Η μνήμη έτσι απλώνεται σε συμπυκνωμένη εμπειρία που επενδύει στην εν δυνάμει διεύρυνσή της, ενώ η γλώσσα, κατά την αμφίδρομη αυτή πλεύση, αποστάζει καταγραφές της συνείδησης στο λιτό και συμπαγές ύφος της αφήγησης που μέσα του περικλείει το απεριόριστο εύρος των νοημάτων του. Και καθώς το ρήμα αναπλέω, κατά το λεξικό των Liddell and Scott, δεν αποδίδει επίσης την κίνηση της ανάδυσης από τον βυθό, αλλά και αυτή της διάλυσης, μπορούμε στον ανάπλου να διαβάσουμε την προς την επιφάνεια πλεύση από το ρήγμα της σαφήνειας, την καταδίωξη του συγγραφέααπό την επίγνωση ότι στη ρίζα του φωτός βρίσκεται το σκοτάδι, ότι τον λόγο υποβαθρώνει η διαλυτική απουσία λόγου. Η καταδίωξη αυτή γεννά την τραγική συνείδηση που δεν επιτρέπει στον λόγο να αρμενίζει στην αυταρέσκειά του, να επενδύει αυθαίρετα στη διαφωτιστική δύναμή του. Ο ανάπλους γίνεται η κατάφαση του κόσμου του συγγραφέα μέσα από αυτή την τραγική συνείδηση, από τα ρήγματα στη σαφήνεια του φωτός. Στην επόμενη απάντησή του ο συγγραφέας περιγράφει το πρώτο από δύο περιστατικά που τον έκαναν να νιώσει για πρώτη φορά ότι μπορούσε να γίνει συγγραφέας:

[…] Κάθε άνοιξη όλα τα παιδιά του χωριού υποφέραμε από μια αλλεργικής καταγωγής τύφλωση. Ξυπνάγαμε κάθε πρωί «κουτούκια», με τα βλέφαρα κολλημένα από τις τσίμπλες. Εμείς, τέσσερα στη σειρά, σαν κουτάβια περιμέναμε τη γιαγιά Μάρθα να βράσει χαμομήλι και αργά, ένα ένα, να μας πλύνει τα μάτια, με υπομονή και προσοχή. Η δουλειά αυτή έπαιρνε ώρες και θα ισχυριστώ τώρα ότι ήταν στη διάρκεια εκείνης της τελετουργίας, ακολουθούμενης πάντα από ένα διάχυτο αίσθημα πανικού, που ασύνειδα άρχισε να αργοσαλεύει μέσα μου το συγγραφικό εγώ. Εξίσου τυφλό. (23-24)

Το σκοτάδι και η αβεβαιότητα που αυτό γεννά (η οποία διαμορφώνει τον συγγραφέα από την αρχή της ζωής του:  «Η μητέρα μας έπαιζε το ρόλο του τοποτηρητή. Νομίζω ότι έχω πάρει τη δική της εύθραυστη ευαισθησία και την εξίσου εύθραυστη αβεβαιότητα για τη ζωή. Όχι φόβο, αβεβαιότητα», 15) συγκροτούν και συνεπώς αμφισβητούν την καθαρότητα του φωτός, προσφέροντας παραδόξως ένα άλλου είδους σαφήνειας, αυτής που φωτίζει χωρίς να τυφλώνει με την απόλυτη λαμπρότητά της, που δεν κρύβει την τραγική διάσταση της αλήθειας της. Η αλήθεια στον Βαλτινό όχι μόνο διατηρεί αλλά και προβάλλει συγχρόνως την κρύπτη μέση της, και ξεπερνώντας μια χαϊντεγκεριανή, μια μπλασοτική και μια ντερρινταϊκή προβληματική με τρόπο εντελώς άμεσο (φυσικό, θα μπορούσε να ξεγελαστεί κανείς και να πει) καταλήγει στην κατάφαση του κόσμου του με όλες τις επιπλοκές που αυτή φέρει μαζί της. Ο τυφλός χώρος, ο σκοτεινός βυθός, ένα αινιγματικό πού, δεν μετατρέπεται ποτέ σε αλήθεια, δεν ορίζεται και δεν επεξηγείται:

