H λειτουργία της αφής

Το κείμενο για το βιβλίο της Έλενας Πέγκα  Σφιχτές ζώνες και άλλα δέρματα (Άγρα, 2011) δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία 171, 1851 (Ιανουάριος 2012).

Θαυμάζω από χρόνια τη γραφή της Έλενας Πέγκα, από τότε που μετάφρασα στα Σουηδικά μερικά ελάχιστα κείμενά της για μια μικρή ανθολογία με Έλληνες ποιητές. Επρόκειτο για πεζά κείμενα στα οποία η πραγματικότητα έπαιρνε απρόσμενες λυρικές τροπές, πράγμα που με έκανε να τα διαβάζω ως πεζά ποιήματα. Πριν από τρία χρόνια είχα την ευκαιρία και τη χαρά να μεταφράσω και πάλι σύντομα κείμενά της, τη φορά αυτή για έναν μικρό τόμο με πέντε Έλληνες πεζογράφους. Ίδιος τρόπος γραφής, τώρα όμως τοποθετημένη σε άλλο είδος. Αυτή η σύμπραξη ποιητικού και πεζού λόγου αντλεί την ιδιαιτερότητά της από τον τρόπο που η Πέγκα προσεγγίζει τον άμεσο, απτό κόσμο, από τις αποστάσεις που κρατά κατά την προσέγγιση αυτή, από το πώς το σώμα, η αφή και το δέρμα την αποδέχεται και αποδίδει.

Ο νους πάει ανεμπόδιστα στην αριστοτέλεια, στην πρωταρχικής, ζωικής σημασίας λειτουργία της αφής, στην ισορροπία που διατηρεί την ένταση της αφής εντός ορίων τα οποία διασφαλίζουν την επιβίωση των σωμάτων. Ισορροπία με την οποία η Πέγκα ενίοτε παίζει, προκαλεί και υπερβαίνει. Τα σώματα στις πυκνές και συγχρόνως διάτρητες, πορώδεις ιστορίες της μας αποκαλύπτονται σε διάφορους χώρους, στάσεις, σχέσεις, χρόνους, ντυμένα ή γυμνά, χαλαρά ή εναγώνια, σκόρπια εκτός σχεδίου, τυχαία ερριμμένα σε έναν ολοσχερώς βιωμένο και μερικές φορές βασανισμένο αισθησιασμό, ο οποίος όμως αποδίδεται ανάλαφρα, με μικρές αδιάφορες κινήσεις, σχεδόν αφελώς. Τούτη η αφέλεια, ή μάλλον αφελής αβεβαιότητα που γεννά στοιχειώδεις, και για τον λόγο αυτό λιτές οξείες οντoλογικές παρατηρήσεις μου θυμίζει το ύφος του Ντον ΝτεΛίλλο, καθώς διαπιστώνει τα κενά στη ροή των λογικών ειρμών και της ίδιας της βιωτής των χαρακτήρων του. Ο ρεαλισμός της Πέγκα εξαρτάται από μικρά και μεγάλα ρήγματα που επιτρέπουν στη ζωή να συμβεί δίχως επεμβάσεις άλλες εκτός από αυτές που κάνουν τα ίδια τα απρόσμενα γεγονότα, την ίδια στιγμή που τα πρόσωπα στα κείμενά της δίνουν ή παίρνουν αγάπη, υποκύπτουν σε μορφές βίας, την οποία τελικά καταφέρνουν να υπερβούν, ή στοχάζονται με διαυγή παθητικότητα τη θέση στην οποία έχουν περιέλθει. Και ενώ στον ΝτεΛίλλο η βία και τα ρήγματα δημιουργούν συχνά ένα είδος παραίτησης, στην Πέγκα συναντάμε εξίσου συχνά επιθυμία, λαχτάρα, περιέργεια. Και στους δυο συγγραφείς, ωστόσο, βρίσκω ευεργετική για την ελευθερία του νου και των αισθήσεων την ανοιχτωσιά στην οποία προσηνώς εναποθέτουν τη γλώσσα ως ύλη, τη δομή της, το περιεχόμενό της και τον αναγνώστη, την άνεση με την οποία αναπτύσσουν και μεταπηδούν από το επικό στο προσωπικό επίπεδο, από τον κανόνα στην εξαίρεση, από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο, ο ΝτεΛίλλο συχνά σε σχέση με τον χρόνο, η Πέγκα με τον χώρο: «Τα  σώματα σε μια ξένη χώρα δεν με δεσμεύουν, με ξεκουράζουν. Δεν θέλω να ξέρω τις ζωές των άλλων. Θέλω τα ξένα σώματα να με αφήνουν να φαντάζομαι ανενόχλητος τη δική μου ουτοπία» (”Τα  σώματα σε μια ξένη χώρα»).

