Ο τίτλος παρωδεί. Τι όμως; Πέρα από τον εαυτό του, εννοείται. Υπερακριβής, πομπώδης, εξεζητημένος. Πού θα βγάλει αυτή η ειρωνεία; Τρεις λέξεις. Ένα τρίγωνο. Όλες αρχίζουν μ’ ένα τρίγωνο. Ήδη πέντε τρίγωνα στην αρχή, μαζί με αυτά στο όνομα του ΔΔ.
Τρία πρόσωπα. Το τρίγωνο προς την ολοκλήρωση της μορφή του. Μικρά, δισύλλαβα ονόματα. Παραπέμπουν σε γρήγορους ρυθμούς; Απειλητικούς, όπως στον Πίντερ, όπου μονοσύλλαβα και δισύλλαβα ονόματα είναι σημαντικό μέρος της τεταμένης δραματικής οικονομίας και του απότομου ρυθμού των έργων;
1η σκηνή. Παθολογικές σχέσεις. Φόβος και πάθος και «τρελή αγάπη». Το τρίγωνο αρχίζει δράση. Όπως και η παρωδία: «Έρωτας και φόβος πάνε μαζί.» Κάτι περισσότερο από παρωδία. Το ευτελές, το κιτς σε δράση. Μας περιμένουν υστερικές σκηνές; Εντελώς κωμικές;
2η σκηνή. Η οξύτητα των άκρων σε δράση: «Δεν έχω ξαναδεί πιο άσχημη γυναίκα», «Ποτέ δεν έχω δει τόση περιφρόνηση σ’ ένα βλέμμα.» Η γνώριμη ρητορική, αισθητική και κυρίως υπαρξιακή διάσταση του ΔΔ. Μάλλον υστερικές σκηνές παρά κωμικές θ’ ακολουθήσουν.
3η σκηνή. Η Μόνα είναι η καλή. Θα παραμείνει έτσι σ’ όλο το έργο ή θα αλλάξει. Και πώς; Ποιος είναι ο κακός στο τρίγωνο; Ο άσχημος ή ωραίος;
4η σκηνή. Ενδιαφέρουσα δραματουργική κίνηση. Για ποια μηχανή όμως μιλά η Λίνα; Τι ρόλο παίζει η σκηνή αυτή; Τι αποκαλύπτει για τη Λίνα και την παρουσία της στο δραματικό τρίγωνο; Η Λίνα λέει τα δικά της, σαν να μην έχει συμβεί τίποτε. Η σκηνή ένα παράθυρο στη δράση του τριγώνου, ένα κενό στις σχέσεις των τριών πλευρών του. Ένα κενό που ωστόσο λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος, παρά σαν ρήγμα.
5η σκηνή. Τα άκρα με τη μορφή κοινοτοπίας: «Αγαπιόμαστε και θ’ αγαπιόμαστε για πάντα.» Προς το τετριμμένο ρομάντσο. Παρωδία σαπουνόπερας;
6η σκηνή. Η παρωδία σαπουνόπερας σε δράση: «Σε θεωρεί άνθρωπο με τρομαχτική δύναμη.» Αλλά και εμφάνιση της ποίησης στο δραματικό εδώ και τώρα: ο ρόλος του βλέμματος και τα ποιητικά του συμφραζόμενα. Τα άκρα συνεχίζουν τη δράση τους. Σίγουρο πια μέρος της δραματικής οικονομίας: «Αυτό που είδα στον Τόνυ απ’ την πρώτη στιγμή δεν ήταν αυτό ή εκείνο. Ήταν όλα.» Εδώ και η πιο καθαρή σύγκρουση δυο δυνάμεων, μέσω τρίτης. Η Μόνα είναι η υποτείνουσα; Η βάση που σχεδόν αγνοείται; Θα αντιδράσει η Μόνα;
7η σκηνή. Ο Τόνυ δείχνει το εγώ του. Αβέβαιο, ανασφαλές, φυσικά. Το τρίγωνο φανερώνει τη δράση του. Και η δράση περνά στη λειτουργική περιγραφή δράσης. Γνώριμο αισθητικό σημείο στον ΔΔ.