Η Τασία εξακολουθούσε να είναι ανάσκελα, και ο Βασίλης με έσπρωξε απάνω της. Δεν ήξερα τι να κάνω. Πάνω στη ζεστή της κοιλιά. Το μισοφόρι ήταν τραβηγμένο ψηλά μέχρι τον αφαλό της. Η μυρουδιά του κορμιού της με σάστισε. Άρχισε να βαριανασαίνει πάλι και πιάνοντας το πουλί μου που ήταν σκληρό σαν καρφί το έβαλε μέσα της. Μέσα της πού; (51-52)

ΚΑΤΑΦΑΣΗ

Η φύση και η αμεσότητα, συχνά βίαιη, των εκδηλώσεών της έχουν διαμορφώσει και τη συνείδηση και την παρατηρητικότητα του Βαλτινού, και έτσι κατά συνέπεια και το αφηγηματικό του ύφος. Στην πρώτη ερώτηση για τον τόπο των παιδικών του χρόνων ο συγγραφέας μιλά για το «βαθύ αίσθημα αρμονίας» (14) που μπορούσε να νιώσει σε κάποια μέρη του κάτω από τον δυνατό ήλιο που έλουζε ένα πετρώδες έδαφος «με σκληρή βλάστηση». (13) Επρόκειτο όμως για ένα αίσθημα που για κάποιον λόγο το μικρό παιδί έπρεπε να πολεμήσει και να καταστρέψει, να αφανίσει:

Προσχολική ηλικία. Πλησιάζω τις δύο κυψέλες [τις οποίες «είχε φτιάξει ο πατέρας» του συγγραφέα], οι τσίγκινες στέγες τους αντανακλούν τον ήλιο. Τις χτυπάω με τις γροθιές μου, χτυπάω το φως. Και ξαφνικά, σμήνη από εξαγριωμένες μέλισσες με περικυκλώνουν. (14-15)

Ο λόγος αυτής της έκρηξης, αυτής της ξαφνικής εκδήλωσης δυσαρμονίας εν μέσω της καλά εδραιωμένης αρμονίας παραμένει ανεξήγητος και για τον ίδιο τον αφηγητή. Επρόκειτο για μια κίνηση αυτοάμυνας ενάντια μιας απροσδιόριστης φωτεινής απειλής; Ήθελε με τον τρόπο αυτό το μικρό παιδί να εκδιώξει τη διαύγεια του φωτός, τη σαφήνεια του, η πληρότητα της οποίας ίσως δεν επέτρεπε τη σκοτεινή του ρίζα να φεγγρίζει κάτω από τη στιλπνή επιφάνειά του; Ήταν μια αυθόρμητη παρέμβαση, μια προσπάθεια βίαιης ανατροπής μιας φυσικής, αυτονόητης κατάστασης, η οποία κατά τα φαινόμενα επαναλαμβάνεται σε μερικές σελίδες πιο κάτω. Στην ερώτηση (8): «Πόσο παρατηρητικό παιδί ήσουν; Τι σου άρεσε να παρατηρείς περισσότερο;» ο Βαλτινός απαντά:

Τη φύση βεβαίως και τη ζωή μέσα της. Λίγο μακρύτερα από το σπίτι μας ένας γείτονας έδενε το γερασμένο μουλάρι του. Συχνά εκείνο έβγαζε ένα μακρύ, ντούρο εργαλείο και το κοπάναγε στην κοιλιά του. Ήταν κάτι αυτονόητο, δεν υπήρχε αίσθηση αιδούς. Η φύση δεν ντρέπεται. Και εμείς ήμασταν τυχεροί, όλα τα παιδιά, με αυτά τα τζάμπα, και εν πολλοίς έμπρακτα μαθήματα σεξουαλικής αγωγής. Βλέπαμε τα ζώα να βατεύονται, τα κολλημένα σκυλιά, βλέπαμε τα κατσικάκια να γεννιούνται, συχνά ήμασταν αυτόπτες μάρτυρες στις σφαγές των χοίρων.

