Βασίλης Παπαγεωργίου
(Το κείμενο αυτό, σε κάπως διαφορετική μορφή, δημοσιεύτηκε αρχικά στα Σουηδικά, στον τόμο I ordets smedja. Festskrift till Per Rydén. Stockholm, 2002. Στη μορφή αυτή δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Οδός Πανός 143, 2009. The portrait of VP is by Lo Snöfall – oil on canvas.)
Θέλω να είμαι πάντα ένας ξένος στην πόλη, ποτέ να μην έχω μια δική μου πόλη, θέλω να είμαι ένας ξένος στην πόλη που για λόγους συμβατικούς και μη συμβατικούς, οικείους και ανοίκειους ή και αυθαίρετους για πολλούς λόγους αποκαλώ δική μου. Ένα ζευγάρι παπούτσια, μερικά ρούχα, ένα ζευγάρι γάντια, τα γυαλιά για την όρασή μου: αυτά είναι πράγματα που θέλω να είναι δικά μου. Είναι κάτι που το προϋποθέτω και το οποίο απαιτώ, έστω και αν ποτέ αμετάκλητα. Μια αναγκαιότητα που με βοηθά να έχω μια στενή σχέση με το σώμα μου (είναι όμως το σώμα μου δικό μου;).
Αυτό που στα γράμματά μου, στις συναλλαγές μου με τους καλούς μου φίλους αποκαλώ πόλη μου είναι τόσο λίγο δικό μου, όσο και το σώμα μου. Ούτε επίσης κάνω κάποιες προσπάθειες να το κάνω δικό μου, να το ιδιοποιηθώ. Δεν θέλω η πόλη μου να είναι δική μου, η δική μου πόλη ή να την αποκαλώ η δική μου πόλη. Αντίθετα κάνω ό,τι μπορώ να παραμένω ένας ξένος στην πόλη μου. Και επιπλέον επιθυμώ η πόλη μου να είναι μια ξένη για μένα. Και εδώ, στην αμοιβαία και ανταποδοτική αυτή ξενικότητα υπάρχει η δυνατότητα εμφάνισης μιας παράδοξης οικειότητας. Μια οικειότητα που γεννιέται από την ελευθερία που η ξενικότητα υπόσχεται. Όσο πιο οικεία η σχέση μου με την πόλη, τόσο πιο ξένος αισθάνομαι σ’ αυτήν. Όσο πιο ξένος είμαι στην πόλη, τόσο πιο ελεύθερος αισθάνομαι σ’ αυτή.
Θέλω πάντα να λέω ναι στο αμοιβαίο πλησίασμα ανάμεσα σε μένα και την πόλη. Κατά το πλησίασμα αυτό θέλω η πόλη να μπορεί να με εκπλήττει και εγώ να μπορώ να εκπλήττω την πόλη, θέλω και εγώ και η πόλη με τα οικεία μας αγγίγματα και τις έντονα πολύπλοκες χειρονομίες μας να μπορούμε να δεχόμαστε και να καταφάσκουμε μια ατέλειωτη αλληλουχία ταυτόχρονων εκπλήξεων. Εκπλήξεις τις οποίες θα εγγυάται μια αδιαπραγμάτευτη ανοιχτότητα. Αδιαπραγμάτευτη με την έννοια ότι η ανοιχτότητα αυτή είναι μια απέραντη και ανυπέρβλητη κατάφαση. Θέλω να είμαι μια ανοιχτότητα που υποδέχεται την ανοιχτότητα της πόλης. Τίποτε προειλημμένο ή προαποφασισμένο ή προεικασμένο δεν θα μπορεί να εμποδίσει αυτές τις δυο ανοιχτότητες με τρόπο οικείο να σέβεται η μια την άλλη και να εισχωρεί η μια στην άλλη.
Στους δρόμους της πόλης, στις πλατείες και στα κτίριά της, στα ιδρύματα και στις κοινωνικές της εκδηλώσεις, σε πολιτικές ή πολιτιστικές αποφάσεις θέλω να συμμετέχω ως ξένος, ως κάποιος που δεν θα προσφέρει ούτε θα συγκαταλέγεται σε τελεσίδικες λύσεις, κάποιος που ούτε θέλει να περιορίσει ούτε θέλει να περιοριστεί στις συναλλαγές του και στις συμπράξεις του με την πόλη.