8η σκηνή. Το τρίγωνο τρίζει. Το κοινότοπο κάνει ανοίγματα προς το τραγικό. Στον νου μου έρχονται εικόνες από reality show, από τα Φτερά μπεκάτσας του Βαλτινού, από διαλόγους του David Hare, όπου τίποτε δεν φαίνεται να συμβαίνει έξω από τον κόσμο του κειμένου ή ανάμεσα στις γραμμές του. Μια απρόσμενα σκληρή και ρεαλιστική σύμφραση: «Εκτός κι αν δεν κοιτάς ποτέ μέσα σου. Όπως κοιτάς τους άλλους.» Ακολουθεί η κακία του κοινότοπου: «Μη φαντάζεσαι όμως ότι οι άλλοι δεν βλέπουν βαθιά.»
9η σκηνή. Η κρίση ανάμεσα στη Μόνα και τον Τόνυ αναμενόμενη, αλλά έρχεται απότομα. Πολύ απότομα, μάλιστα. Η σχέση της πραγματικότητας με τη φαντασίωση γίνεται πιο εμφανής. Παραπομπή στον Όσκαρ Ουάιλντ: «Σκοτώνεις τα αισθήματα που έχω για σένα.» Και σε άπειρες σαπουνόπερες: «Δεν αντέχω την ζωή χωρίς εσένα.» Και στο λαϊκό φινάλε των Ολυμπιακών αγώνων.
10η σκηνή. Η Λίνα γίνεται όλο και περισσότερο κάτι σαν Κασσάνδρα. Μιλά για «κάτι κακό» που την τρομάζει. Στη φαντασίωση του έργου αυτό πείθει και δεν πείθει εξίσου. Ο κόσμος της Λίνας είναι διπλός. Ούτως ή άλλως. Αλλά σίγουρα κάτι εννοεί απ’ αυτά που λέει για το βλέμμα της: «Εκείνη την μέρα, αυτό τον έκανε να φύγει και μετά να ξεράσει στον δρόμο. Κατάλαβε τι είδα μέσα του.» Θα τη δολοφονήσουν κι αυτή;
11η σκηνή. Ο Τόνυ κρατά σε ένταση την τριγωνικότητα του τριγώνου. Η ανασφάλειά του παίρνει για λίγο τη μορφή της ασφάλειας. Ο Τόνυ δείχνει αυτογνωσία. Δηλαδή ναρκισσισμό. Τι τρέλα θα δείξει όμως η Λίνα; Και πόσο τρελή θα είναι αυτή η τρέλα; Θα βγει και έξω απ’ το τρίγωνο;
12η σκηνή. Η τριγωνικότητα αγγίζει ένα κρίσιμο όριο. Μόνα: «Έπεσα στο κρεβάτι, για να μην ξανασηκωθώ.» Η Μόνα υποτείνουσα, «ταπεινωμένη», απαθής.
13η σκηνή. Η πιο κρίσιμη, μέχρι στιγμής, στιγμή του τριγωνισμού. Η Λίνα δεν κρατιέται άλλο. Εκδηλώνεται ανοιχτά, αλλά η Μόνα δεν ξέρει τίποτε μέχρι τώρα. Η κρίση δεν είναι και τόσο κρίσιμη ακόμη.
14η σκηνή. Πόσα ξέρει η Μόνα; Μάλλον τίποτε. Ούτε καν υποψιάζεται κάτι. Ο Τόνυ υπογραμμίζει το μικρό εγώ του και τη φαντασμένη αντίληψη που έχει για τον εαυτό του, καθώς, μεταξύ άλλων, τον παρουσιάζει και σαν θύμα. Τα άκρα και το μελόδραμα, η ενδοχώρα μιας κιτς απελπισίας.