Ο Τάνος ποταμός, παρά τον μεγαλόπρεπο ορισμό του, το καλοκαίρι στέρευε. Απόμεναν μικρές αβαθείς λιμνούλες μέσα στις οποίες προσπαθούσαμε να μάθουμε κολύμπι. Εκεί κάποτε τσίτσιδοι και αλαλιασμένοι από τον ήλιο παρακολουθήσαμε το μεγάλο νερόφιδο να καταπίνει ένα βάτραχο. Τον είχε πιάσει από τα πίσω πόδια και ο βάτραχος, θαρρείς ατάραχος, μέσα σε μια αφύσικη βουβαμάρα διολίσθαινε αργά προς το εσωτερικό του φιδιού. Η διαδικασία κράτησε πολύ, αφόρητα πολύ. Όταν κάποια στιγμή ο βάτραχος εξαφανίστηκε ολόκληρος, ένας από μας σκότωσε το αργοκίνητο φίδι και με το σουγιά του του άνοιξε την κοιλιά. Τότε, με ένα τεράστιο άλμα που μας ξάφνιασε, κάτι τινάχτηκε ζωντανό από κει μέσα και χάθηκε στα θολωμένα νερά της λιμνούλας. Αυτή ήταν η άγρια ζωή, το άγριο μυστήριό της, και μέρος της αποτελούσαμε εμείς οι ίδιοι. Δεν θυμάμαι να είχα ποτέ απορίες για τη γενετήσια διαδικασία, στην ευρύτερη διάστασή της, ως κύκλου ζωής. Ήσαν όλα τόσο σαφή. Παρ’ όλα αυτά υπήρχε κάτι που με καταδίωκε – με καταδιώκει ακόμα, μόνο που τότε δεν μπορούσα να του δώσω όνομα: η σκοτεινή ρίζα αυτής της σαφήνειας. (21-23)