Αυτή είναι βέβαια μια φιλοσοφική, μια ηθική και αισθητική ξενικότητα, η οποία με τρόπο ανεπιφύλακτο χαρακτηρίζει τη σχέση μου με την πόλη. Αυτό προϋποθέτει ότι είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος σε μια ελεύθερη πόλη, το οποίο με τη σειρά του προϋποθέτει ότι και εγώ και η πόλη αναγνωρίζουμε, αποδεχόμαστε, δημιουργούμε και φυλάσσουμε αυτή την ελευθερία. Η αναγνώριση και η κατανόηση της ελευθερίας προϋποθέτει ότι ανάμεσα σε μένα και την πόλη υπάρχει μια γλώσσα που βοηθά και τους δυο μας να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλο.
Κατά το πλησίασμα αυτό θα ήταν καταστροφικό αν και η πόλη και εγώ συμμετείχαμε ως ξένοι, ως δυο που δεν αλληλοκατανοούνται, που δεν έχουν τη θέληση, την υπομονή ή τον σεβασμό που επιτρέπει τις δυο διαφορετικές ανοιχτότητες να γίνουν αμοιβαία δεκτές. Στον χώρο που ο σεβασμός για τη γλώσσα του άλλου, για το πώς ο άλλος χαιρετά, αγγίζει και φροντίζει τον εαυτό του και το περιβάλλον του, ο σεβασμός για την διαφορετικότητα της γλώσσας του άλλου, της πόλης, στον χώρο αυτό θέλω η πόλη να είναι δική μου και εγώ να είμαι δικός της. Η πόλη δική μου ως φίλη, ης πόλη με έχει δικό της ως φίλο. Η αγορά της πόλης, τα ιδρύματά της και οι πολιτικές της αποφάσεις δεν θα με αποκλείουν, όπως εγώ δεν θα αποκλείω την πόλη. Δεν θέλω να είμαι ένας ξένος στην πόλη ή η πόλη να είναι μια ξένη μέσα μου.
Όταν ο Γκούνναρ Έκελεβ στην αρχή του ποιήματός του ”Non serviam” γράφει
Είμαι ένας ξένος στη χώρα αυτή
αλλά η χώρα αυτή δεν νιώθει ξένη μέσα μου!
Δεν είναι το σπίτι μου η χώρα αυτή
αλλά η χώρα αυτή φέρεται σαν να είμαι το σπίτι της!
εκφράζει την αγωνία και τον αρνητικό ρομαντισμό του μοντερνισμού. Τον ρομαντισμό επειδή η ξενικότητα είναι τόσο τρομακτική όσο και επιθυμητή. Το να είσαι ξένος στην ίδια σου τη χώρα, στην ίδια σου τη γλώσσα, στο ίδιο σου το σώμα είναι κάτι που πολλοί μοντερνιστές συγγραφείς το έχουν αποδώσει όχι μόνο σαν αποτέλεσμα του να είσαι αβοήθητος σε έναν αυταρχικό και αδιάφορο κόσμο, αλλά και σαν αιτία. Αιτία για την καλλιέργεια της ιδιαιτερότητας, την εξύμνηση της προσωπικής, λεπτής περίπτωσης. Σε κάθε περίπτωση μπορούμε να δούμε την ξενικότητα στον μοντερνισμό ως αποτέλεσμα μια αρνητικής στάσης.
