Στην Κλαίρη Μιτσοτάκη
Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας ξύπνησε μέσα στη νύχτα κάθιδρος και άρχισε να κλαίει, βουβά και αμήχανα πρώτα, γοερά κατόπιν, για την κατάντια της χώρας του, η οποία παρότι μικρή είχε μεγάλα προβλήματα, πράγμα που τον σάστιζε και τον απέλπιζε ακόμη περισσότερο. Το κλάμα του γινόταν όλο και πιο βαθύ, όλο και πιο τρανταχτό, ενώ τα δάκρυά του έτρεχαν όλο και πιο ορμητικά, όλο και πιο καταρρακτώδη. Και κει μέσα στο πηχτό σκοτάδι και τη μονήρη λύπη του ένιωσε κάτι να αλλάζει πέρα σε μια μακρινή, άλλα συγχρόνως και πολύ κοντινή άκρη, κάτι να του ελαφρύνει το βάρος της απόγνωσής του. Ο ποταμός των δακρύων του γινόταν όλο και πιο πλατύς, όλο και πιο σφοδρός, αν και ακριβώς την ίδια στιγμή ήταν και πράος και προνοητικός, ακόμη και χαμογελαστός, παράξενο πράγματι αυτό, αλλά τέτοια συμβαίνουν συχνά στα έγκατα της νύχτας, σκέφτηκε ο πρωθυπουργός, που σχεδόν τραβήχτηκε για να μη βραχεί, απλώνοντας ωστόσο το χέρι του για να νιώσει το νερό, τη στοργική του ενέργεια. Και αμέσως μετά, με όση δύναμη του άφησε η απεριόριστη θλίψη του, ανασηκώθηκε έκπληκτος στο μουσκεμένο του στρώμα, μη πιστεύοντας τα χειμαρρώδη μάτια του. Και τι δεν συνέβαινε κατά μήκος του ακατάσχετου, αλλά προσηνή ρου. Οι υπόγειες φυσικές δεξαμενές γέμισαν νερό, τα ξερά ποτάμια της επικράτειας σχεδόν ξεχείλισαν, νερά έτρεχαν από κάθε κορυφή σε όλες τις πλαγιές, λίμνες και στέρνες ξανάσμιξαν με την παλιά τους χλωρίδα και πανίδα, μικρές και μεγάλες φωτιές στα δάση έσβησαν με μιας. Τώρα ο πρωθυπουργός άρχισε να νιώθει πιο έντονα μια ευφορία ανακατωμένη με ευγνωμοσύνη που η δική του λύπη, τα δικά του δάκρυα μπορούσαν να κάνουν τόσο καλό. Ξάπλωσε και πάλι στο πλωτό του κρεβάτι που τρανταζόταν από το κλάμα του έτσι που και να διευκολύνει τη ροή των δακρύων και να παρατηρεί καλύτερα τι έκαναν στο διάβα τους, τώρα μάλιστα που είχε φανεί ξεκάθαρα ο ευεργετικός τους προορισμός. Άρχισαν να παίρνουν δρόμο παράνομα κτίσματα παντού, εξαφανίζονταν ασυνείδητα αυτοκίνητα σε κάθε δρόμο, σε κάθε πόλη, σε κάθε χωριό, κάθε ασυνείδητος, κάθε ασυνειδησία, καθετί που πρόσθετε ένα αρνητικό άλφα το έπινε το πρωθυπουργικό νερό. Δεν τον κούραζε να κλαίει και να κλαίει. Ήξερε καλά άλλωστε ότι πολύ σύντομα όλα θα ήταν όπως τα σχεδίαζε κάθε πρωί στη μικρή του χώρα που είχε ανάγκη από τόσα δάκρυα, κάθε πρωί και αφού είχε φορέσει στεγνό σώβρακο.
Βασίλης Παπαγεωργίου