Το «αυτονόητο» αυτό μάθημα της φύσης (του οποίου η γυμνή, η δίχως καλλωπιστικές ή επεξηγηματικές επεμβάσεις πρόσληψη μας παραπέμπει και στο ύφος γραφής του Βαλτινού), η αρμονική συνεύρεση των στοιχείων της είναι, ωστόσο, το ένα μόνο μέρος της αλήθειας της. Το άλλο, το οποίο υπονομεύει και το αυτονόητο και την αρμονία, είναι αυτό που κρύβει «το άγριο μυστήριο» της φύσης, αυτό που προκαλεί τη βίαιη, τη θανατηφόρα επέμβαση του παρατηρητή, ο οποίος, όπως και στην περίπτωση του γρονθοκοπήματος του φωτός, αισθάνεται ότι απειλείται από «μια αφύσικη βουβαμάρα», από την «αφόρητα» παρατεταμένη αρνητική της παρουσία. Όλα ήταν «τόσο σαφή» και για τον λόγο αυτόν δεν ήταν παντελώς σαφή, ή, και ακόμη, δεν θα έπρεπε να ήταν τόσο σαφή, να κρύβουν τόσο καλά την ασάφειά τους. Το σκοτάδι στη ρίζα της σαφήνειας έπρεπε να ανιχνευθεί, να εντοπιστεί, να εκδιωχθεί, ώστε να μη καταδιώκει. Η επέμβαση, όπως και στην περίπτωση του αυτονόητου φωτός που δέχεται ακατανόητη επίθεση, είναι αυθόρμητη, θα λέγαμε αυτονόητη με τον τρόπο της. Ο δημιουργός της αφύσικης βουβαμάρας, το αφόρητα «αργοκίνητο» φίδι, ο αρνητής της φυσικής αρμονίας θανατώνεται. Η άρνηση της ζωής τιμωρείται. Και προς έκπληξιν του μικρού Βαλτινού η τιμωρία αυτή, μια κατά το παιδικό μυαλό προφανώς καταφατική κίνηση, οδηγεί σε μια απρόσμενη κατάφαση της ζωής, καθώς ο βάτραχος αναδύεται, αναπλέει, από τον θάνατο και το σκοτάδι. Μια φυγή προς τη ζωή, ένα είδος ανοδικής «καθόδου» προς τη σωτηρία, μια πλεύση από την άρνηση προς αναζήτησιν της κατάφασης, μια κίνηση που όλη η οικογένεια θα κάνει αργότερα αφήνοντας πίσω το χωριό του συγγραφέα (31). «Επρόκειτο για “φυγή” στην κυριολεξία», μας λέει ο Βαλτινός, θέτοντας ο ίδιος τη λέξη εντός εισαγωγικών, μια κατάσταση που ο ίδιος τη συνδέει άμεσα με την ξενικότητα: «Άλλαξα πολλά σχολεία. Πάντα ήμουν ξένος. Μέχρι να στεριώσουν κάποιες φιλίες έπρεπε να φύγω πάλι.» (19) Στην αφήγησή του για τη «φυγή» από το χωριό μας δίνει μια αρχέγονη σχεδόν εικόνα της φυγής αυτής, της ξενικότητας με την οποία αυτή ταυτίζεται: «– Και πηγαίνατε. – Ναι. Επηλύτες χιλιάδες χρόνια.» (33) Ο συγγραφέας είναι ένας ξένος εν μέσω ενός αδιάκοπου ανάπλου, αυτός που στην οικειότητα της φύσης και της ζωής έρχεται αντιμέτωπος με το ανοίκειο και τον θάνατο. Η φυγή γεννά ξενικότητα και η ξενικότητα γεννά φυγή. Η συνεύρεση ζωής και θανάτου είναι είτε ειρηνική είτε βίαιη. Οι θάνατοι της φύσης, αυτοί που είχαν μια αυτονόητη, αν και ασαφή αιτία, οι θάνατοι μιας ανίσχυρης καθημερινότητας που ήταν αφύσικοι και «αναίτιοι κατά κάποιον τρόπο», και οι βίαιοι θάνατοι των ιδεολογικών συγκρούσεων και συγχύσεων. Ο «τρόμος που δημιουργούσαν» οι αναίτιοι θάνατοι καθώς «σκέπαζαν την πόλη» τους έφερνε «σε αντίθεση με τους άλλους, τους βίαιους, που ήταν ο κανόνας.» (101) Αυτοί οι τελευταίοι θάνατοι, οι σφαγές και οι εκτελέσεις, για τους οποίους ο Βαλτινός έχει γράψει συχνά, είναι εκτός και του φυσικού και του αναίτιου, έχουν την ακαμψία του κανόνα, της ανακοίνωσης και του καταλόγου των νεκρών, την ακρίβεια του ντοκουμέντου (62-67), είναι μια παρένθεση («Η Κατοχή μας πληγώνει αλλά συχνά δεν είναι αισθητή. Και ο Καραβάς είναι ουσιαστικά χωρίς κανέναν έλεγχο. Κατά κάποιον τρόπο εξακολουθεί να είναι ένας λειμώνας», 48-49) που θα πρέπει να καταλήξει στα ιστορικά αρχεία, παρ’ όλο που, ή ίσως επειδή, η «φρίκη της ιστορίας» έχει μια τόσο άμεση όσο και προβληματική σχέση με τη «φρικίαση της γλώσσας» (99):

– Τελικά τι θα έλεγες τώρα για εκείνη την εποχή;

– Τίποτα.

– Έγιναν τόσα πράγματα.