Τη δική μου την ξενικότητα τη βλέπω ως αποτέλεσμα μιας πρωταρχικής κατάφασης. Θέλω να είμαι ένας ξένος στην πόλη για να μπορώ να έχω μια γενναιόδωρη σχέση μαζί της. Πριν από αυτό όμως θέλω να έχω μια δική μου πόλη. Πρέπει να έχω μια δική μου πόλη για να μπορώ να είμαι ένας ξένος εκεί. Αυτή ή αυτός που στέκει μπροστά στον σιδηροδρομικό σταθμό με τα πράγματά του στο χέρι και δεν ξέρει ποια κατεύθυνση να πάρει, ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται έξω από την πόλη. Δεν έχει στην κατοχή του ούτε τα μέσα ούτε το σημείο εκκίνησης που θα τον βοηθούσαν να πει ναι στην πόλη ή να ρομαντικοποιήσει την ξενικότητά του στην πόλη. Ο άνθρωπος αυτός δεν έχει μια δικιά του πόλη. Είναι ένας ξένος σε μια ξένη πόλη. Θέλει να μπει στην πόλη, αλλά τον θέλει όμως η πόλη;
Η πόλη είμαστε εμείς και ένας ατέλειωτος αριθμός πραγμάτων και ανθρώπων. Ακριβώς όπως και εμείς είμαστε η πόλη και ένας ατέλειωτος αριθμός πραγμάτων και ανθρώπων. Αυτό το «εμείς» έχει κάτι που είναι δικό του. Αυτό που είναι «ένας ατέλειωτος αριθμός πραγμάτων και ανθρώπων» είναι το ξένο. Και ποιος θέλει να είναι δίχως το ξένο, δίχως τη γενναιοδωρία και την κατάφαση, δίχως πόλεις παντού; Αυτό είναι το δικό μου: πόλεις παντού, γνωστές και άγνωστες, μικρές και μεγάλες, οι άνθρωποί τους, οι δρόμοι τους, τα δέντρα, τα αυτοκίνητα, τα θέατρα τους (ω, η παρακολούθηση μια παράστασης σε γλώσσα που δεν καταλαβαίνω), τα βλέμματα, τα αναρίθμητα βλέμματα από και προς κάθε κατεύθυνση, ρούχα και σώματα που περιφέρονται στην ανοιχτωσιά της πόλης και αφήνουν τα ίχνη τους σε μέρη ανεξερεύνητα, στης πόλης το πελώριο σώμα, το οποίο, μια υπόσχεση, ποτέ δεν θα γίνει δικό μου, ποτέ δεν θα προσπαθούσα να το κάνω δικό μου.
Ίσως βρίσκονται τα ίχνη μιας τραγικής διάστασης εδώ, την οποία προτιμώ να αποκαλώ τραγική συνείδηση. Η ξενικότητα που θέλω να διατρέχει τη σχέση μου με την πόλη είναι αποτέλεσμα της τραγικής αυτής συνείδησης, η οποία συγχρόνως είναι και η πηγή της κατάφασης, για την οποία επίσης έκανα λόγο. Η άρνηση, είτε προέρχεται από το θεϊκό είτε το ανθρώπινο, θέτει όρια, επιβάλλει ένα έδαφος, τη βάση μιας ανοιχτής ή καλυμμένης απαίτησης. Η κατάφαση έχει την πηγή της στην άβυσσο, στην άρση των ορίων, των συνόρων. Η τραγική συνείδηση είναι η επίγνωση της παρουσίας και του ρόλου της αβύσσου κάτω από τα πόδια μας και πάνω από τα κεφάλια μας.
Συχνά, όταν στέκομαι στη στάση Κρικέλας (λέγεται έτσι ακόμη;) και περιμένω το λεωφορείο για το κέντρο, σκέφτομαι ότι τον ίδιο δρόμο έπαιρνε κάποτε και ο Αριστοτέλης όταν ερχόταν ή πήγαινε στη Χαλκιδική, στα Στάγειρα. Ο τρόπος που ο Αριστοτέλης περιγράφει την τραγική σύγκρουση με απασχόλησε άπειρες φορές, και μερικές από αυτές κατέβαινα συγχρόνως με τα πόδια στο κέντρο, ώστε να έχω τον χρόνο να συλλογιστώ διεξοδικότερα, να μπω ευκολότερα στην τακτική της περιπατητικής ανάπτυξης των σκέψεων. Οι σκέψεις και οι περίπατοι αυτοί με έφερναν κοντά σε κάτι διαχρονικό και συγχρόνως με απομάκρυναν από την παρούσα στιγμή, καθιστώντας με ξένο σε μια περιρρέουσα οικειότητα, αφού το διαχρονικό είναι άπιαστο και η παρούσα στιγμή παρέμενε εκτός της άμεσης προσοχής μου.