Ένας άλλος εξίσου σημαντικός με τον ΝτεΛίλλο συγγραφέας με τον οποίο η Πέγκα έχει κοινά αφηγηματικά σημεία είναι ο Θανάσης Βαλτινός. Η αφηγηματική φωνή καταγράφει την ανθρώπινη ιδιομορφία ή ιστορική σύγκρουση, εντοπίζει το τραγικό δίχως να το δραματοποιεί, επισημαίνει το αρνητικό δίχως να το μετατρέπει σε αφετηρία νατουραλισμού, διευρύνει την υπαρξιακή ανησυχία δίχως νουθεσίες, αναλύει έμμεσα και αβίαστα μέσω καίριων περιγραφών, θέτει ερωτήσεις που δεν επιζητούν απάντηση, ερωτήσεις σαν μικρά ξαφνιάσματα ή μικρές θαυμαστικές διαπιστώσεις εν μέσω μιας ζωής αφημένης στην εξέλιξή της. Στο κείμενο ”O Σλοβένος χορευτής” εισερχόμαστε στη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα μέσω του ασχολίαστα βιωμένου γεγονότος: ”Βγαίνοντας από τη γαλλική πρεσβεία, βγαίνοντας από το Κέντρο Απολύμανσης, βγαίνοντας από το κρατικό ξενοδοχείο, ένα άλογο στεκόταν στο φανάρι. Έσερνε μια παλιοκαρότσα φορτωμένη σπασμένες τηλεοράσεις, οθόνες. Το φανάρι άλλαζε από κόκκινο σε πράσινο από πράσινο σε κόκκινο. Το άλογο στεκόταν. Ήρεμο. Σκεφτικό. Αναποφάσιστο. Τι έκανε; Σκέψεις μελαγχολικές; Ή απλά στεκότανε. Πολύ κουρασμένο.”

Η κούραση του αλόγου υποδηλώνει τη μικρή απόσταση του υποκειμένου από τον περιβάλλοντα κόσμο, τη μικρή σωτήρια απόσταση που είναι ενσωματωμένη στη λειτουργία της αφής και της όρασης, ώστε να μη χάνουν οι αισθήσεις αυτές το αντικείμενό τους, να μη χάνονται οι ίδιες στον σκοπό τους και γίνονται αυτοσκοπός, παγώνοντας έτσι τον κόσμο που αγγίζουν και βλέπουν. Η μικρή απόσταση κάνει τον αισθησιασμό εντονότερο: ”Οι ρώγες στο στήθος είναι απαλές, στητές, στρογγυλές, λείες, κόκκινες. Είναι ξαπλωμένη, γυμνή μέσα στο ζεστό σπίτι, που φωτίζεται μόνο από πελώρια κόκκινα φωτιστικά. Μοιάζουν με μεγάλα υφασμάτινα λουλούδια. Κοιμάται. Είναι στο σπίτι της, στην πόλη, μια μεγαλούπολη, μια πόλη όχι δική της. Ποτέ δεν ένιωσε δική της την πόλη, ποτέ δεν ένιωσε δικό της κάτι άλλο πέρα από την απόλυτα ιδιωτική συναίσθηση μιας μόνιμης εξορίας από τον κόσμο, τον οποίο κατοικεί, με το σώμα της.» («Γυναικείο γυμνό”)

Βρίσκω αυτόν τον αισθησιασμό ένα από τα πιο ισχυρά στοιχεία στη γραφή της Έλενας Πέγκα. Ο λυρικός αισθησιασμός των περιθωριακών, μοναχικών τύπων, της νομαδικής ζωής, των αγνώστων σωμάτων σε άγνωστους για τα ίδια χώρους, της διακριτικής ειρωνείας. Το τελευταίο αυτό με φέρνει στο άλλο ισχυρό στοιχείο, αυτό της τραγικής ειρωνείας, της τραγικής συνείδησης που δεν έχει ανάγκη από κατακλείδες ή ορισμούς. Το τραγικό σαν την εξωτερίκευση μιας εσωτερικής αποσπασματικής, διαθλασμένης, προσωπικής διαδικασίας: ”Μας είχε κολλήσει να μπούμε στην σχολή Ικάρων. ‘Ολα τα παιδιά της γειτονιάς θέλαν να γίνουνε πιλότοι. Βλέπανε τις Ασιάτισσες αεροσυνοδούς στα φυλλάδια της Singapore Airlines. Ο πατέρας μου δούλευε σε οικοδομές. Ήταν θεός. Έδινε ζωή και έπαιρνε ζωή. Στη γιορτή μου ήρθε σπίτι με ένα δώρο. Κρατούσε μια χάρτινη σακούλα που μέσα είχε ένα παιχνίδι. Το πάνω μέρος του, που έβγαινε από τη σακούλα, ήταν σαν μηχανή. Το πατάει το παιχνίδι και το κάνει κομμάτια. Διάβαζα την Ιστορία των Δύο Πόλεων. Ήταν τα χρόνια της Δυστυχίας; Ήταν τα χρόνια της Ευτυχίας; Ήταν τα χρόνια της Φτώχειας; Ήταν τα χρόνια της Ευμάρειας; Κανείς δεν μας έλυνε τις απορίες. Έκλαιγα για τους γρίφους.” (”Θεός”)

Το νέο βιβλίο της Πέγκα προσφέρει και πάλι μια ανίχνευση ζωής, την ψηλάφηση για ακόμη μια πρώτη φορά της ανθρώπινης εμπειρίας και σκέψης μέσα σε μια γλυκιά, γεμάτη αγάπη ερημιά και αγριότητα, σε κενά γεμάτα από την απουσία χρηστικών νοημάτων και σχημάτων, δημιουργία μιας προζωής, μιας ζωής πριν την κατακερματίσει και συγκολλήσει ο ελεγκτικός, καταχρηστικός νους.

Βασίλης Παπαγεωργίου