– Αποφασισμένα από άλλους. Εμείς ήμασταν εκτός παιδιάς. Θα μας σημαδέψουν – αλλά δεν μας αφορούσαν. (153)

Οι άλλοι οι θάνατοι όμως, οι φυσικοί ή οι άλογοι διευρύνουν τη γοητεία και το βάθος της ζωής, καταφάσκουν την τραγική επίγνωση ανοίγοντας ρήγματα στη δεδομένη ή παγιωμένη ροή των πραγμάτων. Το μικρό παιδί που θεωρεί φυσική τη θανάτωση του φιδιού που τρώει τον βάτραχο θεωρεί εξίσου φυσική τη θανάτωση των πουλιών («Τότε δεν με πείραζε», 50) για τον ίδιο λόγο:

Είχα δέκα-δώδεκα αγκίστρια και έπρεπε πριν λαλήσει ο κοκκινολαίμης να τα έχω στήσει. Έκανα τις «γλίστρες» και ακούμπαγα εκεί τα δολώματα. Η τσίχλα τρώει το σκουλήκι κι εγώ το εκμεταλλευόμουν αυτό για να φάω την τσίχλα. Παστωμένη μαζί με άλλες μέσα σ’ ένα πλατύστομο λαγήνι. Τόσο απλά. Όψιμη και εκλογικευμένη ερμηνεία. (49-50)

Η εκλογίκευση λοιπόν έρχεται πολύ αργότερα. Τότε, είτε με το δέος της σκοτεινής ρίζας είτε με τον αυθορμητισμό της αλόγιστης ξεγνοιασιάς, το παιδί απολαμβάνει την «άγρια ζωή, το άγριο μυστήριό της» που, όπως τώρα εξομολογείται, «μέρος της αποτελούσαμε εμείς οι ίδιοι». (23) Και πάλι όμως ο λόγος φέρει μέσα του τα ρήγματά του, αυτά που επιτρέπουν όχι την κατάργηση του λόγου αλλά την υπέρβαση των ορίων του, την ενεργοποίηση ενός λόγου δίχως λόγο είτε με τη συμβολή του έρωτα είτε με την κατάφαση του θανάτου. Το «συγγραφικό εγώ» του μικρού Βαλτινού το κέντρισε και ένα «άλλο περιστατικό», το οποίο ίσως δεν είναι τόσο «διαφορετικού ποιού», όσο θέλει να πιστέψουμε ο συγγραφέας:

Το άλλο περιστατικό είναι διαφορετικού ποιού. Κάθε Δεκαπενταύγουστο γιόρταζε στο διπλανό χωριό η Παναγία. Μετά τη λειτουργία γινόταν πανηγύρι. Μια ζυγιά όργανα και χορός. Στηνόταν επίσης μια υπαίθρια ταβέρνα – βραστή γίδα, κρασί. Σε μιαν άκρη του αυλόγυρου ήταν το νεκροταφείο. Ταπεινοί τάφοι με ξύλινους σταυρούς. Εκεί λοιπόν στον αυλόγυρο γινότανε ο χορός. Κι αυτό το ανακάτεμα ζωντανοί – πεθαμένοι έδενε μια χαρά. […] Εκεί λοιπόν σε κείνο το πανηγύρι χάθηκα κάποτε, πέντε ή έξι χρονών. Εξερευνούσα το χώρο και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στην πίσω πλευρά. Υπήρχε εκεί μια κλειστή θολωτή στέρνα. Το έδαφος ήταν επικλινές, η καμάρα της οροφής της ήταν στο ίδιο επίπεδο με τις απολήξεις του αυλόγυρου. Χρειαζόταν απλώς να δρασκελίσεις ένα μικρό χάσμα ανάμεσά τους, ένα πήδημα, που το αποτόλμησα. Στην κορυφή της καμάρας ήταν το μοναδικό άνοιγμα, ένα στόμιο πηγαδιού. Πήγα έσκυψα μέσα. Η στέρνα ήταν το λεγόμενο χωνευτήρι, το οστεοφυλάκιο. Μετά τις ανακομιδές τα κόκκαλα των νεκρών πλένονταν με κρασί, διαβάζονταν από τον παπά και ρίχνονταν εκεί μέσα. Τόσο δημοκρατικά. Γενεών οστά. Κρανία, ωλένες. Σηκώθηκα άλαλος (24, 26)