Είχα από καιρό, πολύ πριν το Κρατικό Θέατρο (το 1979) ανεβάσει τα έξι ταχυδράματά μου, καταλήξει στο ότι με ενδιέφερε περισσότερο η τραγική συνείδηση από την τραγική σύγκρουση, που κατά τον Αριστοτέλη διαλύει την τάξη του κράτους ή της οικογένειας ή της προσωπικότητας. Έχω αναπτύξει αλλού της σκέψεις μου για το τραγικό, αλλά θέλω εδώ να σταθώ λίγο περισσότερο στον ρόλο του φανταστικού Αριστοτέλη να διασχίζει την αρτηρία που οδηγεί στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και φυσικά πιο πέρα, στα μέρη της τότε Μακεδονικής αυλής. Ένας συνομιλητής που με τα χρόνια με βοήθησε να δω διαφορετικά το τραγικό και την τραγική σύγκρουση: όχι σαν κίνηση από την τάξη στην αταξία, αλλά το αντίθετο, από την αταξία στην τάξη, στην επιβολή ενός πάντα αυταρχικού ορίου. Μια άποψη που μπορεί κανείς να διαβάσει στο έργο του Ευριπίδη, όπως ήδη έχω κάνει και κάνω ακόμη. Ενός Ευριπίδη που βρέθηκε στα μέρη όπου βρέθηκα κι εγώ τόσα χρόνια αργότερα, ενός θυμωμένου με την Αθήνα δραματουργού, θυμωμένου με τον λόγο της Αθήνας, τον τρόπο που ο λόγος αυτός θέλησε να αγνοήσει τη Μήδεια και τον Διόνυσο, να αγνοήσει αυτό που υπερβαίνει τον λόγο, που υπονομεύει τα όρια του λόγου. Από τη μια μεριά κατέβαινε ο Αριστοτέλης, από την άλλη ανέβαινε κάποτε ο Ευριπίδης.
Η πόλη ως ένας ευριπίδειος χώρος, χωρίς ωστόσο ούτε τη βία της Μήδειας ούτε τη βία του Διόνυσου, ένας απέραντα γαλήνιος χώρος, όπου η τραγική, καταφατική συνείδηση φροντίζει την γαλήνη που έρχεται από τα βάθη της αβύσσου και υπερβαίνοντας τον διαποτίζει τον χώρο ως γεωγραφία, ιστορία, ψυχολογία, άτομα και κοινωνία.
Αυτή την τραγική συνείδηση την εντοπίζω πάντα στην ποίηση του Τζον Άσμπερυ, μεταξύ άλλων, ενός ποιητή που κάποτε προσκάλεσα στη Θεσσαλονίκη και την περπάτησα λίγο μαζί του. Έτσι αισθάνθηκα μια παράξενη όσο και οικεία χαρά όταν ξαφνικά τον άκουσα να απαγγέλει το ποίημά του «Hölderlin marginalia” στα Αγγλικά. Επέστρεφα από το κέντρο της πόλης στο σπίτι αργά το βράδυ με το λεωφορείο της Κηφισιάς, όταν πίσω από τον Άγιο Ελευθέριο και το Πρώτο Δημοτικό σχολείο (κάποτε;) Θεσσαλονίκης, το σχολείο μου, στο ipod μου, που το είχα στο shuffle, και άκουγα τραγούδια ανάκατα, εμφανίστηκε αναπάντεχα η φωνή και οι στίχοι ενός αγαπημένου ποιητή, ενός ξένου για πολλούς στον χώρο της ποίησης, για την ξενικότητα της οποίας έχω ήδη γράψει κείμενα στα Αγγλικά, στα Ελληνικά και στα Σουηδικά. Μια ξενικότητα που μιλά φιλικά και ζεστά με τον αναγνώστη και με οτιδήποτε περιγράφει, μια ποίηση γαλήνια και γεμάτη από την τραγική συνείδηση που καταφάσκει.
Έτσι μου αρέσει η πόλη και κάθε πόλη, κάθε μέρος του πλανήτη. Μια ανοιχτότητα που επιτρέπει τη διερεύνησή της με προσωπικές λεπτομέρειες, οι οποίες με τη σειρά τους είναι ανοιχτότητες επιδεκτικές ακατάπαυστης διεύρυνσης. Πόλη πλήρης με τις κινήσεις μιας μνήμης, μιας ιδέας, μιας εικόνας, ενός συναισθήματος, ενός νέου κόσμου που όλα αυτά δημιουργούν, μια κοσμητική συνεύρεση χωρίς αρχή και τέλος, που ωστόσο προσφέρει την ευπροσηγορία ενός ανοιχτού εδώ και τώρα.