15η σκηνή. Η αισθητική των άκρων και του κιτς: «Τρυφερός, διεγερτικός, άγριος, σκληρός, ακραίος, γλυκός, δυνατός, ανεξάντλητος, γενναιόδωρος.» Η γνώριμη δημητριάδεια υπερβολή, η λαγνεία της ξέχειλης έκφρασης. Τα λέει η Μόνα αυτά, η υποτείνουσα που ακόμη έχει άγνοια του τι συμβαίνει. Κλασική στιγμή. Το τρίγωνο δεν έχει ακόμη εκραγεί, είναι ακόμη τρίγωνο. Κουβέντα για reality show: Έχει σημασία να μιλάμε για τρίγωνο, όταν πια δεν διατρέχουν μυστικά και ίντριγκες την τριγωνικότητά του;
16η σκηνή. Στροφή προς την καταστροφή. Και τη διαστροφή μήπως; Το σαπουνόδραμα αρχίζει να γίνεται ανυπόφορο.
17η σκηνή. Η Μόνα κρατά το δράμα σε μια σεμνή, ψυχολογικά αξιόπιστη διάσταση στον κατήφορο που τώρα γίνεται όλο και πιο απότομος. Μιλά για «διαστροφή». Των λόγων.
18η σκηνή. Να και η καταστροφή και η ηθική διαστροφή, μπορούσαμε να το φανταστούμε, έρχεται όμως απότομα: «Θέλω να τους σκοτώσω.» Το λέει η Λίνα, όχι η Μόνα. Και η Λίνα υπογραμμίζει τη διαστροφή: «…κάτι γίνεται μέσα μου. Κάτι ωραίο.» Υπογραμμίζει και το άρρωστο εγώ της, όπως ο Τόνυ: «Θα τους σκοτώσω και μετά θα είμαι εγώ.»
19η σκηνή. Ο κατήφορος συνεχίζεται. Και η πνιγερή παρουσία του εγώ, του Τόνυ τώρα. Θα κάνει του κεφαλιού του, θα προστατεύσει τον επίκεντρο, όπως νομίζει, «εαυτό» του.
20η σκηνή. Η καλόπιστη Μόνα δείχνει την καλοσύνη και την πίστη της στον Τόνυ και τη Λίνα. Και την άγνοιά της.
21η σκηνή. Η Λίνα δεν αντέχει άλλο και μιλά για τέλος. Να φτάσει σ’ ένα τέλος: «Μόνο το τέλος αντέχω.» Και πράγματι, φαίνεται ότι η τριγωνική ένταση έφτασε σ’ ένα κάποιο τέλος. Θα είναι οριστικό; Θα παίξει ρόλο ο θάνατος; Η διάλυση του τριγώνου; Τι θα γίνει με το ίδιο το δραματικό έργο; Τι τροπή θα πάρει; Το κείμενο έχει ήδη άλλη μορφή, άλλο ρυθμό, άλλη δομή στη σελίδα. Μονωδία, ποίημα, χορικό.
22η σκηνή. Η υστερία, το μελόδραμα, το σαπουνοκίτς, η ψευδοανάλυση, το πλαστικό εγώ του Τόνυ, η γνήσια κακία του, οι παραπομπές του σε ψευτολαϊκά τραγούδια («Θα πεθάνουν από πόθο»), όλα καταλήγουν στο αστείο : «Αλλά πριν θα τις τρελάνω εντελώς.» Θα είναι φάρσα η συνέχεια;
23η – 28η σκηνή. Η όποια δράση υποχωρεί, η ποίηση καλύπτει κάθε ίχνος ρεαλισμού. Η μονωδία και η τελετουργική εξύψωση κάνουν την υστερία πιο εμφανή. Η Λίνα κραυγάζει σε απόγνωση. Η Μόνα δείχνει ακόμη πιο σκοτεινή την απελπισία της και μας λέει ότι ούρλιαξε, είναι κουρασμένη, η υποτείνουσα που αποζητά τον ύπνο μόνο. Ο Τόνυ ασχολείται με το εγώ του, ηρωικό πάντα στα μάτια του.