Αυτή η εισβολή της δημοκρατικής συνεύρεσης των νεκρών μεταξύ τους, και μάλιστα σε σχέση με την αρμονική συνεύρεση νεκρών και ζωντανών στον αυλόγυρο της εκκλησίας, στη συνείδηση του παιδιού αγγίζει τη σκοτεινή ρίζα των συλλογισμών του και τους παραλύει. Δεν νιώθει φόβο, όπως μας έχει διαβεβαιώσει, αλλά έχει ήδη «πάρει» την «εύθραυστη αβεβαιότητα για τη ζωή» της μητέρας του. Μια αδιόρατη ανησυχία τον κατακλύζει, ένα «διάχυτο αίσθημα πανικού» και πάλι. Και ποιος μπορεί να τον καθησυχάσει πιο άμεσα και πιο βαθιά από τη μητέρα του:

Το πανηγύρι από την άλλη μεριά συνεχιζόταν. Αναζήτησα τη μητέρα μου. Χόρευε μπροστά. Την χόρευε ο πατέρας μου, χόρευε ωραία. Χόρευε ερωτευμένη. Πήγα πιάστηκα από το φουστάνι της και κείνη σταμάτησε. Έσκυψε, με αγκάλιασε και με κράτησε ανάμεσα στα πόδια της. Ανάμεσα στις μεταξωτές της κάλτσες. Τι είχε καταλάβει; Ο πατέρας μου παραμέρισε δίνοντας σειρά στον επόμενο χορευτή. Με πήρε στην αγκαλιά του και με ακούμπησε σ’ έναν μικρό όχτο, στον ίσκιο μιας μουριάς. Δεν με ρώτησαν τίποτα. Μου χαμογελούσαν καθησυχαστικά και κάποια στιγμή η μητέρα μου με αγκάλιασε πάλι, με αγάπη. Κρατήθηκα για να μη με πάρουν τα κλάματα. Αισθανόμουν ότι έπρεπε να τους προστατέψω αυτούς τους δυο, να τους προστατέψω εγώ, και ταυτόχρονα ήξερα ότι δεν μπορούσα να το κάνω. Τη σκηνή την κουβαλάω μέσα μου χρόνια. Δεν μπόρεσα ποτέ να τη γράψω, τώρα όμως ξέρω ότι προσδιόρισε την πορεία μου. (26-27)

Το αβέβαιο κενό που δημιουργεί η αρνητική ανάδυση του πανικού το καταλαμβάνει η σιωπή, το χαμόγελο, η αγάπη, το συναίσθημα της προστασίας που η αγάπη δημιουργεί, η βέβαιη θέληση των γονέων να προστατέψουν το παιδί τους και του παιδιού να προστατέψει τους γονείς του. Από τι όμως; Τι είναι αυτό που δεν μπορεί να αποδοθεί με λέξεις και από το παιδί και από τον ώριμο συγγραφέα και παραμένει το ίδιο αινιγματικό όσο και το γρονθοκόπημα του φωτός; Τι διαισθάνθηκε το παιδί που μόνο η καταφατική δύναμη της αγάπης μπορεί να αποτρέψει; Και μπορούμε να διαβάσουμε και στο ύφος του κατοπινού συγγραφέα, μέσα και ανάμεσα στις λέξεις του, το πώς αυτές έχουν προσδιοριστεί από την ανείπωτη σκηνή της δημοκρατικής συνεύρεσης της αλήθειας και του μυστηρίου της, της ταύτισης της σαφήνειας με τη σκοτεινή της ρίζα; Και μήπως αυτός θα πρέπει να είναι και ο στόχος μιας πιο αποτελεσματικής δημοκρατίας: συνεύρεση μέσα στον χώρο που ανοίγει η καταφατική δύναμη της τραγικής συνείδησης, η οποία συγχρόνως είναι και καταφατική δύναμη της αγάπης. Η αγάπη αναπληρώνει το κενό του ανείπωτου, απαλύνει την ανησυχία που προκαλεί το σκοτάδι της ρίζας, φροντίζει την υπέρβαση του χώρου της μεταφυσικής βεβαιότητας:

– Ότι ήταν θαύμα.

– Ναι. Εκείνη η νύχτα στοίχισε μια εκατόμβη νεκρών.

– Εσείς γλιτώσατε πάντως.

– Είχαμε άγγελο.

– Αλλά δεν πιστεύεις.

– Όχι.

– Η μάνα σου πίστευε.

– Η πίστη είναι χάρις. Και η μάνα μου την είχε.

– Χάρις. Τι άλλο;

– Έρως. (56)

Η μεταμόρφωση της σκοτεινής ρίζας σε χάρη και έρωτα, σε θαύμα δίχως την ανάγκη της μεταφυσικής πηγής του θαύματος, το θαύμα ως εκδήλωση του ανείπωτου και ανερμήνευτου επιβεβαιώνεται στο επεισόδιο με το μαγκάλι, το οποίο θα κόστιζε τη ζωή στον συγγραφέα και τον συγκάτοικό του, αν ο τελευταίος, ο Βασίλης δεν είχε ξυπνήσει την κατάλληλη στιγμή:

– Στην Τρίπολη αυτά.

– Ναι. Ένα βράδυ κοιμηθήκαμε νωρίς. Κλεισμένοι μέσα, χιόνιζε όλη μέρα. Ύστερα από λίγο ο Βασίλης σηκώθηκε ανήσυχος. Άνοιξε το παράθυρο. Ήθελε να δει αν εξακολουθούσε να πέφτει χιόνι. Το άνοιξε και σωριάστηκε χάμω, μόλις τον χτύπησε ο φρέσκος αέρας.

– Διοξείδιο του άνθρακα.

– Αυτή η γλυκιά δηλητηρίαση. Διαπλάτωσα την πόρτα, έβγαλα το μαγκάλι έξω. Τα κάρβουνα, ο πυρήνας τους, ήσαν ακόμα ζωντανά. Ο Βασίλης συνήλθε αμέσως. Έκανε εμετό. Αν δεν είχε σηκωθεί, να ανοίξει το παράθυρο, θα μας εύρισκαν το πρωί στα κρεβάτια μας, αγάλματα. Αυτή η σύμπτωση. Αυτή η ανερμήνευτη παρόρμησή του.

– Ένα ακόμα θαύμα.

– Μη χλευάζεις. Η ζωή είναι γεμάτη θαύματα. Όχι αναγκαστικά θεολογικού χαρακτήρα. (116-117)

Σαν από θαύμα βγαίνει ο ήλιος από τη δύση, ο βάτραχος από την κοιλιά του φιδιού, ο έρωτας από την παρουσία του θανάτου, το ανερμήνευτο, το ανείπωτο και το σκοτεινό από τη σαφήνεια του λόγου και διαμορφώνουν τη σχέση του συγγραφέα τόσο με τον κόσμο του, όσο και με τη γλώσσα που χρησιμοποιεί για να τον διαπλεύσει. Η βία των ιστορικών γεγονότων και των μεταφυσικών, ιδεολογικών τους πηγών θα πρέπει να ήταν και να είναι διπλά αβάσταχτη για τον Θανάση Βαλτινό, καθώς καταστρέφει και τη σαφήνεια και τη σκοτεινή της ρίζα.

Βασίλης Παπαγεωργίου