Κάποιες προσωπικές λεπτομέρειες: Οι απογευματινές συζητήσεις στο μικρό μπαλκόνι της μεγάλης μου αδελφής, οι πρωινοί καφέδες στην κουζίνα της μικρής μου αδελφής καθώς και όλη η ιεροτελεστία των γευμάτων με τις οικογένειές τους. Η φροντίδα με την οποία η Κατερίνα Δανιηλίδου στον Ιανό και στα μικρά της διαλείμματα στα πέριξ του Ιανού μέρη μου μιλούσε για τους καλόκαρδους συγγραφείς της πόλης, για ένα όμορφο παροπλισμένο πλοίο στο λιμάνι, για το κομψό της φόρεμα από τον κατά άλλα φτηνό Ζάρα (αυτό πάντα με δυο αδιάφορα λόγια και μετά από αρχική παρατήρηση δική μου). Η σχεδόν καθημερινή ανάγνωση της Καθημερινής και της Herald Tribune στο Μπάλκαν (πήγαινα με την Κατερίνα, τον Δημήτρη Δημητριάδη, όπως επίσης πήγα με τον Άσμπερυ τις λίγες μέρες που ήταν στην πόλη – μια φωτογραφία του εκεί βρίσκεται στη ηλεκτρονική διεύθυνση https://chromata.wordpress.com/2007/07/) ή σε άλλο ήσυχο μέρος, όπου κατόπιν έγραφα κάρτες σε φίλους στη Σουηδία κυρίως.
Πολλές λεπτομέρειες τις χώρεσα στο μικρό μυθιστόρημα Νυμφαίος Θάνατος και στο θεατρικό Ιππόλυτος Καλυπτόμενος. Επίσης και στο σουηδικό βιβλίο Ingen hand orörd, Κανένα χέρι ανέγγιχτο, όπου οι εικόνες της Λου Σνέφαλλ συνομιλούν με δικά μου πεζά ποιήματα. Ένα από αυτά μεταφράζω πρόχειρα εδώ, ενώ η εικόνα της Λου βρίσκεται σε τούτη τη διεύθυνση: https://chromata.wordpress.com/2008/04/
Η Θεσσαλονίκη δίπλα στο νερό
Περπατούσε κατά μήκος του νερού, είχε βρει μια ισορροπία ανάμεσα στο πάνω και το κάτω μέρος του σώματός της, ανάμεσα στο αριστερό και το δεξί της χέρι, ανάμεσα στις σκέψεις της και σε ένα τεράστιο πλήθος παρατηρήσεων, την συσσωρευμένη τους οξύτητα, το οικείο τους φέγγος. Εισχώρησε σε ένα εξίσου οικείο και βαθύ συναίσθημα ότι χάθηκε στην ευρηματικότητα άλλων ανθρώπων, στις ευχάριστα παρείσακτες προθέσεις τους. Μια πόλη δίχως κάθετες χειρονομίες θα έγραφε σε λίγο σε ένα μέιλ, μια έκταση που στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό της και στην εγγύτητα, ή λίγο πιο πάνω από αυτή, μιας σχεδόν ξεχασμένης, αλλά ποτέ αδρανούς κάθαρσης. Σαν να βγάζεις να όμορφα παπούτσια σου έπειτα από έναν όμορφο, μακρύ περίπατο.
Με πήρε χρόνια να αφήσω τον Αριστοτέλη για τον Ευριπίδη, αλλά επέστρεψα γρήγορα σ’ αυτόν και πάλι για να μην τον αφήσω πότε ξανά είτε περιμένω το λεωφορείο είτε κάθομαι σε κάποιο εστιατόριο της Σκωτίας, όπου με ακολουθεί και η Θεσσαλονίκη, η άπιαστη αλλά πάνω από όλα παρούσα και ψηλαφητή συντροφιά της.
You must be logged in to post a comment.