29η σκηνή. Η φαντασίωση επιβάλλει τις άπειρες δυνατότητές της πάνω από τη θολή επιφάνεια του τριγώνου και το ατέρμονο τέλος της κρίσης του. Η Μόνα δήθεν εκπλήσσει με τη βίαιη φαντασία της, τα απωθημένα της υποτείνουσας βράζουν εγκληματικά, το υπό θέλει να είναι επί. Το ψευδοτελετουργικό και ψευδομακάβριο παίρνουν τέτοιες διαστάσεις που ξεχνά κανείς τη ψευδότητά τους. Αποκτούν τη δική τους, δημητριάδεια πραγματικότητα.
30η σκηνή. Πάμε πίσω στον χρόνο, πράγμα που η φαντασίωση επιτρέπει χωρίς να μας ξενίζει. Μέσα στην ονειρική και αόριστη ατμόσφαιρα συγκεκριμένες και ρεαλιστικές περιγραφές ρούχων. Ωραίο και απρόσμενο κοντράστ, γνώριμο από άλλα κείμενα του ΔΔ. Το τελετουργικό παίρνει ψευδορομαντικές διαστάσεις, στον νου μου έρχεται η Πενθεσίλεια του Κλάιστ. Και ψευδοδιεστραμμένες διαστάσεις.
32η σκηνή – 40η σκηνή. Το τρίγωνο γίνεται ένα κουβάρι για πρώτη φορά. Φαντασιακό βέβαια. Αλλά τι σημασία έχει πια; Έχουμε ήδη περάσει στη λαϊκή τέχνη του Χόλιγουντ. Όλα είναι δυνατά, όλα τα απωθημένα μπορούν να βγουν στο φως, όλες οι επιθυμίες μπορούν να εκπληρωθούν. Πού τελειώνει η παρωδία; Και ενώ τη σκηνή της Μόνας, την 29η, θα μπορούσε να τη φανταστεί κανείς σε αργή κίνηση, τις σκηνές αυτές μπορεί να τις φανταστεί σε γρήγορη κίνηση και μάλιστα κινουμένων σχεδίων.
41η σκηνή. Η Μόνα δείχνει την κωμική της πλευρά: «Όχι τόσο πολύ. Πολύ το κοιτάς. Μη τόσο πολύ.» Ο Τόνυ τη χαζή του πλευρά: «Εσείς δεν είστε σαν αυτό.» Το πιστόλι, που το κοιτά, όπως δεν κοιτά κανέναν. Η ψευδοποίηση, η ψευδοαγωνία, η ψευδοκλασικιστική αφήγηση, το ψευδοπαράλογο, ο ψευδοKoltès (το πιστόλι στη μοναξιά των κάμπων). Και μετά λίγο pulp fiction, λίγο Tony Soprano, ο ψυχομπερδεμένος, εγωαρρωστημένος δολοφόνος. Λίγο Αγγελόπουλος (η Μόνα και φυγή της) και λίγο Μπέκετ (τέλος του παιχνιδιού). Στο μεταξύ πού πάει η Λίνα, όταν βγαίνει για λίγο; Όταν επιστρέφει όμως γελοιοποιεί ακόμη και το σαπουνοπερατικό στοιχείο του τριγώνου. Μια ψευδότητα από αναφορές, ένας βάλτος από τεχνοτροπίες. Και όλη η τελευταία σκηνή ένα τέλος ατέλειωτο και βουλιαγμένο σε ανθρώπινα έλη. Το τρίγωνο έχει βουλιάξει σε θολά και μολυσμένα νερά. Κι εκεί κάτω δεν ξεχωρίζει η πραγματικότητα από τη φαντασίωση, οι πράξεις από τις επιθυμίες, το καλό από το κακό, η ζωή από τον θάνατο. Το τρίγωνο έγινε ένα κουβάρι και μετά μια ακίνητη ευθεία, θολή και κατακαθισμένη όπως ο πάτος του βούρκου. Καμιά διαδικασία, κανένας διακανονισμός, καμιά διαφορά.
Βασίλης Παπαγεωργίου